Με δύο σημαντικές ενστάσεις από πλευράς τραπεζών, μπαίνει στην τελική ευθεία η ολοκλήρωση του νέου πτωχευτικού νόμου που θα συμφωνηθεί τις επόμενες ημέρες κατόπιν διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης με τους Θεσμούς.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Capital.gr, η Ελληνική Ένωση Τραπεζών θα αποστείλει σήμερα στο Υπουργείο Οικονομικών τις τελικές της θέσεις στο ένατο (!) προσχέδιο του νόμου, ο οποίος αναμένεται να ψηφιστεί μέσα στον Ιούλιο.
Στην τελική πρόταση των τραπεζών διατυπώνονται δύο καίριες ενστάσεις για τη διαμόρφωση του νέου νόμου, οι οποίες συνδέονται τόσο με την διασφάλιση ότι αυτός δεν θα χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά από στρατηγικούς κακοπληρωτές, όσο και με την επίπτωση που θα έχει για τους επενδυτές που έχουν αγοράσει ελληνικά κόκκινα δάνεια.
Αν και οι διαβουλεύσεις των τραπεζών με την κυβέρνηση έχουν ολοκληρωθεί, επιτυγχάνοντας σύγκλιση σε πολλά σημεία, αλλά όχι την πλήρη συμφωνία, και ο νέος πτωχευτικός νόμος θα κριθεί πλέον σε πολιτικό επίπεδο, οι θέσεις που διατυπώνουν οι τράπεζες θα έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα για την τελική διαμόρφωση του νόμου.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, τα δύο κρίσιμα θέματα έχουν να κάνουν α) με τη λειτουργία του κρατικού φορέα που θα αποκτά τα ακίνητα των ευάλωτων οφειλετών που θα πτωχεύουν, και β) με την πλήρη απαλλαγή του οφειλέτη από το χρέος μετά την πτώχευση. Ειδικότερα:
Ο κρατικός φορέας για τα ακίνητα
α) Οι τράπεζες εφιστούν την προσοχή στα κριτήρια που θα ορίσουν το εύρος κάλυψης οφειλετών που θα πτωχεύουν για απόκτηση της πρώτης κατοικίας τους από τον κρατικό φορέα. Αν και οι τράπεζες δεν επιβαρύνονται με το συγκεκριμένο μέτρο και δεν έχουν αντίρρηση στη δημιουργία του κρατικού φορέα, εντούτοις επισημαίνουν ότι ο κρατικός φορέας θα συσταθεί και θα λειτουργεί με χρήματα των φορολογούμενων. Επομένως, τα κριτήρια προστασίας θα πρέπει να είναι αυστηρά γιατί σε διαφορετική περίπτωση, θα δίνουν κίνητρο σε πτωχεύσαντες που έχουν άδηλους πόρους και είναι εύποροι, να καταχρώνται την ουσία του νόμου.
Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες θεωρούν απαράδεκτα υψηλά τα κριτήρια προστασίας που έχει προτείνει η κυβέρνηση και που όπως αναφέρουν, καλύπτουν συνολικά προστατευόμενη αντικειμενική αξία της πρώτης κατοικίας που φτάνει τα 460.000 ευρώ. Οι τράπεζες θεωρούν ότι η προστατευόμενη αξία της πρώτης κατοικίας πρέπει να είναι κάτω από τις 100.000 ευρώ. Σημειώνεται ότι στις ρυθμίσεις για την προστασία της πρώτης κατοικίας που γίνονται ηλεκτρονικά μέσω της πλατφόρμας του νόμου 4605/2019, η μέση αξία της κύριας κατοικίας που προστατεύεται διαμορφώνεται στις 79,6 χιλ. ευρώ.
Τα κριτήρια με τα οποία ο κρατικός φορέας θα αγοράζει τα ακίνητα πτωχευσάντων, είναι αποκλειστικά θέμα πολιτικής της κυβέρνησης και δεν αφορούν ή επηρεάζουν ούτε τις τράπεζες, ούτε τις εταιρείες διαχείρισης, ούτε και τους επενδυτές. Ωστόσο, επειδή θα υπάρξει δημοσιονομικό κόστος, είναι δεδομένο ότι οι Θεσμοί θα επιμείνουν ιδιαίτερα ώστε το κόστος αυτό να καλύπτει μόνο τους πραγματικά ευάλωτους.
Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο το θέμα της λειτουργίας, όσο και το θέμα της χρηματοδότησης του κρατικού φορέα, παραμένουν ανοιχτά. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η κυβέρνηση θα επιδιώξει τη χρηματοδότηση του φορέα από τον ιδιωτικό τομέα και το Δημόσιο θα παρέχει εγγυήσεις.
Η αυτόματη απαλλαγή του οφειλέτη
β) Οι τράπεζες διατυπώνουν επίσης σοβαρές επιφυλάξεις (και επ΄ αυτού έχουν άμεσο ενδιαφέρον οι ίδιες ως πιστωτές, αλλά και οι επενδυτές που έχουν αγοράσει χαρτοφυλάκια μη εξυπηρετούμενων δανείων χωρίς εξασφαλίσεις) για την απαλλαγή του οφειλέτη μετά την πτώχευση. Όπως εκτιμούν, η ρευστοποίηση της ακίνητης περιουσίας δεν μπορεί να απαλλάσσει πλήρως τον οφειλέτη από το χρέος στην περίπτωση που αυτός έχει εισοδήματα. Θα πρέπει, όπως αναφέρουν, στο διάστημα της τριετίας που μεσολαβεί από την κήρυξη της πτώχευσης μέχρι ο οφειλέτης να επανέλθει ξανά στην οικονομική δραστηριότητα, αυτός να καταβάλλει στους πιστωτές του ό,τι εισόδημα έχει πέραν αυτού που χρειάζεται για την κάλυψη των εύλογων δαπανών του.
Οι τράπεζες επισημαίνουν την ανάγκη να υπάρχει σύνδικος της πτώχευσης που να λειτουργεί ως δικλείδα ασφαλείας και να καθορίζει αυτός, ποιο είναι το ποσό που μπορεί να πληρώνει ο οφειλέτης στους πιστωτές του. Επιμένουν δε στο σημείο αυτό, διότι σε διαφορετική περίπτωση δημιουργείται μεγάλο “παράθυρο” για τη “μαύρη Οικονομία” και τους άδηλους πόρους που μπορεί να έχουν οφειλέτες που θα κηρυχθούν πτωχοί, αλλά στην πραγματικότητα (και αυτό θα μπορούν να το αποδείξουν οι τράπεζες) διάγουν πλούσιο βίο.