Στα χρόνια της κρίσης η Ντίνα Κασιάρα αποφάσισε να αναζητήσει την τύχη της στη Γερμανία. Σήμερα ως επαγγελματίας της υγείας, νοσηλεύτρια, βιώνει την πανδημία του κορωνοϊού σε μια άλλη χώρα.
Μίλησε στο tomanifesto.gr για τα όσα αντιμετωπίζει σε μια μικρή – για τα δεδομένα της Γερμανίας – πόλη μεταξύ του Ανόβερο, του Αμβούργου και του Βερολίνου, με πληθυσμό περίπου 170.000 κατοίκους.
Όπως μας λέει στην πόλη της έχουν καταγραφεί επτά κρούσματα «όλα την προηγούμενη εβδομάδα και κανένα μέσα στο σαββατοκύριακο, εξέλιξη θετική». Η ίδια εργάζεται σε έναν μεγάλο οργανισμό στο τμήμα γηριατρικής. «Ήδη από την προηγούμενη Παρασκευή ήρθε οδηγία από το υπουργείο Υγείας με το οποίο ορίζεται πως πλέον το επισκεπτήριο περιορίζεται σε 1,5 ώρα την ημέρα. Όχι μόνο δεν υπήρξαν αντιδράσεις αλλά είναι πολλοί εκείνοι οι συγγενείς που σταμάτησαν να επισκέπτονται το κέντρο για την προστασία των οικείων τους».
Μαθαίνοντας τι συμβαίνει στην Ελλάδα, η Ντίνα Κασιάρα εντοπίζει την μεγάλη διαφορά των δύο χωρών στην υψηλή ατομική ευθύνη που διακρίνει τους Γερμανούς. «Επί της ουσίας δεν έχουν επιβληθεί μέτρα σε εμάς. Αλλά το σαββατοκύριακο όλη η πόλη ήταν άδεια. Έξοδος μόνο για το σούπερ μάρκετ και κάποιοι για περίπατο στο δάσος. Τίποτε πέραν αυτού» μας λέει.
Το γερμανικό Υπουργείο Υγείας φρόντισε εξ αρχής να θέσει σε ισχύ πρωτόκολλα και να ενημερώνει τους επαγγελματίες υγείας.
«Κανείς δεν πάει στα νοσοκομεία. Αν κάποιος ασθενήσει ειδοποιεί και τον επισκέπτεται κλιμάκιο με γιατρό στο σπίτι του. Στο κέντρο που εργάζομαι γνωρίζουμε ήδη πως υπάρχει πιθανότητα ανάκλησης των αδειών. Και επίσης οτι αν καταγραφεί ένα κρούσμα τότε η βάρδια που βρίσκεται κατά την διάγνωση θα παραμείνει. Αν προκύψει και δεύτερο το κέντρο κλείνει και μένουμε μέσα όσοι είμαστε ήδη εκεί» εξηγεί.
Η μεγαλύτερη διαφορά είναι πως «μπορούμε να δουλέψουμε χωρίς προβλήματα. Υπάρχει επάρκεια υλικού» ενώ καλεί το ελληνικό υπουργείο Υγείας να στηρίξει τους επαγγελματίες υγείας στην Ελλάδα. «Δεν μπορεί οι νοσηλευτές που σηκώνουν ένα τεράστιο βάρος να φέρνουν από το σπίτι τους γάντια. Δεν γίνεται να ρισκάρουν την υγεία τους. Ξέρω πως στην δύσκολη ώρα κανένας τους δεν θα μιλήσει για αυτό το λέω εγώ» καταλήγει.