Στα 90 του σχεδόν χρόνια ο πρώην πρόεδρος της Κύπρου Γιώργος Βασιλείου γνωρίζει το Κυπριακό όσο ελάχιστοι. Μιλάει στα «ΝΕΑ» και στον Κώστα Κωνσταντίνου και εξηγεί γιατί τα περιθώρια στενεύουν αλλά και τι θα συμβεί εάν καταρρεύσει τώρα ο διάλογος.
Η άτυπη «5+1» στη Γενεύη αρχίζει με το μεγαλύτερο ίσως χάσμα που έχει καταγράφει’ ανάμεσα στις δύο πλευρές. Υπάρχει δυνατότητα γεφύρωσης;
Δύσκολη η πρόβλεψη. Εάν κρίνει κανείς με βάση τις δηλώσεις που γίνονται, τότε αναμφίβολα υπάρχει τεράστιο χάσμα. Αλλά όσον αφορά αυτές τις θέσεις των Τουρκοκυπρίων και της Τουρκίας, θεωρώ ότι δεν πρέπει κανείς να τις παίρνει στα σοβαρά. Δεν είναι αφελείς ώστε να πιστεύουν ότι θα πάμε σε δύο κράτη.
Προτάσσουν, δηλαδή, μαξιμαλιστικές θέσεις για να μετατοπίσουν το σημείο έναρξης των συνομιλιών;
Ακριβώς. Εγώ πιστεύω πως σε αυτές τις θέσεις η δική μας απάντηση πρέπει να είναι πως αυτή η απαίτηση είναι κάτι που και η ίδια η Ευρώπη απορρίπτει. Εμείς, αντίθετα, πρέπει να περάσουμε πρώτοι στη θετική συζήτηση του θέματος που αφορά τους Τουρκοκυπρίους – και έχουν δίκαιο να τους αφορά -, την πολιτική ισότητα.
Πού χρειάζεται να μετατοπιστεί η κάθε πλευρά για να έχουμε πρόοδο;
Η δική μας πλευρά δεν χρειάζεται να μετατοπιστεί, διότι λέμε πως αποδεχόμαστε την πολιτική ισότητα. Χρειάζεται όμως να τη διευκρινίσουμε. Η δική μου θέση είναι απλουστατη: πρέπει να συμφωνήσουμε ποιες εξουσίες θα έχει η ομόσπονδη κυβέρνηση. Και δεν μπορεί να είναι απεριόριστες. Θα είναι οι τρεις βασικές ελευθερίες και άλλα θέματα, όπως η εξωτερική πολιτική, η οικονομική πολιτική, διότι το ευρώ δεν είναι δικό μας νόμισμα, το FIR, η ΑΟΖ κ.λπ. Εάν έχουν απόψεις για το τι πρέπει να μπει ή να μην μπει, να το συζητήσουμε. Η ουσία όμως είναι να συζητηθούν οι εξουσίες της ομόσπονδης κυβέρνησης και να συμφωνήσουμε. Εάν χρειαστεί να υπάρξει συμβιβασμός, να γίνει. Και από εκεί οι εξουσίες να δοθούν στις δύο κοινότητες.
Γίνεται, Πρόεδρε, πολύς λόγος και για την αποκεντρωμένη ομοσπονδία.
Είναι ένα σύνθημα. Τίποτα άλλο. Διότι στην ομοσπονδία υπάρχουν εξουσίες οι οποίες δεν μπορούν να αποκεντρωθούν, αλλά από εκεί και πέρα θα ήταν λάθος να θέλεις να τα κάνει όλα η ομόσπονδη κυβέρνηση. Αν αυτό θέλεις να το ονομάσεις «αποκεντρωμένη», κάν’ το. Ονόμασέ το ό,τι άλλο θέλεις. Σημασία έχει ότι έτσι θα είναι. Το στοιχείο της αποκέντρωσης είναι ούτως ή άλλως απαραίτητο.
Η αποκέντρωση όμως, λένε κάποιοι, οδηγεί σε συνομοσπονδία επί της ουσίας.
Οχι. Για να γίνει συνομοσπονδιακή λύση πρέπει να υπάρξει αναγνώριση δύο κρατών. Η Ευρώπη ποτέ δεν θα δεχθεί κάτι τέτοιο, ούτε η μικρή Κύπρος μπορεί να γίνει δύο κράτη. Αρα αυτό φεύγει από τη μέση.
Σε σχέση με την Αμμόχωστο, πιστεύετε ότι υπάρχει ακόμη ελπίδα για την επιστροφή της;
Εάν υπάρξει λύση, όλα είναι ανοιχτά. Γι΄ αυτό πρέπει να αγωνιστούμε για τη λύση, όχι μόνο για την επιστροφή της Αμμοχώστου.
