Μία εβδομάδα μετά την ανακοίνωση της μεγάλης φορολογικής μεταρρύθμισης, ύψους 1,7 δισ. ευρώ, που έκανε ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης,

η κυβέρνηση δίνει απαντήσεις στα βασικά ερωτήματα που απασχολούν τους πολίτες και απαντά στις ενστάσεις της αντιπολίτευσης. Το πακέτο των μέτρων δεν παρουσιάζεται ως πανάκεια, αλλά ως μια συνεκτική στρατηγική που στοχεύει στη σταδιακή ανακούφιση της κοινωνίας απέναντι στην ακρίβεια, μέσα από μόνιμες αυξήσεις εισοδημάτων και τη συστηματική μείωση φόρων.

Οι εξηγήσεις εστιάζουν στους τρόπους με τους οποίους εξασφαλίστηκαν τα πλεονάσματα, στη δίκαιη κατανομή των διαθέσιμων πόρων, στην επιλογή προτεραιοτήτων —όπως η στήριξη οικογενειών, νέων, συνταξιούχων και ελεύθερων επαγγελματιών— αλλά και στις αναγκαίες ισορροπίες που επιβάλλει το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο. Στόχος, όπως τονίζεται, είναι η συνεχής ενίσχυση της οικονομίας και η επιστροφή του οφέλους στους πολίτες, με τρόπο που να ενδυναμώνει τη μεσαία τάξη και να χτίζει κοινωνική δικαιοσύνη.

Ο Παύλος Μαρινάκης εξηγεί τα οφέλη προς τους πολίτες λέγοντας: 

«Είναι αυτά τα μέτρα πανάκεια;» Ασφαλώς όχι. Αλλά είναι μια σοβαρή προσπάθεια να στηρίξουμε την κοινωνία απέναντι στην επίμονη ακρίβεια. Όχι με αποσπασματικά μέτρα, αλλά με ένα συνεκτικό σχέδιο, με μόνιμες και απτές αυξήσεις μισθών, μέσω μειώσεων φόρων.

«Τα πλεονάσματα προήλθαν από υπερφορολόγηση

Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας νοικοκύρεψε τα δημοσιονομικά της χώρας, όχι μόνο χωρίς να βάλει ούτε έναν επιπλέον φόρο, αλλά, αντίθετα, έχοντας μειώσει —μετά και την ΔΕΘ83 φόρους και εισφορές.

Τα έσοδα προήλθαν, λοιπόν, από την ανάπτυξη της οικονομίας, από την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και από τη δημιουργία 500.000 θέσεων εργασίας, καθώς οι συμπολίτες μας που βρήκαν δουλειά σταμάτησαν να πληρώνονται με το επίδομα ανεργίας και ξεκίνησαν να πληρώνουν φόρους —όχι αυξημένους— στο κράτος.

Στόχος μας είναι, συνεχίζοντας να μειώνουμε φόρους, να μεγαλώνουμε συνεχώς την «πίτα».

«Θα μπορούσε η κυβέρνηση να δώσει περισσότερα από το 1,7 δισ. στους πολίτες;»

Να ξεκαθαρίσουμε πρώτα κάτι που —είτε από άγνοια, είτε από σκοπιμότητα— η αντιπολίτευση δεν λέει: Υπάρχουν ευρωπαϊκοί κανόνες, οροφές δαπανών στην ΕΕ. Δεν μπορείς να τους υπερβείς, δεν μπορείς να ξοδέψεις παραπάνω. Σε περιόδους ύφεσης ή σε ιδιαίτερες περιπτώσεις αυτοί οι κανόνες μπορεί να «χαλαρώσουν», όπως συνέβη πρόσφατα με τις αμυντικές δαπάνες. Το διαθέσιμο εναπομείναν ποσό, λοιπόν, ήταν 1,7 δισ. ευρώ. Αυτό το ποσό επιλέξαμε να το διαθέσουμε για να στηρίξουμε όλους τους πολίτες, με έμφαση στις οικογένειες με παιδιά και τους νέους. Η πολιτική είναι επιλογές.

«Ναι, αλλά γιατί δεν μειώσατε τον ΦΠΑ στα τρόφιμα που θα μας ανακούφιζε όλους;»

Συνειδητά προτάξαμε τις μειώσεις άμεσων φόρων αντί έμμεσων, γιατί έτσι θα υπήρχε αναλογική απαλλαγή ανάλογα με το εισόδημα. Και εξηγώ: Προφανώς και δεν διαφωνούμε με τις μειώσεις έμμεσων φόρων —γι’ αυτό και έχουμε μειώσει 25 ΦΠΑ όπως τον ΦΠΑ στα ταξί, στα αγαθά δημόσιας υγείας, στον take away καφέ, στον κινηματογράφο, στις μεταφορές, στα βρεφικά είδη, στις ζωοτροφές, στα γυμναστήρια, τον ΕΦΚ στο αγροτικό πετρέλαιο.

