Ο Κώστας Σημίτης υπήρξε μια από τις πιο εμβληματικές πολιτικές προσωπικότητες της σύγχρονης Ελλάδας. Πάντοντε πολιτικοποιημένος, ξεκίνησε από τιν αντιδικτατορικό αγώνα και έφτασε στην κορυφή της πολιτικής ηγεσίας για οκτώ χρόνια. Το σημάδι που άφησε στη χώρα παραμένει ανεξίτηλο με το όραμά του για εκσυγχρονισμό, οικονομική σταθερότητα και ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Ο Κώστας Σημίτης άφησε την τελευταία του πνοή την Κυριακή, 5 Ιανουαρίου στις 08:10 το πρωί στο νοσοκομείο Κορίνθου όπου και διακομίστηκε από το εξοχικό του στους Αγίους Θεοδώρους όπου και βρισκόταν.Αδιάφορος για την δημόσια εικόνα του, πεισματικά συγκεντρωμένος στον στόχο του, ο πρωθυπουργός με το μικρό μαύρο σημειωματάριο, έφυγε από την ζωή ξαφνικά, σε ηλικία 88 ετών. Άφησε πίσω όχι μόνο τον μύθο που συνοδεύει κάθε ηγέτη, αλλά και απτά δείγματα του έργου του, από το μετρό ως τα ΚΕΠ.
Ο πρώτος τεχνοκράτης πρωθυπουργός
Στη δημόσια σφαίρα έμοιαζε ψυχρός, απόμακρος. Πόσο παράδοξο ήταν που ο Κώστας Σημίτης, ο οποίος δήλωνε χωρίς αποστροφή ότι αντιπαθεί την φλυαρία και τις δημόσιες σχέσεις, έγινε ο διάδοχος του λαοπλάνου, γοητευτικού ηγέτη των μπαλκονιών, του Ανδρέα Παπανδρέου; Από το «Τσοβόλα δώστα όλα» στην σημαία του εκσυγχρονισμού και των μεταρρυθμίσεων. Στον Σημίτη των μετρημένων χαμόγελων, της στεγνής πολιτικής -σχεδόν ακαδημαϊκής- γλώσσας της αυστηρότητας, του μικρού μπλοκ με τις σημειώσεις για τους υπουργούς.
Ο ιδιωτικός Σημίτης
Πρωθυπουργός από το 1996 ως το 2004, ο Κώστας Σημίτης που ποτέ δεν έδωσε συνέντευξη στο σπίτι του στην οδό Αναγνωστοπούλου, δεν είδαμε φωτογραφία ποτέ από αυτό, ξέραμε ελάχιστα για την προσωπική του ζωή, πέρα από την αγάπη του για την Δάφνη. Ελάχιστα γνωρίζουμε για τις θυγατέρες του. Η προσωπική του ζωή άγνωστη – τόσο απόλυτα διαφορετικός από τον Ανδρέα. Είχε απέναντί του τόσο τους κλασικούς μηχανισμούς του ΠΑΣΟΚ που ήξεραν ότι δεν μπορούν να τον ελέγξουν και να συνεχίσουν να δρουν ανεξέλεγκτα, όσο και φυσικά την συντηρητική κομματική επικράτεια, που έβλεπε έναν εκσυγχρονιστή απέναντί της.
Ο Κώστας Σημίτης ήταν όμως αυτός που έβαλε στο λεξιλόγιο της ελληνικής πολιτικής την έννοια του τεχνοκράτη. Ο κύριος Καθηγητής. Ο λογιστής, για άλλους. Έγινε ο όρος που στην συνέχεια σε δύσκολους καιρούς αναζητούσαν πολλοί για να διασωθεί η χώρα -μια κυβέρνηση τεχνοκρατών, έναν τεχνοκράτη πρωθυπουργό και υπουργό οικονομικών για να μην πέσουμε στα βράχια. Ποτέ δεν έδειξε ο Σημίτης να επηρεάζεται από την ταμπέλα του λογιστή. Του τάπερμαν που του είχε κολλήσει η Μαλβίνα Κάραλη στις περίφημες εκπομπές όπου ηδονιστικά σχεδόν πριόνιζε τον Σημίτη. Ο ίδιος συνέχιζε να παραμένει απρόσβλητος στην κολακεία, εμμονικός με το μαύρο μπλοκάκι των σημειώσεων, λάτρης των τεχνών, φίλος στενός του Γιώργου Βέλτσου -η δημόσια εικόνα.