Κι αν δεν υπάρξει λύση;
Μία από τις βασικές αδυναμίες της δικής μας διακυβέρνησης, αλλά και των κομμάτων, είναι η απουσία μιας συνειδητής και συστηματικής προσπάθειας για επεξήγηση του οφέλους της λύσης. Να κατανοήσει, δηλαδή, ο κόσμος ότι η λύση σημαίνει ασφάλεια, σημαίνει ξένες επενδύσεις, σημαίνει να μπορείς να διακινηθείς όπου θέλεις, ότι λύεται το περιουσιακό και πολλά άλλα. Ολα αυτά δεν υπάρχουν χωρίς τη λύση. Και χωρίς τη λύση το πράγμα χειροτερεύει πολύ. Ο κόσμος συνήθισε να γίνονται διαπραγματεύσεις, να αποτυγχάνουν και να ξαναρχίζουν. Αυτό δεν πρόκειται να επαναληφθεί. Το στάτους κβο δεν υπάρχει. Αλλάζει. Το βλέπουμε. Στη δική μας περίπτωση μπορεί να μην άλλαξε με την έννοια να έρθουν να πάρουν και την υπόλοιπη Κύπρο, δείτε όμως πως όταν άρχισαν οι διαπραγματεύσεις είχαμε 10.000 εποίκους. Τώρα ο Θεός ξέρει πόσους έχουμε. Οταν άρχισαν οι διαπραγματεύσεις, δεν υπήρχε κράτος. Τώρα υπάρχει κράτος. Μπορεί να μη μας αρέσει να το παραδεχόμαστε, αλλά έχει όλα τα στοιχεία του κράτους. Είναι αστείο να λέμε απλά ένα «ψευδό-», ψευδοβουλή κ.λπ. Πες το όσο θες. Δεν παύει να υπάρχει.
Υπάρχει και ο κίνδυνος της αναγνώρισης βέβαια.
Ασχέτως εάν υπάρχει ή όχι, δεν εξυπηρετεί σε κάτι να μην αποδέχεσαι τις πραγματικότητες. Εάν η κατοχή είναι παράνομη; Φυσικά και είναι. Αλλά εάν ρωτήσεις τους Τούρκους, θα σου πουν ότι εμείς είπαμε πως δεν θέλουμε να διατηρήσουμε την κατοχή. Λύστε το πρόβλημα και εμείς φεύγουμε. Ποιο είναι λοιπόν το κόστος της αποτυχίας των συνομιλιών και της μη λύσης; Το πρώτο και βασικό είναι πως τα Ηνωμένα Εθνη θα αποσύρουν την ΟΥΝΦΙΚΥΠ από την Κύπρο. Από εκείνη τη στιγμή, το 3% του εδάφους που είναι η Πράσινη Γραμμή θα πάει στα χέρια του ισχυρότερου. Και ξέρουμε ποιος είναι. Αλλά ακόμη κι αν δεν γίνει αυτό, εμείς δεν θα έχουμε τη δυνατότητα να αστυνομεύσουμε αυτή την περιοχή, δεν έχουμε τα μέσα. Χάνουμε λοιπόν την Πράσινη Γραμμή, δημιουργείται ένα κενό ασφάλειας, ανοίγει ο δρόμος για τους λαθρεμπόρους και όλα όσα θα ακολουθήσουν. Οταν γίνονται συνομιλίες και αποτυγχάνουν και όταν ο ΟΗΕ φτάσει στο σημείο να διαπιστώσει ότι τα δύο μέρη δεν θέλουν λύση ή δεν είναι έτοιμα να κάνουν τους απαραίτητους συμβιβασμούς, τότε χάνουμε τη δυνατότητα συνεργασίας με τα Ηνωμένα Εθνη. Μαζί με αυτό θα χαθεί το αίσθημα της ασφάλειας στο οποίο συνηθίσαμε, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Οταν δεν υπάρχει αυτό, δεν υπάρχουν επενδύσεις, ντόπιες και ξένες. Οταν δεν υπάρχει ασφάλεια, δεν υπάρχει μέλλον. Κάποιος θυμάμαι, κάποτε, μου είχε πει ότι φοβόταν να μη μας πιέσουν τα Ηνωμένα Εθνη για λύση. Και του είχα απαντήσει ότι δεν πρέπει να μας φοβίζει το εάν θα μας πιέσουν. Το μήπως μας ξεχάσουν είναι που πρέπει να φοβίζει.