Η Ευρώπη βρίσκεται και πάλι στη δίνη του κορωνοπανδημικού κυκλώνα, με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου αναφέροντας, διά στόματος του επικεφαλής του στην Ευρώπη, Χανς Κλούγκε, ότι τα κρούσματα κινούνται σε επίπεδα-ρεκόρ, οι εισαγωγές στα νοσοκομεία εμφανίζουν υπερδιπλασιασμό και αν αυτή η τάση συνεχιστεί θα μετράμε 500.000 νέα θύματα εξαιτίας του SARS-CoV-2 μέχρι τον Φεβρουάριο στη Γηραιά Ήπειρο, η οποία επέστρεψε στο σημείο όπου βρισκόταν πριν από έναν χρόνο, κοινώς στο επίκεντρο της πανδημίας.
Πίσω στο σημείο 0 λοιπόν; Και αυτό ενώ εδώ και σχεδόν έναν χρόνο πλέον υπάρχει ασφαλές και αποτελεσματικό εμβόλιο ενάντια στον ιογενή πανδημικό εχθρό; Γιατί;
Είναι ένοχο αποκλειστικά το άκρως μεταδοτικό στέλεχος Δέλτα του ιού που έχει απλώσει τα πλοκάμια του επάνω από την Ευρώπη ή έχουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης και τα κράτη με τις πράξεις (ή τις μη πράξεις) τους όλο αυτό το διάστημα; Πότε τελικά θα γραφτεί το πανδημικό τέλος;
Όλα αυτά τα αγωνιώδη για εκατομμύρια ανθρώπους ερωτήματα έθεσε το ΒΗΜΑ-Science σε έναν από τους πλέον αρμοδίους στην Ευρώπη για να απαντήσουν, τον επικεφαλής του Τμήματος Επιτήρησης του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC), δρα Μπρούνο Τσάντσο.
«Στην Ελλάδα η εμβολιαστική κάλυψη είναι σχετικά καλή αλλά όχι πολύ υψηλή» λέει ο επικεφαλής του Τμήματος Επιτήρησης του ECDC, Μπρούνο Τσάντσο
Προαναγγελθείσα αύξηση κρουσμάτων
Ξεκινώντας τη συζήτησή μας ο δρ Τσάντσο σημείωσε ότι η αύξηση των κρουσμάτων που παρατηρείται αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη είχε προβλεφθεί.
«Από τον προηγούμενο Σεπτέμβριο είχαμε αναφέρει σε έκθεση εκτίμησης κινδύνου του ECDC ότι βλέπαμε το νέο κύμα να έρχεται κυρίως εξαιτίας της εξάπλωσης του στελέχους Δέλτα του ιού σε συνδυασμό με το ότι η εμβολιαστική κάλυψη στην Ευρώπη δεν βρίσκεται στα επίπεδα που θα έπρεπε».
Ωστόσο δεν επικρατεί η ίδια κορωνοκατάσταση σε όλα τα κράτη-μέλη, επισήμανε ο ειδικός. «Βλέπουμε τρία είδη επιδημιολογικών σεναρίων: το ένα αφορά τις χώρες με πολύ μικρή εμβολιαστική κάλυψη όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Εσθονία, η Λιθουανία, η Λετονία, οι οποίες αντιμετωπίζουν αυτή τη στιγμή την πλήρη επίδραση του στελέχους Δέλτα με πολλές νοσηλείες, θανάτους και ασφυκτική πίεση στα συστήματα υγείας.
Υπάρχει επίσης το επιδημιολογικό σενάριο κρατών-μελών με καλή εμβολιαστική κάλυψη συνολικά του πληθυσμού τους, και ιδίως των ευάλωτων ομάδων όπως οι ηλικιωμένοι, οι οποίες αντιμετωπίζουν πολύ λιγότερες νοσηλείες και θανάτους.
Ωστόσο και σε αυτές τις χώρες καταγράφεται αύξηση κρουσμάτων κυρίως στις νεότερες ηλικίες, κάτι που όμως αποτελεί κίνδυνο τελικά και για τους ηλικιωμένους. Για ποιον λόγο; Κατ’ αρχάς, επειδή η εμβολιαστική κάλυψη στους ηλικιωμένους δεν έχει φθάσει στο 100% ούτε σε αυτές τις χώρες και, κατά δεύτερον, επειδή το εμβόλιο, όπως και κανένα εμβόλιο, δεν είναι 100% αποτελεσματικό.
Έτσι όσο περισσότερα κρούσματα σε νεαρότερες ηλικίες έχει μια χώρα τόσο περισσότερες λοιμώξεις μπορεί να καταγραφούν και σε εμβολιασμένα άτομα (breakthrough infections). Και τέλος έχουμε το τρίτο επιδημιολογικό σενάριο που αφορά χώρες με πάρα πολύ καλή εμβολιαστική κάλυψη – άνω του 80% στο σύνολο του πληθυσμού.
Αυτές οι λίγες ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν ένα πολύ μικρότερο πανδημικό κύμα, με χαμηλή επίδραση σε ό,τι αφορά τη θνητότητα και τις νοσηλείες. Τα εμβολιαστικά προγράμματα λοιπόν είναι αποτελεσματικά αλλά δεν έχουν ολοκληρώσει ακόμη το έργο τους – χρειαζόμαστε συνολικά πολύ υψηλότερη εμβολιαστική κάλυψη για να αποτυπωθεί αυτό και στην επίδραση του κύματος».
Σχετικά καλή η ελληνική εικόνα
Και η Ελλάδα; Πού την κατατάσσει ο δρ Τσάντσο με βάση τις… εμβολιαστικές επιδόσεις της; Όσο και αν επανειλημμένως επιμείναμε, δεν μίλησε αναλυτικά επί του θέματος. Αρκέστηκε μόνο να πει ότι η χώρα μας ανήκει στο μεσαίο επιδημιολογικό σενάριο, αυτό των χωρών που έχουν σχετικώς ικανοποιητική εμβολιαστική κάλυψη, και ως εκ τούτου συνεχίζει να δέχεται την επίδραση του νέου κορωνοκύματος. «Στην Ελλάδα η εμβολιαστική κάλυψη είναι σχετικά καλή αλλά όχι πολύ υψηλή».
Ποια πρέπει να είναι τελικά αυτή η εμβολιαστική κάλυψη; Συνεχώς ακούμε ποσοστά που… ανεβοκατεβαίνουν, σχολιάσαμε στον ειδικό. «Αυτό που βλέπουμε με βάση τα δεδομένα είναι ότι τα άτομα άνω των 50 ετών πρέπει στη συντριπτική πλειονότητά τους να εμβολιαστούν – και όταν μιλάμε για συντριπτική πλειονότητα εννοούμε σχεδόν για το 100%, καθώς αυτή η ηλικιακή ομάδα κινδυνεύει πολύ από σοβαρή νόσηση σε περίπτωση μόλυνσης.
Επίσης βλέπουμε ότι πολύ καλό «φρένο» στη μετάδοση του ιού μπαίνει μόνο σε χώρες που έχουν εμβολιαστική κάλυψη στο σύνολο του πληθυσμού άνω του 80% – ακόμα και σε αυτές τις χώρες όμως συνεχίζεται η μετάδοση ως έναν βαθμό, γεγονός που σημαίνει ότι και το 80% εμβολιαστικής κάλυψης δεν είναι το ιδανικό, χρειάζεται ίσως 90% εμβολιαστικής κάλυψης ή και περισσότερο.
Απαιτείται λοιπόν πολύ περισσότερη προσπάθεια για εμβολιασμό του πληθυσμού. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι υπάρχουν ομάδες του πληθυσμού όπως τα παιδιά κάτω των 12 ετών για τις οποίες δεν έχει εγκριθεί το εμβόλιο, πρέπει να δοθεί βάρος στα μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα ώστε μέσω του δικού τους εμβολιασμού να επιτευχθεί τουλάχιστον το 80% της συνολικής εμβολιαστικής κάλυψης».
Χώρες με πολύ μικρή εμβολιαστική κάλυψη αντιμετωπίζουν αυτή τη στιγμή την πλήρη επίδραση του στελέχους Δέλτα με πολλές νοσηλείες, θανάτους και ασφυκτική πίεση στα συστήματα υγείας
Εμβολιαστικοί κυματοθραύστες
Η εμβολιαστική κάλυψη λοιπόν του πληθυσμού του κάθε κράτους φαίνεται ότι αποτελεί, κατά τον δρα Τσάντσο, τον αποτελεσματικότερο «κυματοθραύστη» για την αντιμετώπιση του τέταρτου πανδημικού κύματος. Αυτό σημαίνει ότι, με βάση και τα επιδημιολογικά σενάρια που ο ίδιος ανέφερε, κάποια κράτη-μέλη θα δουν το τέλος της πανδημίας νωρίτερα από άλλα;
«Κατ’ αρχάς πρέπει να προσδιορίσουμε τι εννοούμε ως τέλος της πανδημίας. Τέλος της πανδημίας δεν σημαίνει και τέλος του ιού αλλά μια κατάσταση κατά την οποία η κυκλοφορία του ιού στην κοινότητα θα υπάρχει αλλά θα είναι χαμηλή, χωρίς να οδηγεί σε μεγάλη θνητότητα, σε νοσηλείες που πιέζουν τα συστήματα υγείας και σε ανάγκη λήψης μέτρων.
Ο ιός έχει ήδη καταστεί ενδημικός – κυκλοφορεί διαρκώς στην κοινότητα. Πράγματι, βλέπουμε κάποια κράτη τα οποία δεν βιώνουν την ίδια επίδραση του πανδημικού κύματος λόγω της υψηλής εμβολιαστικής κάλυψής τους. Ωστόσο το πόσο ευάλωτη είναι μια χώρα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αν έχει εμβολιάσει κατά κύριο λόγο τις ομάδες υψηλού κινδύνου του πληθυσμού της. Γι’ αυτό η κάθε χώρα πρέπει να αναζητήσει και να κατανοήσει ποιες ακριβώς ομάδες του πληθυσμού της δεν εμβολιάζονται και για ποιους λόγους».
Δύσκολος ο χειμώνας
Καθώς όμως οι εμβολιασμοί δεν φαίνεται να φθάνουν σύντομα σε επιθυμητά επίπεδα και ενώ είναι ακόμη Νοέμβριος οι ΜΕΘ γεμίζουν σε χώρες όπως η δική μας, δεν μπορούμε να μη σκεφτόμαστε ότι θα επιβληθούν και πάλι σκληρά μέτρα. Θα έβλεπε νέα lockdowns αυτόν τον χειμώνα ο δρ Τσάντσο;
«Αυτόν τον χειμώνα πρέπει σίγουρα να λάβουμε υπόψη ότι άλλοι ιοί όπως ο ιός της γρίπης ή ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός δεν θα είναι «εξαφανισμένοι» όπως πέρυσι, γεγονός που επίσης θα επιβαρύνει τα νοσοκομεία.
Ωστόσο σε ό,τι αφορά την COVID-19 δεν αναμένουμε να επιβαρύνει τα νοσοκομεία όσο πέρυσι, χάρη στους εμβολιασμούς. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι εφέτος έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα πολύ μεταδοτικό στέλεχος, το Δέλτα, το οποίο δεν θα επιτρέψει την πλήρη άρση ορισμένων μέτρων, εκτός και αν υπάρξει σύντομα τεράστια αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης σε κάποιες χώρες.
Πάντως τα lockdowns δεν είναι ποτέ η λύση, είναι ένα ύστατο μέτρο όταν δεν υπάρχουν άλλες επιλογές. Ένα μέτρο με τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες. Ενα μέτρο του οποίου η ισχύς δεν διαρκεί πολύ.
Όταν το lockdown τελειώνει, ο ιός επανέρχεται. Έτσι δεν πιστεύω ότι θα επιβληθούν μαζικά lockdowns εκτός από τις χώρες με πολύ χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη, όπου η επιβολή κάποιων αυστηρότερων μέτρων θα καταστεί υποχρεωτική λόγω της ασφυκτικής κατάστασης που θα επικρατεί».
Αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι τους επόμενους μήνες, αγωνία και παγκοσμίως για το πότε θα φανεί η έξοδος από το πανδημικό τούνελ. Η έξοδος αυτή θα είναι διαφορετικών ταχυτήτων, υποστήριξε ο ειδικός. «Εκτιμώ ότι στην Ευρώπη έχουμε τα εφόδια, κυρίως μέσω των εμβολιασμών, να ελέγξουμε την επίδραση της πανδημίας σχετικά σύντομα.
Αυτό όμως δεν θα ισχύσει και σε άλλες χώρες όπως οι αναπτυσσόμενες. Οι χώρες αυτές δεν θα μπορέσουν, για παράδειγμα, μέσα σε ένα έτος να βάλουν τέλος στην πανδημία, καθώς δεν έχουν εμβόλια για να καλύψουν τον πληθυσμό τους – σε αυτό το σημείο παίζει μεγάλο ρόλο και το πώς θα χορηγηθούν οι ενισχυτικές δόσεις στον πληθυσμό των ανεπτυγμένων κρατών.
Όπως όλα δείχνουν, η Ευρώπη, αν τα κράτη πείσουν τον πληθυσμό τους για εμβολιασμό και η εμβολιαστική κάλυψη φθάσει στο 80%-90%, μέσα στο 2022 σταδιακά θα βγει από την πανδημία.
Για άλλα μέρη του κόσμου όμως αυτό το τέλος δεν φαίνεται να έρχεται τόσο σύντομα, καθώς δεν θα μπορέσουν να επιτύχουν την επιθυμητή εμβολιαστική κάλυψη μέσα στο επόμενο ή και πιθανώς το μεθεπόμενο έτος».
Άλλο εμβόλιο, άλλο θεραπεία
Μπορεί αυτό το πολυπόθητο τέλος να βρίσκεται πλέον πιο κοντά χάρη και στις από του στόματος αντι-ιικές θεραπείες που βρίσκονται προ των πυλών; «Αρχικώς πρέπει όλα τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί σχετικά με τις από του στόματος θεραπείες να δημοσιευθούν επισήμως σε επιστημονικές επιθεωρήσεις ώστε να έχουμε πιο σαφή εικόνα.
Αν αυτό γίνει και αποδειχθεί η αποτελεσματικότητά τους, οι συγκεκριμένες θεραπείες θα συνεισφέρουν σε ό,τι αφορά την πρόληψη της σοβαρής νόσησης και της ανάγκης νοσηλείας. Υπάρχουν όμως περιορισμοί που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας:
Κατ’ αρχάς, τα φάρμακα αυτά πρέπει να λαμβάνονται στην αρχή της λοίμωξης ώστε να έχουν αποτέλεσμα. Κατά δεύτερον, ίσως δεν είναι όλοι στον πληθυσμό υποψήφιοι για λήψη τους εξαιτίας διαφορετικών αιτίων. Σε κάθε περίπτωση πρέπει όλοι να κατανοήσουν ότι οι αντι-ιικές θεραπείες δεν είναι υποκατάστατα του εμβολιασμού».
Οταν πάντως, αργά ή γρήγορα, γραφτεί το τέλος της πανδημίας του SARS-CoV-2, δεν θα πρέπει ούτε ένα λεπτό να εφησυχάσουμε, καθώς κατά τον ειδικό του ECDC «η πανδημία του νέου κορωνοϊού απέδειξε ότι ένας νέος, επικίνδυνος για την ανθρωπότητα, ιός μπορεί να εμφανιστεί οποιαδήποτε στιγμή. Πρέπει λοιπόν να επενδύσουμε μακροπρόθεσμα σε υποδομές, σε επιτήρηση, πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για την επόμενη ενδεχόμενη απειλή».
Κλείνοντας ζητήσαμε από τον δρα Τσάντσο να στείλει ένα μήνυμα προς τα ευρωπαϊκά κράτη που παλεύουν με την πανδημία και ένα προς τους αντιεμβολιαστές ή τους διστακτικούς που μέσα από την αρνητική στάση τους για εμβολιασμό τη συντηρούν.
«Τα ευρωπαϊκά κράτη πρέπει να θέσουν ως απόλυτη προτεραιότητά τους τους εμβολιασμούς – να διαθέσουν πόρους, να κάνουν μεγάλες καμπάνιες επικοινωνίας για τα οφέλη του εμβολιασμού που θα περιλαμβάνουν τους ίδιους τους υγειονομικούς που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της πανδημίας αλλά και τους επιστήμονες.
