Σε μια προσπάθεια να βαφτιστεί το ρατσιστικό μίσος ως «πολιτική αλληλεγγύη», ο Δημήτρης Κουτσούμπας πήρε για άλλη μία φορά το μικρόφωνο στη Βουλή, όχι για να καταγγείλει το πραγματικό πρόβλημα – τις στοχοποιήσεις ανθρώπων με βάση την εθνικότητά τους – αλλά για να ξεπλύνει ιδεολογικά το πιο χυδαίο πρόσωπο του σύγχρονου αντισημιτισμού. Με προσχήματα τον «αντιιμπεριαλισμό» και την «αλληλεγγύη στον παλαιστινιακό λαό», ο ΓΓ του ΚΚΕ εμφανίστηκε σχεδόν ενοχλημένος από το γεγονός ότι κάποιοι τολμούν να αποκαλέσουν «αντισημιτισμό» αυτό που βλέπουμε όλοι: διώξεις τουριστών μόνο και μόνο επειδή είναι από το Ισραήλ, συνθήματα γενικευμένου μίσους, αποκλεισμούς σε ελληνικά νησιά. Αντί να καταδικάσει την απροκάλυπτη στοχοποίηση ιδιωτών με βάση την εθνική τους ταυτότητα, επιλέγει να υποβαθμίσει την έννοια του ρατσισμού για να προστατεύσει την κομματική του γραμμή.

Ο ισχυρισμός ότι οι διαδηλώσεις δεν στρέφονται κατά των Εβραίων αλλά κατά του «ισραηλινού κράτους», καταρρέει όταν βλέπουμε πράξεις που διώχνουν ανθρώπους από πλοία, λιμάνια και μαγαζιά μόνο και μόνο επειδή είναι Ισραηλινοί. Αυτό δεν είναι πολιτική καταγγελία – είναι ρατσιστική διάκριση. Και όταν η ρητορική του Κουτσούμπα ταυτίζει αυθαίρετα τον κάθε Ισραηλινό με τον στρατό του Νετανιάχου, όταν βαφτίζει τουριστικές επισκέψεις ως «προκλητικούς πανηγυρισμούς» και «δολοφονικά διαλείμματα», τότε όχι μόνο δεν κάνει διαχωρισμό ανάμεσα σε πολίτη και κράτος, αλλά χτίζει μεθοδικά τη δαιμονοποίηση ενός ολόκληρου λαού. Αυτή είναι η πεμπτουσία του ρατσισμού, όσο κι αν ντύνεται με ιδεολογικό μανδύα.

Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι προσπαθεί να μετατοπίσει την έννοια του φασισμού: οι φασίστες, λέει, είναι μόνο όσοι χτυπούν μέλη της ΚΝΕοι υπόλοιποι που αποκλείουν ανθρώπους από δημόσιους χώρους λόγω εθνικότητας, προφανώς περνούν ως «αντιφασίστες». Έτσι, η Δικαιοσύνη γίνεται «τυφλή» όταν δεν βολεύει το αφήγημα του ΚΚΕ και ο αντιρατσιστικός νόμος είναι «εργαλείο καταστολής» όταν προστατεύει ανθρώπους που η Αριστερά έχει αποφασίσει πως «δεν χωρούν». Το ρητορικό πυροτέχνημα του Κουτσούμπα, ότι «υπάρχουν Ισραηλινοί που καταγγέλλουν το κράτος τους», καταρρέει ως επιχείρημα, γιατί κανείς δεν διώκεται για τις πολιτικές του απόψεις – αλλά για την εθνική του ταυτότητα. Και αυτό είναι έγκλημα μίσους, όχι πολιτική πράξη.

Ρητορική υπεκφυγής: Η ταύτιση πολίτη-κράτους

Ο Δημήτρης Κουτσούμπας προσπαθεί να διαχωρίσει —υποτίθεται— την κριτική προς το κράτος του Ισραήλ από τη στοχοποίηση των πολιτών του. Όμως, την ίδια στιγμή, βάζει στην ίδια εξίσωση τους τουρίστες με τους στρατιώτες του IDF, τις οικογένειες που έρχονται για διακοπές με τους κατακτητές της Γάζας. Όταν μιλά για «μαχητές του IDF που κάνουν αναψυχή στην Ελλάδα πριν συνεχίσουν τη γενοκτονία», απευθύνεται σε γενικευμένο συναίσθημα μίσους και καχυποψίας: κάθε Ισραηλινός τουρίστας είναι εν δυνάμει εγκληματίας πολέμου. Δεν κάνει διάκριση — τη διαγράφει. Όπως ακριβώς κάνουν και οι ρατσιστές όλων των αποχρώσεων, όταν ταυτίζουν έναν λαό με ένα κράτος, ή μια θρησκεία με ένα έγκλημα. Πρόκειται για ρητορική υπεκφυγή, που χτίζει σκόπιμα ένα ψευδοηθικό άλλοθι για τη νομιμοποίηση της συλλογικής ευθύνης.

 Αντιρατσιστικός νόμος κατά το δοκούν

Ο Κουτσούμπας επιτίθεται στον αντιρατσιστικό νόμο επειδή «χρησιμοποιείται για τη φίμωση της αλληλεγγύης προς την Παλαιστίνη». Ο ίδιος νόμος, όμως, είναι αυτός που ποινικοποιεί τη ρητορική μίσους απέναντι στους μετανάστες, τους Ρομά, τους μουσουλμάνους, τις ΛΟΑΤΚΙ ομάδες. Όταν προστατεύει αυτούς, τότε είναι καλός. Όταν όμως καλείται να προστατεύσει Ισραηλινούς τουρίστες από ρατσιστικές επιθέσεις ή διακρίσεις, ξαφνικά είναι «εργαλείο καταστολής». Το ΚