«Η τεχνολογία των αρχών του αιώνα είναι απαρχαιωμένη σε σύγκριση με την τεχνολογία της δεκαετίας που διανύουμε. Πώς διασφαλίζουμε ότι η Ελλάδα θα έχει όλα τα πλεονεκτήματα της προόδου; Πώς θα εξασφαλίσουν όλοι οι πολίτες δίκαιο μέρισμα στα οφέλη της τεχνολογικής εξέλιξης; Πώς θα αποφύγουμε να σχηματιστούν νέες διχοτομήσεις, νέες ανισότητες και νέα μονοπώλια; Δρούμε σε αυτή την κατεύθυνση με πρωτοβουλίες εθνικές και ευρωπαϊκές. Προχωρούμε με γνώμονα την αρχή ότι η τεχνολογία δεν είναι μόνο γραμμές από κώδικα και εξοπλισμός».
Αυτά αναφέρει ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Κυριάκος Πιερρακάκης, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Βήμα της Κυριακής 23. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά «πλαισιώνουμε τις γραμμές κώδικα από νόμους και θεσμούς που εξασφαλίζουν ότι ο κώδικας της τεχνολογίας θα λειτουργήσει προς όφελος της κοινωνίας. Στην τεχνολογική εξέλιξη κατέχει αποφασιστικό ρόλο η ρυθμιστική πολιτική και ο τρόπος και ο χρόνος της ρύθμισης συνιστούν κρίσιμες παραμέτρους».
Ο υπουργός τονίζει στο άρθρο ότι «σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχει το λεγόμενο “δίλημμα του Collingridge”: αν ρυθμίσεις πρόωρα την τεχνολογία μπορεί να πνίξεις την καινοτομία. Αν ρυθμίσεις πάρα πολύ αργά, μπορεί να μην έχει κανένα νόημα η ρύθμιση. Πρέπει, συνεπώς, να εντοπίσεις τη χρυσή τομή».
Σχετικά με τη συμμετοχή μας στην ΕΕ ο κ. Πιερρακάκης επισημαίνει ότι «ωφελεί τη χώρα και μέσα από την ισότιμη συμμετοχή στο ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο. Η ΕΕ έχει πλέον θεμελιώσει τον ρόλο της ως παγκόσμια ρυθμιστική υπερδύναμη, κάτι που απέδειξε με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (GDPR). Στην Ελλάδα ο εν λόγω Κανονισμός εξειδικεύτηκε και συμπληρώθηκε περαιτέρω σε επιμέρους σημεία με τον νόμο 4624/2019 και ήδη επηρεάζει τον σχεδιασμό των τεχνολογικών συστημάτων».
Μάλιστα, διευκρινίζει ότι ο πολίτης βρίσκεται στο επίκεντρο των νέων σχεδιασμών καθότι η προστασία των δεδομένων του συνιστά κύρια παράμετρο. «Στην ψηφιακή εποχή η ελευθερία και τα ατομικά δικαιώματα ταυτίζονται με την προστασία των ατομικών δεδομένων» και συνεχίζει σημειώνοντας ότι «ο κόσμος περνά σταδιακά από την 3η Βιομηχανική Επανάσταση που είναι η απλή ψηφιοποίηση στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση που είναι η σύγκλιση της ψηφιακής με τη φυσική και τη βιολογική σφαίρα. Σε αυτό το πλαίσιο η ΕΕ θεμελιώνει με τέσσερα βασικά νομοθετικά κείμενα το πώς θα συντελεστεί η τεχνολογική εξέλιξη. Είναι αναπόφευκτο ότι η τεχνολογία και οι μεγάλες επιχειρήσεις τεχνολογίας θα εξελίσσονται διαρκώς επιτελώντας άλματα. Το ζητούμενο είναι να μη σχηματίζονται μονοπώλια, να διασφαλίζεται ο μεταξύ τους ανταγωνισμός και οι πολλές επιλογές για τους πολίτες που χρησιμοποιούν τις προσφερόμενες υπηρεσίες. Η τεχνολογική επανάσταση πρέπει να συμβαδίζει με μια εξίσου γρήγορη και δυναμική κοινωνική επανεφεύρεση των όρων της συνύπαρξής μας με τις νέες τεχνολογίες».