Για να μειώσουμε, όμως, τον ΦΠΑ, έστω και κατά μία μονάδα, το μέτρο αυτό θα είχε κόστος 1 δισ. ευρώ, κάτι που, λόγω της οροφής δαπανών, δεν θα μας έδινε τη δυνατότητα να δώσουμε όλες τις υπόλοιπες φοροελαφρύνσεις. Αρχικά, δεν θα μπορούσαμε να είμαστε βέβαιοι ότι αυτή η μείωση του ΦΠΑ θα έφτανε στον καταναλωτή και θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση τιμών. Αυτό, άλλωστε, συνέβη και στην Ισπανία που μηδένισε τον ΦΠΑ και αναγκάστηκε να τον επαναφέρει.

Η επιλογή για μείωση άμεσων φόρων, λοιπόν, αποτέλεσε μια επιλογή συνειδητή, αφού είναι ο πιο σίγουρος τρόπος να μειωθούν στοχευμένα τα φορολογικά βάρη για τους πολίτες, σύμφωνα με το εισόδημα του καθενός: περισσότερο για τις οικογένειες, τους νέους, όσους έχουν χαμηλά εισοδήματα και λιγότερο για τα υψηλά. Κάτι τέτοιο με τον ΦΠΑ δεν θα μπορούσε να γίνει γιατί είναι ο ίδιος για όλους.

«Και τελικά, ποιους στηρίζουν τα μέτρα;» Λέει η αντιπολίτευση για παράδειγμα «τον 13ο μισθό που μπορούσατε να τον δώσετε δεν τον δώσατε στους δημόσιους υπαλλήλους».
Δεν υπάρχει κανείς που να μην θέλει να δοθεί ο 13ος μισθός. Αλλά να λαμβάνουμε υπόψιν μας τα δεδομένα. Ο 13ος μισθός, από μόνος του, θα κόστιζε —σχεδόν— όσο όλα τα υπόλοιπα μέτρα μαζί και έτσι δεν θα περίσσευε σχεδόν τίποτα, ούτε για τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους νέους, τους συνταξιούχους. Το ΠΑΣΟΚ είπε στους πολίτες ότι το μέτρο αυτό κοστίζει 750 εκατ. ευρώ, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρώπης που υποχρεώνουν τις χώρες όταν παίρνουν ένα μέτρο να υπολογίζουν το μικτό δημοσιονομικό κόστος το οποίο είναι 1,5 δισ. (όπως αναφέρεται στη σελίδα 47 του European Commission Report on Public Finances in the EMU).

Αυτό σημαίνει ότι αφήσαμε έτσι τους δημόσιους υπαλλήλους; Όχι. Γιατί αφενός οι μισθοί τους αυξάνονται εδώ και τρία χρόνια κάθε 1η Ιανουαρίου, και αφετέρου οι φοροελαφρύνσεις που ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός τους αφορούν επίσης, αφού ισοδυναμούν με αυξήσεις μισθών. Για παράδειγμα, μια δημόσια υπάλληλος, μητέρα δύο παιδιών, θα δει να μειώνεται κατά έξι μονάδες ο φόρος εισοδήματος, άρα με λιγότερες κρατήσεις θα δει επιπλέον αύξηση στις αποδοχές της.

Δεν είναι, όμως, μόνο οι δημόσιοι υπάλληλοι. Η Κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός πήραν μια στρατηγική απόφαση να μοιράσουν δίκαια το πλεόνασμα που δημιουργήθηκε.

Τα μέτρα αυτά αφορούν ουσιαστικά όλους τους Έλληνες. Ιδιωτικούς και δημόσιους υπαλλήλους, γονείς, νέους, ελεύθερους επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενους, συνταξιούχους, αγρότες, την Περιφέρεια και τις ακριτικές περιοχές.

Στους πολύτεκνους (ιδιωτικούς ή δημoσίους υπαλλήλους) επιστρέφονται δύο μισθοί για κάθε εργαζόμενο γονέα — εάν εργάζονται και οι δύο σύζυγοι επιστρέφονται 4 μισθοί το χρόνο.

Όλοι οι συνταξιούχοι θα πάρουν αυξήσεις με βάση την εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης που καθορίζεται από το ΑΕΠ και τον πληθωρισμό. Όσοι το 2026 δεν θα έχουν προσωπική διαφορά, θα πάρουν το σύνολο της αύξησης· εάν υπάρχει ακόμα προσωπική διαφορά θα πάρουν το 50% και από το 2027 θα λαμβάνουν το σύνολο.

