Κατά κανόνα, υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι: Αυτοί που ασχολούνται με τον αθλητισμό και αυτοί που δεν ασχολούνται με τον αθλητισμό. Φυσιολογικά πράγματα… Σε κάποιους αρέσει να κάνουν, να παρακολουθούν ή/και να σχολιάζουν αθλητικές δραστηριότητες και σε κάποιους είναι απλά αδιάφορες. Συμβαίνει παντού. Στην Ελλάδα, όμως, έχουμε και μία τρίτη κατηγορία: Αυτοί που μισούν τον αθλητισμό. Που σημαίνει ότι, ενώ είναι φανερό ότι δεν τους αρέσει, ασχολούνται μαζί του. Είναι όλοι εκείνοι που όταν ένας αθλητής πετυχαίνει κάτι αξιόλογο, προσπαθούν να μειώσουν το επίτευγμά του και δεν δείχνουν να χαίρονται καθόλου για την επιτυχία ούτε του αθλητή προσωπικά ούτε του «χώρου» που αυτός εκπροσωπεί, είτε μιλάμε για σύλλογο είτε για μία ολόκληρη χώρα.
Αυτό το μίσος ίσως πηγάζει από το γεγονός ότι ο αθλητισμός είναι αξιοκρατικός. Δεν χωρούν γνωριμίες και πολιτική στο ταλέντο και τη σκληρή δουλειά. Αν είσαι ικανός και δουλεύεις, προχωράς, ασχέτως πολιτικών ή κοινωνικών προτιμήσεων. Όλοι αυτοί, λοιπόν, που ανήκουν στην τρίτη κατηγορία, μεταξύ μας, είναι να τους λυπάσαι. Κερδίζει κάτι η χώρα τους σε μία αθλητική διοργάνωση και καταπιέζονται να μη χαρούν. Καταφέρνει ένας αθλητής κάτι μοναδικό και η πρώτη τους αντίδραση είναι να δουν τι ψηφίζει για να επιτρέψουν στον εαυτό τους να το απολαύσει. Και αν, ο μη γένοιτο, ο συγκεκριμένος δεν είναι της ιδεολογίας τους, προσπαθούν να πειστούν και να πείσουν και τους υπόλοιπους ότι δεν έκανε και τίποτα σπουδαίο. Ο ορισμός της μιζέριας.
Και όλα αυτά γιατί; Γιατί χρησιμοποιούν τα πάντα – και κυρίως ό,τι συγκινεί τον λαό – για την κομματική ή ιδεολογική τους ατζέντα, και για αυτό ακριβώς οι διαφόρων ειδών άριστοι, που βάζουν τα έργα πάνω από τα λόγια, τους χαλάνε τη σούπα. Είναι πολλά τα παραδείγματα, ειδικά από τον αθλητισμό που, στο υψηλό του επίπεδο, συγκεντρώνει τα βλέμματα όλου του πλανήτη: Όλος ο κόσμος μιλάει εδώ και μήνες για το φαινόμενο Τσιτσιπάς και το μόνο που έχουν να πουν όλοι αυτοί οι ιδεολόγοι, είναι πως ο εν λόγω αθλητής προκαλεί, επειδή πήγε σε πάρτι στο Ντουμπάι και θέλει να ανοίξουν στην Αθήνα Χάροντς. Στο μεταξύ, ο Τσιτσιπάς κάνει κουτό τον Ναδάλ (νούμερο 3 στον κόσμο) μες στον αγωνιστικό χώρο και δαγκώνουν τη γλώσσα τους μην του πουν κατά λάθος «μπράβο». Η, δε, Μαρία Σάκκαρη ανεβαίνει δυο-δυο τα σκαλοπάτια της παγκόσμιας κατάταξης του γυναικείου τένις και αντί πανελλήνιας αναγνώρισης, γίνεται δέκτης μίας άνευ προηγουμένου σεξιστικής επίθεσης, μόνο και μόνο επειδή κάπου μες στην προσωπική της ζωή υπάρχει το επίθετο «Μητσοτάκης».
Επιπλέον, τις προάλλες η εφημερίδα Αυγή διαμαρτυρόταν γιατί η ΕΡΤ θα μετέδιδε για δεύτερη φορά, σε επανάληψη, τους αγώνες αυτών των δύο αθλητών στους Ολυμπιακούς (Εφημερίδα η Αυγή, 26/07/2021, «Ολυμπιακοί Αγώνες Τόκιο / Τσιτσιπάς-Σάκκαρη, οι αγαπημένοι της ΕΡΤ»). Άραγε δεν έχουν ακούσει στην Αυγή ποτέ για εκείνο το πράγμα που λέγεται τηλεκοντρόλ; Και φυσικά αυτό το φαινόμενο εχθρότητας απέναντι στους καλύτερους αθλητές μας δεν περιορίζεται μόνο στο τένις. Θυμηθείτε την περίπτωση Παπαχρήστου, με την αθλήτρια να κερδίζει το χρυσό μετάλλιο στο τριπλούν, στο Ευρωπαϊκό του 2018, και παράλληλα να κατηγορείται ότι είναι φασίστρια. Επίσης, πολλοί αθλητές είναι δακτυλοδεικτούμενοι από όλους αυτούς τους γκρινιάρηδες, μόνο και μόνο επειδή βγάζουν αρκετά χρήματα. Ή, για να είμαστε ακριβείς, μόνο και μόνο επειδή βγάζουν αρκετά χρήματα χωρίς να δηλώνουν αριστεροί.
Για να τα βάλουμε, λοιπόν, όλα σε μία σειρά και να μη μείνουμε μόνο στις μομφές, ας εξηγήσουμε πώς έχουν τα πράγματα: Όποιος κάνει καλά τη δουλειά του, προσφέρει στην κοινωνία-τελεία. Για αυτό συνήθως πληρώνεται. Η αμοιβή του αντικατοπτρίζει σε γενικές γραμμές την εμπιστοσύνη της κοινωνίας σε αυτό που κάνει και αν είναι ιδιαίτερα ικανός και τυχερός να ασχολείται με κάτι που αφορά πολύ κόσμο, όπως συμβαίνει συνήθως στον αθλητισμό, εκτός από αμοιβή κερδίζει και τον θαυμασμό μας (και μαζί με αυτόν, ακόμα περισσότερα χρήματα). Δεν χρειάζεται να είναι και αρεστός για τις ιδέες του κι από πάνω. Αν, ωστόσο, τα καταφέρνει καλά και με τις ιδέες, μπράβο του, αλλά δεν ξεκίνησε για να τον θαυμάζει για αυτό ο κόσμος και ούτε χρωστάει κάτι σε κανέναν από ιδεολογικής άποψης. Τώρα θα πείτε, «αυτό ισχύει κι αν ο άλλος είναι φασίστας;», βλέπε περίπτωση Παπαχρήστου. (Παρεμπιπτόντως, δεν γνωρίζουμε αν είναι όντως φασίστρια η συγκεκριμένη αθλήτρια, απλά κατηγορήθηκε ως τέτοια.)
Το να είναι κάποιος φασίστας είναι πράγματι κακό… Ωστόσο, η ενδεχόμενη προσφορά του στον πραγματικό κόσμο δεν μειώνεται από τον κόσμο των ιδεών. Στην Ελλάδα, που βάζουμε τις ιδέες μας πάνω από τις πράξεις μας, δυσκολευόμαστε να το καταλάβουμε αυτό, προφανώς ακόμα και όταν μιλάμε για μία διάκριση παγκοσμίου επιπέδου στον αθλητισμό, που συγκεντρώνει υπερβολικά πολλά βλέμματα. Αν τώρα αυτό το καλό που κάνει ο διακριθείς, το παίρνει πίσω αναπαράγοντας ρατσιστικές θέσεις, είναι ένα άλλο ζήτημα. Για το τι δίνει λέμε εδώ.
Και, στο κάτω κάτω, αν σε κάποιον δεν αρέσει ο αθλητισμός και το μεγαλείο που τον περιβάλλει, μπορεί απλά να τον αγνοήσει. Ή μπορεί απλά να πει «δεν χαίρομαι για τις επιτυχίες των Ελλήνων αθλητών, γιατί βάζω τις ιδέες μου πάνω από τη χώρα μου». Δεν είναι κακό. Είναι μία θέση. Και είναι πολύ πιο έντιμη θέση από το να προσποιείται ότι ενδιαφέρεται για τον ελληνικό αθλητισμό, τη στιγμή που περιμένει να πάρουν χρυσό μετάλλιο «φασίστες» ή πελάτες των Χάροντς για να ασχοληθεί μαζί του.