Η έκρηξη στο λιμάνι δεν σκιάζει μόνο το μέλλον της Βηρυτού. Χτύπησε μουσεία και ιστορικά κτίρια παραδοσιακής αρχιτεκτονικής καταστρέφοντας ό,τι είχε απομείνει από το ένδοξο παρελθόν της πρωτεύουσας του Λιβάνου.
Γνωστά για τα παράθυρά τους με τα τριπλά τόξα, τυπικά της Βηρυτού, εκατοντάδες αρχιτεκτονικά κοσμήματα που χρονολογούνται από την εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας ή της γαλλικής εντολής (1920-1943) είχαν ήδη υποστεί την φθορά του χρόνου.
Αφού δοκιμάσθηκαν κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου (1975-1990), η χαριστική βολή δόθηκε την περασμένη Τρίτη (4/8) από την έκρηξη που ισοδυναμούσε με σεισμό 3,3 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ και το καταστροφικό ωστικό κύμα που σάρωσε το κέντρο της πρωτεύουσας του Λιβάνου.
Ορισμένα από τα παλαιότερα οικοδομήματα βρίσκονται κοντά στο λιμάνι, όπου εξερράγησαν οι τόνοι του νιτρικού αμμωνίου που ήταν αποθηκευμένο εκεί εδώ και μία δεκαετία.
Στο μέγαρο που κάποτε ήταν γνωστό ως «Palais de la Résidence» και χρονολογείται στον 18ο αιώνα, η έκρηξη κατέστρεψε αρχαιότητες παλαιότερες από τον ίδιο τον Λίβανο, που γιορτάζει φέτος τα εκατό χρόνια της ίδρυσής του.
Στο αρχοντικό που είναι διακοσμημένο με μαρμάρινους κίονες, πόρτες ξεριζώθηκαν, ξύλινες επενδύσεις με καλλιγραφικές εγγραφές που χρονολογούνται από την εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας καταστράφηκαν, βιτρό ηλικίας 200 ετών θρυμματίστηκαν.
«Είναι σαν βιασμός», λέει η Tania Ingea, η κληρονόμος του αρχοντικού.
Το παλάτι κτίσθηκε από μία από τις επτά πλουσιότερες οικογένειες της Βηρυτού, την ελληνορθόδοξη οικογένεια Sursock με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη και επιβίωσε του εμφυλίου πολέμου και του καταστροφικού πολέμου το 2006 ανάμεσα στην Χεζμπολάχ και το Ισραήλ.
«Με την έκρηξη, υπάρχει τώρα ρήγμα ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν. Είναι ένα ρήγμα στην μετάδοση της μνήμης ενός τόπου, μίας οικογένειας, ενός τμήματος της ιστορίας της Πόλης», λέει η σημερινή του ιδιοκτήτρια.
Τρύπες που χάσκουν
Πολύ κοντά, το μουσείο Sursock, επίκεντρο της πολιτιστικής ζωής της Βηρυτού που στεγάζει μία εντυπωσιακή συλλογή σύγχρονης τέχνης, δεν έμεινε αλώβητο. Μόλις πριν από λίγους μήνες είχε υποδεχθεί μία ανέκδοτη έκθεση Picasso.
Τώρα, σακιά με συντρίμμια είναι σωριασμένα στην αυλή, στη βάση της μνημειώδους σκάλας όπου οι νεόνυμφοι έρχονταν για να φωτογραφηθούν, με φόντο την κατάλευκη πρόσοψη με τα πολύχρωμα βιτρό.
Αυτά τα περίφημα βιτρό καταστράφηκαν και τα παράθυρα δεν είναι πια παρά τρύπες που χάσκουν.
Το παλάτι κτίσθηκε το 1912 και είναι δείγμα βενετσιάνικης και οθωμανικής αρχιτεκτονικής. Πενήντα χρόνια αργότερα, έγινε μουσείο κατά την επιθυμία του ιδιοκτήτη του Nicholas Sursock, γνωστού συλλέκτη έργων τέχνης.
Εκπρόσωπος του μουσείου δήλωσε ότι 20 έως 30 έργα έχουν υποστεί ζημιές, κυρίως από θραύσματα γυαλιών που εκτοξεύθηκαν κατά την έκρηξη.
Ανάμεσά τους, ένα από τα πολυτιμότερα έργα της συλλογής: το πορτρέτο του Nicholas Sursock φιλοτεχνημένο από το γαλλο-ολλανδό Kees Van Dongen.
Το μουσείο άνοιξε και πάλι το 2015, έπειτα από οκτώ χρόνια ανακαίνισης. Ο αρχιτέκτονας που ηγήθηκε των εργασιών διαβεβαιώνει ότι το ίδιο το οικοδόμημα δεν έχει υποστεί ζημιές. Οι εργασίες αποκατάστασης θα χρειασθούν περισσότερο από έναν χρόνο και θα κοστίσουν «εκατομμύρια δολάρια».
Πριν να έρθει ο χειμώνας
Μέσα στην καταστροφή, και ένα θαύμα: το εθνικό μουσείο – που φιλοξενεί τεράστια συλλογή αγαλμάτων και ελληνικών, ρωμαϊκών και φοινικικών αρχαιοτήτων, γλίτωσε την καταστροφή. Σύμφωνα με τον υπουργό Πολιτισμού Αμπάς Μορτάντα, μόνο η πρόσοψη έχει υποστεί ζημιές.
Το εθνικό μουσείο βρέθηκε επάνω στην διαχωριστική γραμμή κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Το νεοελληνιστικού στιλ κτίριο βρέθηκε παγιδευμένο ανάμεσα στα αντίπαλα πυρά.
Τα πολυτιμότερα εκθέματα του μουσείου σώθηκαν από τις λεηλασίες χάρις στην πρόνοια του συντηρητή Maurice Chéhab, ο οποίος τα έκρυψε μέσα σε μπετόν.
Σήμερα, εκατοντάδες κτίρια που ανήκουν στην εθνική κληρονομιά του Λιβάνου έχουν υποστεί ζημιές, βεβαιώνει ο υπουργός Πολιτισμού. «Θα χρειαστεί πολλή δουλειά».
Μία ομάδα προχωρεί ήδη σε αξιολόγηση των ζημιών, αλλά η αποκατάσταση θα κοστίσει «εκατοντάδες εκατομμύρια» δολάρια, λέει ο υπουργός, ελπίζοντας σε βοήθεια από το εξωτερικό και κυρίως από το Παρίσι.
«Πρέπει να προχωρήσουμε στις εργασίες αποκατάστασης το συντομότερο δυνατόν. Αν φτάσει ο χειμώνας και δεν έχουν ολοκληρωθεί, ο κίνδυνος θα είναι μεγάλος».