Το μακελειό στη χριστουγεννιάτικη αγορά του Μαγδεμβούργου επανέφερε μεν τον φόβο που είχε βιώσει η Γερμανία μετά το αντίστοιχο χτύπημα στο Βερολίνο, το 2016, αλλά, με δεδομένο ότι η χώρα βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο, είναι βέβαιο ότι θα έχει και πολιτικές προεκτάσεις.
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Οι πρώτες προσπάθειες για την εργαλειοποίηση της υπόθεσης έγιναν μάλιστα μέσω των social media λίγες ώρες μετά την επίθεση, καθώς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατακλύστηκαν από fake news αναφορικά με τους δράστες της επίθεσης και το μέγεθος των απωλειών.
Πίσω από αυτή την οργανωμένη παραπληροφόρηση αποδείχθηκε ότι ήταν ένας γνωστός Αυστριακός εθνικιστής και μαζί στελέχη του AfD, του ακροδεξιού κόμματος της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία», που ενισχύει διαρκώς τα ποσοστά του στις δημοσκοπήσεις και είναι πολύ πιθανό να βρίσκεται ακόμη και στη δεύτερη θέση στις προσεχείς ομοσπονδιακές εκλογές του Φεβρουαρίου.
Η πραγματικότητα, ωστόσο, ήταν εντελώς διαφορετική και γρήγορα αποδείχθηκε πως ο φερόμενος ως δράστης της επίθεσης, που συνελήφθη, και κατάγεται από τη Σαουδική Αραβία, αλλά εγκαταστάθηκε στη Γερμανία το 2006, είχε εκφράσει τον θαυμασμό του για το AfD.
Μολαταύτα, τα στελέχη του ακροδεξιού κόμματος είχαν σπεύσει να δηλώσουν πως μόνο εκείνοι θα είχαν προχωρήσει στην απέλαση του συγκεκριμένου ανθρώπου και άδραξαν την ευκαιρία για να κατηγορήσουν τους μετανάστες και να ζητήσουν το κλείσιμο των συνόρων.
Ενα ζήτημα που μοιραία θα κυριαρχήσει από εδώ και στο εξής στην προεκλογική ατζέντα, με το AfD να εγκαλεί ανοιχτά για τη διαχείριση του μεταναστευτικού τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις της Γερμανίας, ήτοι τους Σοσιαλδημοκράτες, τους Χριστιανοδημοκράτες, τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους.
Τα πράγματα έγιναν ωστόσο ακόμη πιο περίπλοκα από τη στιγμή που κυκλοφόρησε η πληροφορία πως η κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας είχε ενημερώσει τη γερμανική κυβέρνηση για τον φερόμενο ως δράστη και για το γεγονός ότι αποτελεί απειλή για τη δημόσια ασφάλεια.
Την πληροφορία αυτή αξιοποίησε μάλιστα η Σάρα Βάγκενκνεχτ και το νεοσύστατο κόμμα της, το οποίο προέρχεται μεν από τη διάσπαση της Αριστεράς (Die Linke), αλλά έχει σκληρές θέσεις στο μεταναστευτικό. Συγκεκριμένα, επιτέθηκε στην υπουργό Εσωτερικών, Νάνσι Φέζερ, και τους Σοσιαλδημοκράτες του απερχόμενου καγκελάριου, Ολαφ Σολτς, για την αδράνεια των γερμανικών αρχών και ζήτησε «ένα πειστικό σχέδιο ασφαλείας με σαφή εστίαση στην προστασία του πληθυσμού».
Το προβάδισμα των Χριστιανοδημοκρατών στις δημοσκοπήσεις και η προοπτική της δημιουργίας ενός «μεγάλου συνασπισμού» με τους Σοσιαλδημοκράτες θεωρείται, συνεπώς, βέβαιο ότι θα φέρει στο προσκήνιο της προεκλογικής αντιπαράθεσης το ζήτημα της εσωτερικής ασφάλειας και της μετανάστευσης.
Τούτο συνέβη άλλωστε και στις πρόσφατες εκλογές στα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας (Θουριγγία, Σαξονία, Βρανδεμβούργο), όπου διόλου τυχαία ήταν η υψηλότατη ιστορικά επίδοση που κατέγραψε το AfD, εντείνοντας το αντιμεταναστευτικό ρεύμα που έχει αρχίσει ήδη να δημιουργείται τα τελευταία χρόνια σε ολόκληρη τη Γερμανία. Με τους πολίτες μάλιστα στις δημοσκοπήσεις να επιρρίπτουν ευθύνες στην (εκάστοτε) κυβέρνηση και τους πολιτικούς, ρίχνοντας ακόμη περισσότερο νερό στον μύλο της ακροδεξιάς.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι, παρά τις έντονες αντιδράσεις, ο Ίλον Μασκ δήλωσε ανοιχτά τη στήριξή του στο AfD εν όψει των επερχόμενων εκλογών, προβαίνοντας σε μια πρωτοφανή ανάμειξη στα εσωτερικά της Γερμανίας αφού δεν μιλά πλέον (μόνο) ως ιδιώτης ή ως εκκεντρικός εκατομμυριούχος που σχολιάζει στη σφαίρα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά αποτελεί υπουργό της διοίκησης Τραμπ στις ΗΠΑ. Προχωρώντας μάλιστα ένα βήμα παραπέρα, χαρακτήρισε «ανίκανο» και «ανόητο» τον Σολτς και ζήτησε την παραίτησή του.
Υπάρχει όμως και άλλος ένας φόβος ενόψει των ομοσπονδιακών εκλογών, ο οποίος συνδέεται άμεσα (και) με το φονικό περιστατικό στο Μαγδεμβούργο και δεν είναι άλλος από αυτόν της παραπληροφόρησης από δίκτυα που πρόσκεινται στη Μόσχα. Κάτι τέτοιο ενδέχεται βέβαια να οδηγήσει σε άλλες ατραπούς και συγκεκριμένα στον αυστηρότερο έλεγχο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οπότε και σ’ αυτή την περίπτωση θα υπάρξουν αντιδράσεις που είναι πολύ πιθανό να έχουν αντίκτυπο στην εκλογική αναμέτρηση του Φεβρουαρίου.