Υπάρχουν πολιτικοί που ζουν για την αποδοχή. Και υπάρχουν ηγέτες που πορεύονται με πυξίδα τις αρχές τους – όχι τη δημοφιλία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Δεν σκύβει το κεφάλι σε κανέναν. Ούτε σε απειλές, ούτε σε εκβιασμούς, ούτε σε κραυγές. Για αυτό τον πολεμάνε λυσσαλέα.
Το απέδειξε στην κρίση του Έβρου, το 2020, όταν η Ελλάδα βρέθηκε απέναντι σε μία καλά οργανωμένη υβριδική επιχείρηση από την Τουρκία. Ο Ερντογάν έστειλε χιλιάδες ανθρώπους ως «πολιορκητικό κριό» στα σύνορά μας. Και ο Μητσοτάκης δεν υπέκυψε. Όρθωσε τείχος. Κυριολεκτικά και θεσμικά. Η Ελλάδα δεν λύγισε. Έδειξε πως έχει κράτος και ηγέτη.
Το ίδιο καλοκαίρι, όταν το Oruc Reis αμφισβήτησε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στο Αιγαίο, ο Μητσοτάκης δεν έσκυψε το κεφάλι. Δεν υποχώρησε, δεν εκβιάστηκε, δεν παρασύρθηκε σε ανώφελες κινήσεις εντυπωσιασμού. Ενίσχυσε τις διεθνείς συμμαχίες της χώρας, απομόνωσε διπλωματικά την Άγκυρα και έδειξε ότι η Ελλάδα δεν διαπραγματεύεται υπό πίεση.
Ούτε στους εσωτερικούς εκβιασμούς υπέκυψε. Στην υπόθεση Κουφοντίνα, δεν ενέδωσε στον συναισθηματικό εκβιασμό που του ζητούσε να κάνει εξαίρεση για έναν καταδικασμένο τρομοκράτη. Δεν έσκυψε το κεφάλι στους αυτόκλητους υπερασπιστές της «ανθρωπιάς» με επιλεκτική ευαισθησία. Προστάτευσε τη Δημοκρατία με σταθερότητα.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία, δεν άκουσε τις σειρήνες του «ουδέτερου παρατηρητή». Δεν έσκυψε το κεφάλι στον Πούτιν. Πήρε θέση με θάρρος, με κόστος. Στο πλευρό των συμμάχων, στο πλευρό της ελευθερίας.
Το ίδιο έκανε και εντός Ελλάδας. Δεν άφησε κανέναν ολιγάρχη να καθορίσει την πολιτική της κυβέρνησης. Δεν συναλλάχθηκε, δεν υποτάχθηκε. Δεν έδωσε χώρο ούτε σε εσωκομματικά «φαντάσματα» που φαντάζονταν εαυτούς σκιώδεις πρωθυπουργούς. Ήταν και παρέμεινε ο μόνος με εντολή από τον ελληνικό λαό.
Και όμως – υπήρξε μία και μόνο στιγμή που έσκυψε το κεφάλι. Μπροστά στις οικογένειες των θυμάτων των Τεμπών. Μπροστά στον ανθρώπινο πόνο. Όχι από αδυναμία, αλλά από σεβασμό. Όχι ως πολιτικός, αλλά ως άνθρωπος.
Και επειδή ήταν η μοναδική φορά που το έκανε, κάποιοι βρήκαν την ευκαιρία να τον χτυπήσουν. Όχι γιατί τους ένοιαζαν τα θύματα, αλλά γιατί είδαν ρωγμή στο τείχος. Όμως ακόμα και τότε, η στάση του δεν ήταν φυγή. Ήταν αναγνώριση. Ήταν το πιο ανθρώπινο «συγγνώμη» που έχει ακουστεί από τα χείλη πρωθυπουργού.
Μεθοδευμένα, επιχείρησαν να μετατρέψουν τον θρήνο σε όπλο. Κυκλοφόρησαν σενάρια, διακίνησαν θεωρίες συνωμοσίας. Άλλοι υπέδειξαν ανύπαρκτους «σκοτεινούς μηχανισμούς», άλλοι άφησαν υπαινιγμούς για «κρατική συγκάλυψη». Χτύπησαν εκεί που ήξεραν ότι πονούσε. Όχι για να αποδοθεί δικαιοσύνη, αλλά για να ρίξουν λάσπη.
Γιατί τον φοβούνται. Γιατί δεν σκύβει το κεφάλι. Γιατί δεν ελέγχεται. Και όποιος δεν ελέγχεται, πρέπει –για κάποιους– να εξοντωθεί πολιτικά.
Αυτό είναι το τίμημα της σταθερότητας σε ταραγμένους καιρούς. Να είσαι όρθιος, όταν όλοι γύρω σου γονατίζουν – και να σε χτυπούν γι’ αυτό.