Όπως αναφέρει στο άρθρο του ο υπουργός «τα δύο θεμελιώδη κείμενα σε ό,τι αφορά τις Αγορές και τις Υπηρεσίες είναι το Digital Markets Act και το Digital Services Act – Πράξη Ψηφιακών Αγορών και Πράξη Ψηφιακών Υπηρεσιών. Αυτά τα κείμενα αφορούν κατά βάση τους τεχνολογικούς κολοσσούς, την Google, τη Facebook, την Amazon, τη Microsoft και εστιάζουν στην αποφυγή δημιουργίας μονοπωλίων και στη δημιουργία ανοιχτών οικοσυστημάτων δεδομένων και πληροφοριών εντός των πλατφορμών. Ο στόχος είναι να μην επιτραπεί η καθήλωση του πολίτη-χρήστη σε μια συγκεκριμένη πλατφόρμα. Να μπορεί ο πολίτης να είναι κύριος των δεδομένων του και όχι η πλατφόρμα. Η διαφάνεια και η λογοδοσία βρίσκονται στο επίκεντρο της Digital Markets Act. Οι μεγάλες τεχνολογικές πλατφόρμες θα έχουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις και απαγορεύσεις έτσι ώστε και οι μικρότερες πλατφόρμες (στην Ευρώπη λειτουργούν περίπου 10.000 μικρομεσαίες πλατφόρμες) να μπορούν να διεκδικούν μερίδιο αγοράς».
Προσθέτει μάλιστα ότι «παράλληλα, η Digital Services Act αντιμετωπίζει το πρόβλημα της παραπληροφόρησης απαγορεύοντας παραπλανητικές πρακτικές και συγκεκριμένα είδη στοχευμένης διαφήμισης, όπως τη στόχευση παιδιών και τις διαφημίσεις που βασίζονται σε ευαίσθητα δεδομένα. Αυτή είναι η φιλοσοφία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που αντανακλάται στο αποτέλεσμα που προέκυψε έπειτα από ενδελεχείς συζητήσεις και διαπραγματεύσεις όλων των κρατών-μελών, με ενεργό συμμετοχή της Ελλάδας στις ομάδες εργασίας. Η Data Governance Act (Πράξη Διακυβέρνησης Δεδομένων), το τρίτο κείμενο, ρυθμίζει το πώς διαχειριζόμαστε τα δεδομένα μας με ισχύουσες πάντα τις μέριμνες του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων και πώς, για παράδειγμα, δημιουργούμε ενάρετους κύκλους χρήσης δεδομένων. Συγκεκριμένα, ο Κανονισμός αυτός, μεταξύ άλλων, καθορίζει τις προϋποθέσεις για την επαναχρησιμοποίηση ορισμένων κατηγοριών δεδομένων που αξιοποιούνται από δημόσιους φορείς και εγκαινιάζει ένα νέο πλαίσιο εποπτείας».