Επιπλέον, από τον Νοέμβριο —και κάθε χρόνο— δίνονται τα 250 ευρώ στους χαμηλοσυνταξιούχους, ενώ από τον Ιανουάριο θα έχουν αυξήσεις και από τους μειωμένους φορολογικούς συντελεστές.

Οι 70.000 νέοι με εισοδήματα από εργασία 20–25 ετών θα έχουν μηδενικό φόρο, ενώ οι 190.000 νέοι 26–30 ετών θα έχουν μειωμένο συντελεστή 9% (από 22%). Δηλαδή, ένας νέος εργαζόμενος με έσοδα 15.000 €/έτος γλιτώνει 1.000–2.500 € το χρόνο.

«Μήπως, όμως έχει γυρίσει η Κυβέρνηση “την πλάτη” στους ελεύθερους επαγγελματίες

Ως ελεύθερος επαγγελματίας κι εγώ, γνωρίζω ότι πράγματι χρειάζονται και άλλες κινήσεις στήριξης.

Δύο παραδείγματα:

Ένας νέος αυτοαπασχολούμενος μέχρι 25 ετών με εισόδημα 15.000 € μέχρι το 2019 είχε συντελεστή 22% (0–20.000 €) και όφειλε 3.300 €. Τώρα ο φόρος είναι μηδέν. Αν εργαζόταν ήδη μια πενταετία ως το 2019 ήταν επιβαρυμένος με το τέλος επιτηδεύματος (650 €) και την εισφορά αλληλεγγύης (66 €) τα οποία πλέον μηδενίστηκαν. Άρα το 2019 θα όφειλε 4.016 € και σήμερα μηδέν.

Αντίστοιχα, ένας 28χρονος αυτοαπασχολούμενος με εισόδημα 15.000 € πλήρωνε μέχρι το 2019 4.000 €. Τώρα ο φόρος θα φτάσει 1.350 € — γλιτώνει 2.650 € το χρόνο.

«Δεν ακούσαμε όμως λέξη για το στεγαστικό και την ακρίβεια»

Αρχικά το σύνολο της ομιλίας και της φορολογικής μεταρρύθμισης στοχεύει στην αύξηση εισοδήματος για να αντιμετωπιστεί το κόστος ζωής. Δέσμευσή μας είναι φτηνή και αξιοπρεπής στέγη για όλους.

Θεσπίσαμε χαμηλότερο συντελεστή 25% για εισοδήματα από ενοίκια στην κλίμακα 12.000–24.000 €. Αυτό είναι κίνητρο να δηλώνονται τα πραγματικά ενοίκια, ώστε μελλοντικά να υπάρξουν περαιτέρω μειώσεις φορολογίας ακινήτων.

Παράλληλα, προχωρά η ανέγερση 2.000 διαμερισμάτων σε εκτάσεις πρώην στρατοπέδων (τα 1.500 για πολίτες χωρίς πρώτη κατοικία, τα υπόλοιπα για στελέχη Ενόπλων Δυνάμεων), ενώ από το 2026 μειώνεται ο ΕΝΦΙΑ στο μισό και από το 2027 καταργείται σε χωριά κάτω των 1.500 κατοίκων. Σε συνέχεια των προγραμμάτων ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ, Ανακαινίζω–Νοικιάζω, των φοροαπαλλαγών για μετατροπή βραχυχρόνιων σε μακροχρόνιες μισθώσεις και των μέτρων για την κοινωνική αντιπαροχή.

Δύο ήταν τα διαχρονικά παράπονα των πολιτών: οι δυσβάσταχτοι φόροι και οι ανεπαρκείς αντιπαροχές από το κράτος. Πλέον, οι μειωμένοι φόροι μαζί με τους πόρους από την ΕΕ κατευθύνονται σε σχολεία (πρόγραμμα «Μαριέττα Γιαννάκου»), ψηφιακές υπηρεσίες, ενίσχυση ΕΣΥ, νοσοκομεία και κέντρα υγείας, πολιτική προστασία (drones), προληπτικές εξετάσεις, διαδραστικούς πίνακες, νέες προσλήψεις (εκπαιδευτικοί, πυροσβέστες), και υπηρεσίες όπως το Panic Button και η πλατφόρμα stop-bullying.

Έχουμε ακόμα πολλή δουλειά. Όσο η χώρα εκπέμπει σταθερότητα και ισχυροποιείται, οι πολίτες θα παίρνουν πίσω όσα στερήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια.