Τα πάει πολύ καλά, ενώ η πολιτική του στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων αποδίδει με το παραπάνω. Ο Λευτέρης Αυγενάκης, βουλευτής Ηρακλείου, πρώην γραμματέας της Πολιτικής Επιτροπής της Νέας Δημοκρατίας και πρώην υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, ταξιδεύει συνεχώς σε όλα τα μήκη και πλάτη της εθνικής επικράτειας, συνομιλώντας με τους αγρότες, τους κτηνοτρόφους, τους αλιείς και τους μελισσοκόμους. Και κοιτά τους ανθρώπους της πρωτογενούς παραγωγής στα μάτια, καθώς επί των ημερών του έγιναν και γίνονται μεγάλες και επιτυχείς προσπάθειες από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας για τη στήριξή τους, αλλά και την ώθησή τους προς το επιχειρείν. Εξ ου και το ότι κάποιοι εκ της αντιπολιτεύσεως προσπαθούν τον τελευταίο καιρό συστηματικά –αλλά και μάταια– να τον πλήξουν.
Η γνωστοποίηση πως η απορρόφηση της χρηματοδότησης του πρωτογενούς τομέα από το Ταμείο Ανάκαμψης ανήλθε στα 191 εκατ. ευρώ ικανοποίησε το Μέγαρο Μαξίμου. Αλλά, για να φτάσουμε εδώ, κάποιοι εργάζονται σκληρά νυχθημερόν και στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων γίνεται πάρα πολλή δουλειά. Ο Λευτέρης Αυγενάκης μεταβαίνει συχνά στις Βρυξέλες και πήγε εκ νέου στις 27 Μαΐου, προκειμένου να συμμετάσχει στο Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας και Αλιείας. Εκεί, συνέχισε να μάχεται για την προώθηση των συμφερόντων των παραγωγών μας στον νέο Κανονισμό της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) που προ ημερών τέθηκε μεν σε ισχύ, αλλά επιδέχεται περαιτέρω βελτίωσης. Ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης ζητά τώρα από τις Βρυξέλλες την διά αποφασιστικών δράσεων προστασία των παραγωγών της «γηραιάς ηπείρου» από εισαγωγές, τονίζοντας πως συμφωνεί «για μια πιο φιλόδοξη προσέγγιση όσον αφορά στην επισήμανση της χώρας καταγωγής, μέσα από μια παράλληλη συνεκτίμηση των αναγκών των παραγωγών, των μεταποιητών και της βιομηχανίας τροφίμων… Οποιαδήποτε διάκριση, είτε αφορά στην ποιότητα είτε αφορά στην τιμή, είναι απαράδεκτη. Δεν υπάρχουν καταναλωτές δεύτερης κατηγορίας στην Ευρώπη. Ολοι οι πολίτες της Ενωσης πρέπει να έχουν πρόσβαση σε προϊόντα της ίδιας ποιότητας και τιμής».
Γεωργικά σχολεία
Ο Λευτέρης Αυγενάκης, σε συνεργασία με το υπουργείο Παιδείας, προωθεί το όραμά του για τη δημιουργία τεσσάρων γεωργικών σχολείων στην Κρήτη (στη Μεσαρά), στη Θεσσαλία, στην Πελοπόννησο και στην Κεντρική Μακεδονία. Και βλέπει μπροστά, προνοώντας για τη μεταρρύθμιση και την ανάπτυξη. Μιλώντας στα εγκαίνια αρδευτικού έργου στην Ηράκλεια Φθιώτιδας, υπογράμμισε πως με την κατασκευή του εν λόγω φράγματος «σηματοδοτείται η προσπάθεια της κυβέρνησης να εφαρμοστεί για πρώτη φορά στη χώρα μας μια ολιστική εθνική στρατηγική διαχείρισης νερού και υδατικών πόρων της Ελλάδας». Και τόνισε πως υλοποιούνται εμβληματικές επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό των δικτύων άρδευσης σε όλη την επικράτεια, ενώ μέσω ΣΔΙΤ προωθούνται έργα ύψους τεσσάρων δισ. ευρώ, εκ των οποίων μάλιστα τα πρώτα έξι είναι σε εξέλιξη.
Επί των ημερών του Λευτέρη Αυγενάκη, οι έξι ελληνικές προτάσεις τεχνικής βελτίωσης –που κατατέθηκαν σε χρόνο-μηδέν– για την αναθεώρηση της ΚΑΠ πέρασαν όλες, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης για την αγρανάπαυση. Οι συμμαχίες που συγκρότησε η Ελλάδα με δική της πρωτοβουλία με άλλες εννέα ευρωπαϊκές χώρες στα θέματα της αγροτικής πολιτικής ισχυροποίησαν στο μέγιστο την παρέμβαση της Αθήνας. Εξ ου και οι αλλαγές που έγιναν «εν κινήσει» (για πρώτη φορά) στην ΚΑΠ. Η δυναμική αγροτική διπλωματία της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας φέρνει απτά αποτελέσματα. Μέσω του ΟΠΕΚΕΠΕ καταβλήθηκαν εγκαίρως στους δικαιούχους 785 εκατ. ευρώ, ενώ η εξυγίανση του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων προχωρά με γρήγορους ρυθμούς. Μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους θα ολοκληρωθούν οι διαδικασίες για την εφαρμογή του νέου κανονισμού του ΕΛΓΑ, ενώ τομή συνιστά και η δημιουργία αγροτικών τμημάτων στα επιμελητήρια.
Η μάχη συνεχίζεται
Οι μάχες που πρέπει να δοθούν βέβαια είναι ακόμα πολλές, αλλά η αποφασιστικότητα του Λευτέρη Αυγενάκη να προχωρήσει είναι εμφανής. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας υπερασπίζεται σε διαχρονικό επίπεδο σθεναρά τα συμφέροντα των Ελλήνων αγροτών, κτηνοτρόφων και αλιέων. Και ζητά από τις Βρυξέλλες να υπάρχει η δυνατότητα από τους δύο πυλώνες να μεταφέρονται χρήματα, ώστε να ενισχυθεί η απορροφητικότητα. Από τη δική της πλευρά, η ευρωπαϊκή Αριστερά έχει στοχοποιήσει τον πρωτογενή τομέα στη «γηραιά ήπειρο», αδυνατώντας να συνειδητοποιήσει πως η αγροτική ανάπτυξη και η πολιτική για την προστασία του περιβάλλοντος στην εποχή της κλιματικής κρίσης πρέπει και μπορούν να συνυπάρξουν και να συμπορευτούν αρμονικά.