Όσον αφορά στο τέταρτο κείμενο είναι η Artificial Intelligence Act (Πράξη για την Τεχνητή Νοημοσύνη), ο υπουργός επισημαίνει ότι «με το νομοθετικό αυτό κείμενο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβαίνει σε κάτι το εξαιρετικά καινοτόμο: τονίζει ότι τα ζητήματα Τεχνητής Νοημοσύνης πρέπει να ρυθμίζονται με βάση την αποτύπωση του ρίσκου που κάθε σύστημα εμπεριέχει. Η ρύθμιση, με αυτόν τον τρόπο, πραγματοποιείται με βάση τους κινδύνους. Αν αξιολογούμε ότι ένα σύστημα τεχνητής νοημοσύνης δεν περιέχει υψηλά ρίσκα για τον πολίτη, τότε δεν χρειάζεται να γίνει κάποια σημαντική ρύθμιση. Αν αξιολογούμε ότι υπάρχουν κίνδυνοι – όπως π.χ. ισχύει στην επιστράτευση της τεχνητής νοημοσύνης για ζητήματα υγείας – τότε μπορεί να υπάρξει ενδελεχής ρύθμιση έτσι ώστε να υποστηριχθεί η τεχνολογική εξέλιξη χωρίς να πληγεί ο πυρήνας των ατομικών δικαιωμάτων. Ακόμα περισσότερο, ο Κανονισμός χαρακτηρίζει υψηλού κινδύνου μια σειρά πρακτικών, όπως τα συστήματα «κοινωνικής βαθμολόγησης», η εκμετάλλευση παιδιών ή διανοητικά ανάπηρων ανθρώπων, τα συστήματα βαθμολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας φυσικών προσώπων, τα εργαλεία χειραγώγησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς καθώς επίσης και η εξ αποστάσεως βιομετρική ταυτοποίηση φυσικών προσώπων σε ζωντανό χρόνο με σκοπό την επιβολή του νόμου».
Ο κ. Πιερρακάκης τονίζει ότι «η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να συνεισφέρει σε όλα τα ζητήματα στο κοινό ευρωπαϊκό τραπέζι. Έχουμε την πείρα, τις δυνατότητες και τους ανθρώπους γι’ αυτό. Μια κύρια ελληνική θεσμική πρωτοβουλία στο πεδίο της τεχνολογίας, ο νόμος 4961/2022, αφορά τις αναδυόμενες τεχνολογίες, όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη. Το νομοθετικό αυτό κείμενο εισήγαγε εθνικές επιλογές με δεδομένες τις ανωτέρω ευρωπαϊκές προσεγγίσεις, προσπαθώντας να τις επικουρήσει. Ένα κύριο παράδειγμα: θεσμοθετήσαμε ότι οι εργαζόμενοι μιας επιχείρησης θα πρέπει να ενημερώνονται για τους αλγόριθμους τεχνητής νοημοσύνης αν αξιοποιούνται από την εταιρεία τους για τη λήψη εργασιακών αποφάσεων. Η απόφαση αυτή αποτυπώνει την ελληνική κουλτούρα ψηφιακής πολιτικής, η οποία έχει επίκεντρο τον άνθρωπο ως οντότητα με αναφαίρετα δικαιώματα και που διαπνέεται από μια λογική ενδυνάμωσης και διευκόλυνσης του πολίτη. Τόσο οι τέσσερις αυτές ευρωπαϊκές νομοθεσίες όσο και οι δικές μας εθνικές προσεγγίσεις δείχνουν ότι μπορεί η τεχνολογία να είναι ουδέτερη, αλλά ο τρόπος με τον οποίο θα εφαρμοστεί σε μια κοινωνία έχει ηθικό και πολιτικό πρόσημο».
Ο υπουργός αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «πρέπει να προβάλλεις τις αξίες σου στην τεχνολογική εξέλιξη έτσι ώστε οι αξίες αυτές να ενισχυθούν αντί να αποδυναμωθούν. Η ψηφιακή πολιτική συνιστά μέσο για την ατομική και κοινωνική πρόοδο και όχι αυτοσκοπό. Στην Ελλάδα αυτό το αποδείξαμε αξιοποιώντας τα ψηφιακά μέσα για να λύσουμε δύο βασικές ανάγκες του πολίτη που ήταν η μείωση της γραφειοκρατίας και η αύξηση της προσβασιμότητας. Και πλέον, έχοντας επιλύσει ολοένα και περισσότερες εκκρεμότητες του παρελθόντος, προχωρούμε για να ενσωματώσουμε την κουλτούρα αυτών των τεσσάρων μεγάλων κειμένων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προσθέτοντας τις δικές μας ιδέες». Καταλήγει μάλιστα ότι «διασφαλίζουμε έτσι ένα περισσότερο γόνιμο, δίκαιο και ασφαλές τεχνολογικό περιβάλλον για όλους που διαπνέεται από τις ευρωπαϊκές αξίες και την αφοσίωση στην περιφρούρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων».