Ευθείες βολές κατά της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ εξαπολύει ο πρώην πρόεδρος του Συνασπισμού Νίκος Κωνσταντόπουλος. Σε άρθρο του στα Νέα με τίτλο «Η ιστορία και οι παραχαράκτες της» κατηγορεί την παρέα του Αλέξη Τσίπρα για «προκλητική και κυνική μεθοδολογία, που αποτελεί επιπρόσθετη επιβάρυνση του ήδη νοσηρού δημοσίου βίου» με την προσπάθεια ταύτισης της σκευωρίας Novartis με το «βρώμικο ’89». «Το παρελθόν το απαξιώνουν όσοι θέλουν να δικαιολογήσουν αταξίες του παρόντος. Ιστορικά κακέκτυπα και πολιτικές καρικατούρες δεν διαπλάθουν κανένα δημιουργικό μέλλον για την ελληνική κοινωνία του 21ου αιώνα» σημειώνει χαρακτηριστικά.
Ολόκληρο το άρθρο
Στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, μεγάλες αντιθετικές συνθήκες εκδηλώνουν τη σύνθετη δυναμική τους, μεταξύ του αναλογικού παρελθόντος και του ψηφιακού μέλλοντος.
Η ανθρωπότητα βιώνει, αντιφατικά και δραματικά, μια νέα ιστορική εποχή που έρχεται μετά τη νεωτερικότητα. Ενα μακράς διάρκειας ταραγμένο πέρασμα, από τις υπάρχουσες πραγματικότητες στις απροσδιοριστίες μιας πλανητικής εποχής, αλλάζει τους όρους του συλλογικού και προσωπικού βίου, τους όρους εργασίας, παραγωγής κι ανάπτυξης, τους όρους κλιματικής και διατροφικής, υπαρξιακής και πολιτισμικής ισορροπίας κι εναρμόνισης μεταξύ νέων κοινωνιών, νέων εξουσιών, τεχνοεπιστημονικών εξελίξεων και ανθρωπιστικών – δημοκρατικών αναδιπλώσεων.
Και η Ελλάδα του 2020 εσωτερικεύει τις ανατροπές και τις αναστατώσεις μιας ολόκληρης δεκαετίας, με τρόπο πιεστικό, ξεπέφτει σε μία άλλη πραγματικότητα, που έρχεται από μακριά, διεκδικώντας να παραμείνει αναλλοίωτη για πολύ ακόμα. «Φυραίνει ο τόπος σαν πήλινο λαγήνι», όπως λέει ο Σεφέρης. Θα γιορτάσουμε τα διακόσια χρόνια από το 1821, υπό καθεστώς επιτήρησης, με απώλειες πολλών από τα υπάρχοντα αυτής της πατρίδας, την ταυτότητα και το όνομα της Ελλάδας στο νέο διεθνές περιβάλλον, την υπόσταση της κοινωνικής, δημοκρατικής και πολιτισμικής μας οντότητας. Μία διαφορετική, αρνητικά, Ελλάδα, κάτω από συνθήκες πολύπλευρης δοκιμασίας, ψάχνει το πρόσωπό της στον ορίζοντα του μέλλοντός της ή φθείρεται και διασύρεται με ακατάσχετες μικρολογίες παρελθοντολογικής σκιαμαχίας.
«Τώρα που γίνανε τα χάσματα καταφανή», για να θυμηθώ τον Μιχάλη Κατσαρό, είναι ιστορικά απαράδεκτες, πολιτικά επιπόλαιες και κοινωνικοηθικά ενοχλητικές εκείνες οι προσεγγίσεις που επιχειρούν στη θέση του μέλλοντος να υψώσουν το σκιάχτρο ενός ειδωλολατρικού – δημαγωγικού παρελθόντος. Μπροστά στην αγωνία για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας, μπροστά στην ανασφάλεια κι αβεβαιότητα των κομματικών συσχετισμών και των προσωπικών φιλοδοξιών, είναι πολιτικά προκλητικό και αντιαισθητικό να μηρυκάζονται αφορισμοί και μεσσιανισμοί μιας προβληματικής και δύσμορφης Μεταπολίτευσης.
Το 1989, «όταν άλλαξε η φύση των πραγμάτων» και οι συσχετίσεις γεγονότων, περιστάσεων και πολιτικών προσεγγίσεων παγκοσμίως, οδηγούσε από τον μεταψυχροπολεμικό κόσμο στον νεοφιλελευθερισμό, στον ελληνικό δημόσιο βίο κυριαρχούσε το σκάνδαλο Κοσκωτά. Η πνιγηρή αποφορά του δηλητηρίαζε τα πάντα και το αίτημα για κάθαρση ήταν πρωταρχικό πολιτικό ζητούμενο, ουσιαστική κοινωνική αξίωση, ανυποχώρητο ηθικοδικαιϊκό προαπαιτούμενο για την απελευθέρωση του δημόσιου βίου από τον ζόφο της διαπλοκής – διαφθοράς, για τη διεκδίκηση ουσιαστικής εξυγίανσης κι αξιόπιστης ανασυγκρότησης πολιτικού συστήματος και θεσμικών λειτουργιών. Το σκάνδαλο Κοσκωτά ήταν υπαρκτό κι όχι επινοημένο, ήταν διαβρωτικό κι όχι επιφανειακό, ήταν σύνθετο κι όχι επιπόλαιο, ήταν προκλητικό και κραυγαλέο, όχι κρυφό κι αποσιωπημένο, ήταν έργο πολλών διεργασιών διαπλοκής και δικτύωσης όλων των κρίσιμων τομέων της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, της κυβέρνησης και των κομμάτων, του κράτους και των θεσμών της Δικαιοσύνης και του Τύπου.
Αυτό το υπαρκτό σκάνδαλο, με τον συστηματικό τρόπο που οργανώθηκε, στηρίχτηκε κι απλώθηκε, αποτέλεσε «την τραγωδία των θεσμών της πολιτικής και της κοινωνικής ηθικής και διαφάνειας» στη διαχείριση της εξουσίας. Ηταν και αποδείχτηκε, πολιτικά και δικαστικά, σκάνδαλο οικονομικό και πολιτικό, κοινωνικό και θεσμικό, που δεν προέκυψε αυτοφυώς.
Επικράτησε επειδή έλειψαν οι βασικές δημοκρατικές αρχές της διαφάνειας και του ελέγχου, οι αντιστάσεις κοινωνικής ευθύνης και ηθικής, η σκόπιμη ευκολία με την οποία επιχειρήθηκε η υποβάθμιση και η συσκότισή του, η συγκάλυψή του και η επιχείρηση επικάλυψης της αλήθειας με τη δημαγωγική ψευδολογία ότι στην πολιτική όλα επιτρέπονται και δικαιολογούνται.
Το αίτημα για κάθαρση και διαφάνεια του πολιτικού συστήματος και του δημόσιου βίου από το σκάνδαλο Κοσκωτά και τις συμφύσεις του ήταν αίτημα όλων των κομμάτων στις εκλογές του 1989 και ανυποχώρητη αξίωση όλης της κοινωνίας, με τον Ανδρέα Παπανδρέου να ζητάει «ευθύνες όλων, όσο ψηλά κι αν βρίσκονται» και τον Ενιαίο, τότε, Συνασπισμό να προβάλλει τις βασικές θεσμικοπολιτικές εγγυήσεις διαφάνειας, ισονομίας – ισοπολιτείας, προστασίας του δημόσιου βίου. Από το 1991, στο Ειδικό Δικαστήριο, δημόσια, μπροστά σε όλη την κοινωνία που παρακολουθούσε από την τηλεόραση τη διαδικασία, υποστήριξα κι απέδειξα ότι «η αλήθεια δεν πέρασε από το Δικαστήριο», ότι «το σκάνδαλο Κοσκωτά βρήκε πόρτες ανοιχτές και δρόμους στρωμένους», ότι «εξευτέλισε μία ολόκληρη πολιτεία», που «είναι ανάγκη να τη θωρακίσουμε θεσμικά, ώστε να μην υποστεί κάποια όμοια πορεία». Είναι ντροπή αυτού του αγώνα για κάθαρση κατά της διαπλοκής η σημερινή ηγετική ομάδα ΣΥΡΙΖΑ να τον εντάσσει σε ένα «βρώμικο ’89».
Προς όψιμους κεκράχτες του επικοινωνιακού ψεύδους εις βάρος της ιστορικής πραγματικότητας, αποφασιστικά κι ανυποχώρητα επαναλαμβάνεται ότι «επικοινωνιακές επινοήσεις» και «προσωπικές επιλογές» ούτε την ιστορική πραγματικότητα αλλοιώνουν, ούτε τις προσωπικές ανασφάλειες και φιλοδοξίες υπηρετούν, ούτε στα έκδηλα διαφορετικά δεδομένα της Ελλάδας του 2020 δίνουν χαρακτηριστικά «βρώμικου 1989». Δεν είναι ανόητη ή επιπόλαιη μία τέτοια πρακτική, αλλά προκλητική και κυνική μεθοδολογία, που αποτελεί επιπρόσθετη επιβάρυνση του ήδη νοσηρού δημοσίου βίου. Επίσης, προς τους όψιμους αρνητές των πολιτικών – κοινωνικών και θεσμικών αγώνων του ενιαίου Συνασπισμού το 1989, που ως «νεόπλουτοι της εξουσίας» των μεγάλων ποσοστών αποστρέφονται τον φτωχό πρότερο εκλογικό εαυτό τους των μικρών ποσοστών, να θυμίσω ότι το παρελθόν το απαξιώνουν όσοι θέλουν να δικαιολογήσουν αταξίες του παρόντος. Ιστορικά κακέκτυπα και πολιτικές καρικατούρες δεν διαπλάθουν κανένα δημιουργικό μέλλον για την ελληνική κοινωνία του 21ου αιώνα.