Μα πριν από όλα, βομβιστής
Ο πρώτος τεχνοκράτης πρωθυπουργός, ο βαρετός λογιστής, στα μετεφηβικά του χρόνια ήταν γνωστός ως ο βομβιστής, βέβαια. Στα χρόνια του ΠΑΚ μοίραζε με το αυτοκίνητό του προκηρύξεις, ώσπου κατάλαβε ότι η δράση αυτή δεν έχει νόημα. Η αμέσως επόμενη; Άρχισε να βάζει αυτοσχέδιες βόμβες. Γράφει στο βιβλίο του «Δρόμοι Ζωής» (εκδόσεις Πόλις):
«Φροντίζαμε να τις βάζουμε πάντα με τρόπο που να μην προκληθεί τραυματισμός. Κατασκευαστής τους ήταν ο Σταράκης, δημοσιογράφος, ανταποκριτής γαλλικών εφημερίδων στην Ελλάδα. Τις παραλάμβανε από τον Καράγιωργα, στο γραφείο του στην Τράπεζα της Ελλάδος. Ο μηχανισμός έπρεπε να συναρμολογείται πριν από τη χρήση. Τοποθέτησα, αρχικά, βόμβες στις συνοικίες. Η έκρηξή τους δεν αναφέρθηκε στις εφημερίδες. Τον επιθυμητό θόρυβο προκάλεσε μια αρκετά μεγαλύτερης ισχύος “βόμβα” ή “κροτίδα”, όπως τις αποκαλούσε η χούντα. Μου είχε δώσει δύο ο Γιώργος Μαγκάκης.
Τη μία την τοποθέτησα στο Μετοχικό Ταμείο Στρατού, στην είσοδο του θεάτρου “Orwo” , μεσημέρι, ώρα που δεν λειτουργούσε το θέατρο. Η έκρηξη αναφέρθηκε στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, με τις σχετικές καταγγελίες κατά της χούντας. Είχα διαλέξει το σημείο, με σκοπό οι δημοσιογράφοι που σύχναζαν στις καφετέριες της περιοχής να ακούσουν τον θόρυβο, που ήταν αρκετά δυνατός. Τη δεύτερη “βόμβα” ήθελα να τη βάλω στο ίδιο κτίριο, σε μια απομονωμένη είσοδο της οδού Αμερικής. Είχε όμως ελαττωματικό μηχανισμό, και αναγκάστηκα να εγκαταλείψω την προσπάθεια».
Οι βόμβες της πρωθυπουργίας
Βόμβες συνέχιζε να τοποθετεί σε όλη την πολιτική ζωή, ακόμα και ως πρωθυπουργός, αλλά και μετά, όταν όλοι στρέφονταν προς αυτόν αναζητώντας μία δήλωση, έναν χρησμό. Βόμβες λεκτικές, δηλώσεις που δεν υπολόγιζε το κόστος τους, που δαιμόνιζαν το ΠΑΣΟΚ, δαιμόνιζαν του πολίτες, αλλά ο ίδιος δεν υποχωρούσε. Επέμενε.
Κάνοντας έναν απολογισμό του έργου τώρα, με αφορμή τον θάνατό του στο ησυχαστήριό του, τους Αγίους Θεοδώρους, μπορεί κανείς να μπει ότι οι βόμβες αυτές δεν γέννησαν συντρίμμια, αλλά καρπούς: Η ένταξη στην ΟΝΕ και η υιοθέτηση του ευρώ, η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η δημιουργία του ΜΕΤΡΟ, της Αττικής οδού, της Εγνατίας οδού, του αεροδρομίου Ελευθέριος Βενιζέλος, της Γέφυρας Ρίου Αντιρρίου. Η δημιουργία του Συνηγόρου του Πολίτη, της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, των Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών, η Ενοποίηση των Αρχαιολογικών Χώρων.
Η αυλή του Ανδρέα
Ο Σημίτης υλοποίησε όλα αυτά τα έργα μέσα σε οκτώ χρόνια χωρίς να κάνει την παραμικρή υποχώρηση για χάρη της δημόσιας εικόνας, της δημοφιλίας του. Είχε τέτοια αυτοπεποίθηση, τέτοια προσήλωση. Δεν υπέπεσε στο γνωστό ολίσθημα των ανθρώπων της εξουσίας να παρασυρθεί από ένα κύκλο στενών συνεργατών, της γνωστής αυλής. Δεν μπήκε σε μια φούσκα μακριά από την πραγματικότητα, δεν ένοιωσε θεός.
