Σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Δήμου Αθηναίων σε Ba1 από Ba3 προχώρησε χθες Τρίτη ο οίκος Moody’s, αλλάζοντας τις προοπτικές σε σταθερές από θετικές.
Πρόκειται για την 3η αναβάθμιση μέσα στην τελευταία τετραετία, η οποία, όπως σημειώνεται σε σχετική ανακοίνωση του Δήμου Αθηναίων, αντικατοπτρίζει την υγιή δημοσιονομική θέση της Αθήνας. Υπογραμμίζεται επίσης πως για ακόμη μια φορά, με τον πλέον επίσημο τρόπο, αποτυπώνεται η διαφάνεια, η αποτελεσματικότητα και ο σεβασμός στη διαχείριση των οικονομικών του Δήμου. Αυτή η διαχείριση, οδήγησε -μεταξύ άλλων- στη μείωση μετά από πολλές δεκαετίες κατά 5% του συντελεστή των δημοτικών τελών καθαριότητας και φωτισμού τον περασμένο χρόνο για όλους, -νοικοκυριά και επαγγελματίες- και θα οδηγήσει σε νέα οριζόντια μείωση κατά 5% για όλους.
Με αφορμή την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του δήμου από τη Moody’s, ο δήμαρχος Αθηναίων, Κώστας Μπακογιάννης, τόνισε:
«Είναι μία πολύ θετική είδηση ότι η Moody’s μάς αναβαθμίζει για τρίτη φορά μέσα στη θητεία μας, και μάλιστα κατά 2 βαθμίδες. Και είναι μία πολύ καλή είδηση, όχι γιατί σκοπεύουμε να δανειστούμε, αλλά γιατί με την αναβάθμιση αυτή μπαίνει μία επίσημη σφραγίδα στη χρηστή οικονομική διαχείριση του Δήμου Αθηναίων και ασφαλώς στη διαφάνεια. Η Έκθεση της Moody’s στέκεται στο επενδυτικό μας πρόγραμμα, το οποίο είναι σχεδιασμένο να αντιμετωπίσει την κλιματική κρίση. Είναι αυτή η περίφημη ρήτρα κλίματος την οποία προτάσσουμε συνεχώς. Τα ακόμη καλύτερα νέα είναι πως πλέον μπορούμε να μειώσουμε τα δημοτικά τέλη κατά 5% επιπλέον. Ήδη τα μειώσαμε 5% το 2022 και επιπλέον 5% το 2023. Για όλες και για όλους, οριζόντια. Η καλή οικονομική κατάσταση του δήμου επιστρέφει ως οφείλει στους Αθηναίους».
Όπως σημειώνει ο διεθνής οίκος αξιολόγησης, το επενδυτικό πρόγραμμα της Αθήνας τα επόμενα χρόνια, θα χρηματοδοτηθεί κατά 85% από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους και ως εκ τούτου η πίεση στο ισοζύγιο εσόδων-εξόδων θα είναι περιορισμένη.
Στην ίδια Έκθεση, αναφέρεται ότι το χρέος της πόλης είναι χαμηλό, αγγίζοντας από 26% το 2021 το 19% των λειτουργικών εσόδων το 2025, ενώ λόγω των υψηλών διαθεσίμων δεν υφίσταται κανένας κίνδυνος αναχρηματοδότησης για την εξυπηρέτησή του.