Πρέπει να χτιστεί η εμπιστοσύνη του πληθυσμού προς την επιστήμη και τα εμβόλια. Όσο για τους αντιεμβολιαστές δεν είναι και πολλά αυτά που μπορώ να τους πω. Στους διστακτικούς έχω να πω να μην ακούνε τους γνωστούς και τους φίλους τους, να καταφεύγουν σε έγκυρες πηγές για την πληροφόρησή τους. Ας μην ξεχνάμε ότι η δυσπιστία απέναντι στην επιστήμη δεν είναι κάτι νέο – ξεκίνησε από τον Μεσαίωνα…». Ας μην τον ζήσουμε πάλι εν έτει 2021…
Τρίτη δόση και σπατάλη πόρων
Αρκετά ευρωπαϊκά κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, έχουν ήδη προχωρήσει σε εμβολιασμό του συνόλου του πληθυσμού τους με ενισχυτική δόση των εμβολίων για τον SARS-CoV-2, ενώ το ECDC δεν συστήνει μια τέτοια στρατηγική.
Ζητήσαμε το σχόλιο του δρος Τσάντσο. «Το βασικό ερώτημα είναι πόσο διαρκεί η ανοσία που παρέχει ο βασικός εμβολιασμός ενάντια στον νέο κορωνοϊό. Τα στοιχεία μέχρι στιγμής δείχνουν ότι η προστασία ενάντια σε σοβαρή νόσηση διατηρείται με τον βασικό εμβολιασμό, ακόμη και σε ό,τι αφορά το στέλεχος Δέλτα.
Έτσι το ECDC μέχρι στιγμής δεν συστήνει εμβολιασμό ολόκληρου του πληθυσμού με ενισχυτική δόση αλλά μόνο ομάδων του που δεν προστατεύονται πλήρως μετά τον βασικό εμβολιασμό, όπως οι ανοσοκατεσταλμένοι.
Σε ό,τι αφορά τον γενικό πληθυσμό θεωρούμε πως το βάρος πρέπει να δοθεί στο να εμβολιαστούν με το βασικό σχήμα όσο περισσότεροι άνθρωποι γίνεται και αφού αυτό επιτευχθεί τα κράτη να σκεφθούν τη χορήγηση ενισχυτικής δόσης.
Αλλιώς μιλάμε για σπατάλη πόρων, τη στιγμή μάλιστα που άλλες χώρες του κόσμου δεν έχουν καν εμβόλια για τον βασικό εμβολιασμό του πληθυσμού τους».
Ποια άλλα στελέχη προκαλούν ανησυχία
Μπορεί το στέλεχος Δέλτα να επελαύνει τώρα στην Ευρώπη, ωστόσο το ECDC έχει στραμμένο το βλέμμα του και προς άλλα αναδυόμενα στελέχη που μπορεί να αποτελέσουν (ίσως και ακόμα μεγαλύτερες) απειλές. Σύμφωνα με τον δρα Τσάντσο «αυτή τη στιγμή κυκλοφορούν περισσότερες από 40 παραλλαγές του ιού παγκοσμίως, τις οποίες παρακολουθούμε στενά.
Μια από αυτές είναι η Δέλτα plus (AY 4.2), η οποία φέρει κάποιες ανησυχητικές μεταλλάξεις οι οποίες μπορεί να εμφανίσουν αντίσταση στα εμβόλια. Ευτυχώς μέχρι στιγμής δεν κυκλοφορεί ευρέως η παραλλαγή αυτή στην Ευρώπη – έχουμε υπό διαρκή παρακολούθηση την εξάπλωσή της στη Βρετανία.
Ωστόσο ο κίνδυνος να αναδυθεί μια νέα, ακόμα πιο επικίνδυνη παραλλαγή του ιού είναι υπαρκτός και για αυτόν τον λόγο πρέπει τα κράτη να μη σταματούν το testing και την αλληλούχηση όσο περισσότερων ιικών γονιδιωμάτων γίνεται για να εντοπίζουμε εγκαίρως τους πιθανούς κινδύνους».
Πηγή: ΒΗΜΑ-Science