Το είχε δει να συμβαίνει με τον Ανδρέα Παπανδρέου, όπως γράφει στο βιβλίο του. «Τα χρόνια μετά το ’69 έγιναν πολλές αλλαγές στην οργανωτική δομή του ΠΑΚ, στα πρόσωπα που συμμετείχαν στην ηγεσία του, στις σχέσεις τους με τον Ανδρέα. Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των αλλαγών ήταν η διατήρηση του προσωποκεντρικού χαρακτήρα της οργάνωσης, δηλαδή η απόλυτη εξάρτησή της από τον Ανδρέα. Ο μόνος που θα μπορούσε να έχει περιορίσει αυτή την τάση ήταν ο ίδιος. Είχε όμως μια έμφυτη αβεβαιότητα και ανασφάλεια όσον αφορά τις προθέσεις των άλλων. Προτιμούσε έτσι πρόσωπα τα οποία αντλούσαν την υπόστασή τους αποκλειστικά από εκείνον. Τους άλλους, που ήταν πιο αυτόνομοι, είχαν δικές τους απόψεις ή διέθεταν την ικανότητα να του αντιπαρατεθούν, τους αντιμετώπιζε με καχυποψία».
Ο αντί-Τσοχατζόπουλος
Ξερίζωσε αγκάθια από το κόμμα, πάλεψε για να αλλάξει την νοοτροπία. Τόσο που ακόμα και τώρα κάποιοι λένε ότι ποτέ δεν έγινε οργανικό μέρος του ΠΑΣΟΚ ή ότι ήταν πολύ δεξιός για το πανελλήνιο σοσιαλιστικό κόμμα. Αυτό ήταν ίσως το μόνο σημείο που τον εξόργιζε. Δήλωνε εμφατικά κάθε φορά «είμαι συνιδρυτής του ΠΑΣΟΚ».
Είναι αυτός που ανέτρεψε την παράδοση του κόμματος στα χέρια του Άκη Τσοχατζόπουλου – όσοι επιχειρούν σήμερα να σκεφθούν αυτό το σενάριο απλά ανατριχιάζουν. «Ο Τσοχατζόπουλος όμως ήταν, για πολλούς, ένας από τους υπαίτιους της παρακμής του ΠΑΣΟΚ» γράφει ο Κώστας Σημίτης στο «Δρόμοι ζωής».
«Αποδεχόταν αδιαμαρτύρητα οποιαδήποτε απόφαση του προέδρου. Χειριζόταν το ΠαΣοΚ ως έναν μηχανισμό εξουσίας στην υπηρεσία του ιδίου και των φίλων του, καθώς και του Ανδρέα. Ο Ανδρέας τον θεωρούσε το δεξί του χέρι, όσον αφορά το κόμμα, αλλά τον αντιμετώπιζε ως έναν καλό εκτελεστή εντολών και μόνο. (…) Οσοι θέλουν να εκμεταλλευθούν τη θέση τους για προσωπικό όφελος βρίσκουν τον τρόπο, παρά τις απαγορεύσεις και τους ελέγχους.
Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώθηκε κατά τη θητεία των κυβερνήσεων τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ. Κυβερνητικά και κρατικά στελέχη καταχράστηκαν το αξίωμά τους με στόχο προσωπικά οφέλη. Το πιο γνωστό παράδειγμα της πρώτης κυβερνητικής περιόδου του ΠΑΣΟΚ ήταν ο Κουτσόγιωργας, της περιόδου μετά το 1996 ο Τσοχατζόπουλος. Πολύ σωστά οι σχολιαστές καυτηρίασαν την υποκρισία τους. Ορισμένοι όμως επέκτειναν την κριτική τους σε όλους ανεξαιρέτως τους υποστηρικτές του ΠΑΣΟΚ. Θεωρούσαν ότι το «καθεστώς ΠΑΣΟΚ» είχε δημιουργήσει έναν ανθρώπινο τύπο που είχε ροπή προς την παραβίαση των ηθικών και νομικών κανόνων».
Η αυτοκριτική
Δεν ήταν φυσικά αλάνθαστος. Παραμένει ανεξήγητο το γεγονός ότι δεν αντιλήφθηκε ή δεν έδρασε εγκαίρως στην περίπτωση του τσάρου της οικονομίας που είχε επιλέξει, του Γιάννου Παπαντωνίου. Δεν τοποθετήθηκε ποτέ ανοιχτά για αυτό το ζήτημα. Στη μοναδική του δήλωση που είχε κάνει στην εφημερίδα Τα Νέα, εστίαζε στην φράση «τα πραγματικά προβλήματα της χώρας δεν λύνονται με την σκανδαλολογία».
Στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πόλις το 2015, αναγράφει σχετικά: «Η καταβολή μίζας από τον αλλοδαπό κατασκευαστή πυραυλικών συστημάτων μέσω ελβετικής τράπεζας σε μια υπεράκτια εταιρεία στις Παρθένους Νήσους, μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να εντοπιστεί. (…) Τα στοιχεία για τις δωροδοκίες σε εξοπλιστικά προγράμματα προέκυψαν, τόσο στην Ελλάδα όσο σε άλλες χώρες, από τις διενέξεις μεταξύ των προμηθευτών και των μεσαζόντων τους, από δικαστικές αποφάσεις που ελήφθησαν στο εξωτερικό, από έρευνες αλλοδαπών ανακριτικών αρχών για ατασθαλίες στις επιχειρήσεις των κατασκευαστών, και όχι από έρευνες των ελληνικών ελεγκτικών αρχών. Γι’ αυτό και οι παράνομες πράξεις εντοπίστηκαν στην Ελλάδα μετά την πάροδο πολλών ετών».
Ποτέ δεν μάθαμε αν μετάνιωσε και την φράση του «ευχαριστώ τους Αμερικάνους» στη Βουλή λίγες ώρες μετά την κρίση στα Ίμια. Στην δημόσια σφαίρα, σε αυτή που ορίζεται από την πολιτική επικοινωνία, η φράση αυτή κυριαρχεί περισσότερο από την πραγματικότητα ότι απεφεύχθη μια εμπλοκή διαρκείας και με άγνωστα αποτελέσματα με την Τουρκία. Ο Παπαντωνίου, η δήλωση ευχαριστίας, επιλογές προσώπων… Ο Σημίτης ποτέ δεν απολογήθηκε, δεν είπε το δικό του mea culpa. Δεν έκανε αυτοκριτική.
Το χαστούκι του δασκάλου
Στα χρόνια μετά την απόσυρσή του από την πολιτική, σπάνια μιλούσε, αν και όλοι ήθελαν την γνώμη του. Το έκανε επιλεκτικά και σποραδικά. Τον συναντούσαμε συνέχεια στις συναυλίες της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στο Εθνικό Θέατρο, πάντα με την Δάφνη δίπλα του. Μάλιστα τελευταία στο Ηρώδειο πήγαιναν και με την εγγονή τους, κόρη της Φιόνας. Αγαπούσε βαθιά την τέχνη, είχε κάνει και ο ίδιος μια απόπειρα συμμετέχοντας στην χορωδία του σχολείου στην Αθήνα.
Θυμάμαι στη Βουλή να μου διηγείται με ένα χαμόγελο πονηρό μια ιστορία από την χορωδία του σχολείου του. Τραγουδούσε εντελώς φάλτσα όμως ο καθηγητής νόμιζε ότι η φωνή προέρχεται από τον μπροστινό του και τον σταμάτησε δίνοντας του ένα χαστούκι στον αυχένα. Δεκαετίες μετά όταν συναντήθηκαν, ο Κώστας Σημίτης παραδέχθηκε στον συμμαθητή του ότι εξαιτίας του έφαγε το άδικο χαστούκι.
Aπέναντι στη μίζερη Ελλάδα
88 χρόνια μεστής ζωής, που μπορεί να της έλειπαν οι λυρικές κορώνες όμως ήταν με τον τρόπο της μυθιστορηματική. Από τα πρώτα χρόνια στον Πειραιά, την αγάπη για τον Ολυμπιακό μετά τα χρόνια στην μονοκατοικία με τον κήπο στην πλατεία Αμερικής, την σχέση με τον πατέρα που προτιμούσε να δουλεύει από το να δεχθεί την πρόσκληση ενός φίλου για ένα ουζάκι, την αριστερή μητέρα, την ΠΑΚ, την συνάντηση με την Δάφνη, τις κόρες του, το ΠΑΣΟΚ, την οκταετία του. Εκσυγχρονιστής, τεχνοκράτης, doer, «αντιεμπορικός» με τους όρους της πολιτικής επικοινωνίας, εργασιομανής.
Με μια διαρκή προτροπή. «Μια μίζερη Ελλάδα που ακολουθεί, που δεν μπορεί, έχει παραστάσεις μεγαλείου για μικροπράγματα. Η Ελλάδα πρέπει να είναι ισχυρή, για να την υπολογίζουν».