Στις 23 Απριλίου 2020, ο Dr Francis Collins, Διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας των ΗΠΑ προέβη σε μια ενδιαφέρουσα ανακοίνωση σχετικά με τη χάραξη πολυεπίπεδου στρατηγικού πλάνου αντιμετώπισης της πανδημίας COVID-19 εκ μέρους του NIH (National Institute of Health). Τα ελπιδοφόρα μηνύματα για τον έλεγχο της νόσου σε παγκόσμιο επίπεδο πληθαίνουν καθημερινά, ενώ ταυτόχρονα ολόκληρος ο επιστημονικός και ερευνητικός κόσμος εργάζεται συντονισμένα με μοναδικό στόχο τη θεραπεία και την πρόληψη του ιού.
Η αδιάκοπη ερευνητική δραστηριότητα έχει όμως αποκαλύψει και ποικίλες προκλήσεις, όπως η ανάγκη για ευρεία εφαρμογή διαγνωστικών εξετάσεων που θα ενισχύσουν τη μάχη έναντι του ιού. Σημαντική κρίνεται η ανεύρεση των ασυμπτωματικών φορέων, οι οποίοι μολονότι δε νοσούν εμφανώς, μεταδίδουν τον ιό. Οι φορείς μαζί με το στενό περιβάλλον των επαφών τους θα πρέπει άμεσα να τίθενται σε καραντίνα προκειμένου να προφυλάξουν τόσο τον εαυτό τους όσο και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Εξαιρετικά χρήσιμες κρίνονται οι διαγνωστικές τεχνικές και στους ασθενείς που νόσησαν ήπια, προκειμένου να διασφαλιστεί πως δεν μεταδίδουν πλέον τον ιό.
Επιπλέον, οι ασθενείς αυτοί ενδεχομένως να έχουν αναπτύξει ενός βαθμού ανοσία και ως εκ τούτου μπορεί να θεωρηθούν σχετικά προφυλαγμένοι από επαναμόλυνση, ενώ θα μπορούσαν να είναι εξαιρετικά χρήσιμοι στη φροντίδα ασθενών με COVID-19 ή ευπαθών ομάδων. Η ανεύρεση αντισωμάτων που συσχετίζεται με πιθανή ανάπτυξη ανοσίας είναι αυτή τη στιγμή στο μικροσκόπιο της επιστημονικής κοινότητας, ώστε να ανευρεθεί η πιο ασφαλής και αξιόπιστη τεχνική. Προς το παρόν έχουν εντοπιστεί αρκετές διαγνωστικές δυσκολίες που μπορεί να οδηγήσουν σε ψευδώς θετικά αποτελέσματα, όπως για παράδειγμα η ανεύρεση αντισωμάτων έναντι άλλων κορωνοιών που ομοιάζουν με τα αντισώματα έναντι του SARS-CoV-2. Παρά ταύτα γίνεται μεγάλη προσπάθεια να ανευρεθεί η πιο ευαίσθητη και αξιόπιστη τεχνική.
Από τα υπάρχοντα επιστημονικά δεδομένα υπάρχουν ενδείξεις πως κατά μέσο όρο οι ασθενείς είναι μεταδοτικοί περίπου 2,3 ημέρες πριν από την έναρξη των συμπτωμάτων, ενώ η αιχμή της μεταδοτικότητας εντοπίζεται λίγες ώρες μετά την εμφάνισή τους. Επιπλέον, μετά πάροδο μίας εβδομάδας η μεταδοτικότητα ελαττώνεται, μολονότι ο ιός παραμένει στον οργανισμό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ενώ υπάρχουν και ενδείξεις πως περίπου το ήμισυ των προσβεβλημένων από τον ιό επιμολύνθηκε πριν την εμφάνιση οποιουδήποτε συμπτώματος. Με βάση αυτά τα δεδομένα ενδεχομένως ο έλεγχος μόνο των συμπτωματικών φορέων του ιού να μην είναι επαρκής για να αναχαιτίσει στο μέλλον ένα νέο κύμα της επιδημίας.
Η ψηφιακή ανίχνευση των επαφών ενός κρούσματος με ανάλογη εφαρμογή στο κινητό τηλέφωνο και ανώνυμη ενημέρωση για πιθανή έκθεση στον ιό θα μπορούσε ενδεχομένως να αυξήσει την έγκαιρη ανίχνευση πιθανών κρουσμάτων. Η συνεργασία του NIH με την Apple και τη Google προς αυτή την κατεύθυνση αναμένεται να καρποφορήσει με τη δημιουργία της πρώτης ανάλογης εφαρμογής μέσα στο μήνα Μάιο.
Τέτοιου είδους προσεγγίσεις σίγουρα απαιτούν ευρεία διαθεσιμότητα έγκυρων και ταχέων τεστ ανίχνευσης του ιού αλλά και τεστ ανίχνευσης αντισωμάτων, και το NIH εργάζεται καθημερινά προς αυτή την κατεύθυνση. Μάλιστα, πρόσφατα ξεκίνησε σχετική μελέτη στις ΗΠΑ προκειμένου να εντοπιστεί το ποσοστό του ενήλικου πληθυσμού που έχει αντισώματα έναντι του ιού χωρίς όμως γνωστό ιστορικό μόλυνσης. Κατά τη διάρκεια της μελέτης περισσότεροι από 10.000 εθελοντές αναμένεται να ελεγχθούν. Πολλά ερωτήματα σχετικά με τον ιό αναμένεται να απαντηθούν στο επόμενο χρονικό διάστημα. Η στρατηγική που έχει χαράξει το NIH περιλαμβάνει την εις βάθος μελέτη της βιολογίας του ιού, την περαιτέρω ανάπτυξη και εφαρμογή καινοτόμων τεχνολογιών, την ανεύρεση αποτελεσματικών θεραπευτικών επιλογών και ασφαλούς εμβολιασμού που θα αποτελέσουν τους κύριους πυλώνες της αντιμετώπισης της νέας πανδημίας COVID-19 σε παγκόσμια κλίμακα.