Στη διαπίστωση ότι η Ελλάδα εφάρμοσε ένα από τα πιο μεγάλα σε αξία – αναλογικά με το ΑΕΠ – πακέτα στήριξης της οικονομίας προχώρησε Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε ειδική μελέτη της για τα προγράμματα σταθερότητας που κατέθεσαν τα κράτη μέλη. Υπολογίζει ότι η αξία του ελληνικού πακέτου φτάνει στο 3,7% του ΑΕΠ με βάση τα στοιχεία έως τέλος Απριλίου, χωρίς δηλαδή να συνυπολογιστούν τα δύο τελευταία πακέτα μέτρων, έναντι 3,1% του ΑΕΠ μέσου όρου ανά την ΕΕ.
Μάλιστα επισημαίνει ότι πλέον σε κάποια κράτη τα μέτρα στήριξης ξεπερνούν το 5% του ΑΕΠ, βάζοντας αυτή κατηγορία την Ελλάδα αλλά και τρεις ακόμα χώρες: την Ιταλία, την Πολωνία και τη Γερμανία.
Εκτιμά ότι παρόλα αυτά, η δημοσιονομική θέση της χώρας παραμένει σχετικά ανθεκτική με το έλλειμμα που θα καταγράψει φέτος ελληνική οικονομία να είναι σχετικά με τα μέτρα που έχουν ληφθεί συγκρατημένο. Ωστόσο κάνει λόγο για υπεραισιόδοξη πρόβλεψη της Ελληνικής κυβέρνησης αναφορικά με την πορεία του ΑΕΠ (αναφερόμενη στο σενάριο ύφεσης κατά 5% και όχι στο δυσμενές του 8%), κάτι το οποίο όπως επισημαίνει αναφέρεται και στη θέση που έχει λάβει το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο.
Υπενθυμίζεται πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις εαρινές της εκτιμήσεις υπολόγισε πως η ύφεση στην Ελλάδα θα φτάσει στο 9,7% έναντι 7,7% μέσης ύφεσης ανά την ευρωζώνη και 7,4% ύφεσης ανά την Ε.Ε. Ο λόγος για ένα ποσοστό το οποίο είναι το υψηλότερο πανευρωπαϊκά.
Σήμερα αναμένονται οι νέες, θερινές, εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για να φανεί πώς επαναπροσδιορίζει τις προοπτικές όχι μόνο της Ελληνικής οικονομίας αλλά και της Ευρώπης. Και τούτο στο πλαίσιο των προτάσεών της για ένα ισχυρό ευρωπαϊκό σχέδιο ανάκαμψης που θα στηρίξει τα κράτη μέλη και θα συζητηθεί στη Σύνοδο Κορυφής της άλλης βδομάδας.
Στην έκθεση για τον απολογισμό των προγραμμάτων σταθερότητας επισημαίνεται επίσης από την Κομισιόν ότι η Ελλάδα το 2019 πέτυχε την 3η ταχύτερη απομείωση του δημόσιου χρέους μετά την Κύπρο και την Ιρλανδία. Παρόλα αυτά παραμένει ένα από τα κράτη με πολύ υψηλό χρέος.
Επίσης αναφέρεται ότι την προηγούμενη δεκαετία η δημοσιονομική προσαρμογή που κατέστη εφικτή στην Ελλάδα ήταν η μεγαλύτερη πανευρωπαϊκά, με δεύτερη αυτή της Ιρλανδίας. Μάλιστα επισημαίνει ότι αντιθέτως επεκτατική δημοσιονομική πολιτική την προηγούμενη δεκαετία ακολούθησαν η Γερμανία, η Εσθονία, η Λετονία και το Λουξεμβούργο.
Κάνει λόγο επίσης για τεράστιο επενδυτικό κενό που υπήρχε στην Ελλάδα πριν ξεσπάσει η υγειονομική κρίση. Εκτιμά πως είναι το πιο μεγάλο ανά την ΕΕ.
Επιπλέον, προβαίνει στην εκτίμηση πως η Πανδημία “αναμένεται να προκαλέσει μια άνευ προηγουμένου αύξηση των ιδιωτικών αποταμιεύσεων” αλλά με παράλληλη μείωση των δημόσιων αποταμιεύσεων. Η αύξηση των ιδιωτικών αποταμιεύσεων το 2020 αναμένεται να είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που καταγράφηκε μετά την οικονομική κρίση το 2009. Μάλιστα, εκτιμάται πως ναι μεν στη Γερμανία και στην Ολλανδία αναμένονται υψηλά επίπεδα αποταμίευσης (άνω του 30% του ΑΕΠ), αλλά “η Ιταλία, η Ελλάδα και η Γερμανία αναμένεται να σημειώσουν τις μεγαλύτερες αυξήσεις”. Ωστόσο, αυτές οι αυξήσεις στις ιδιωτικές αποταμιεύσεις θα συνοδεύονται από “ακόμη μεγαλύτερες μειώσεις των δημόσιων αποταμιεύσεων, οι οποίες για το σύνολο της ζώνης του ευρώ θα είναι διπλάσιες από το 2009” επισημαίνεται.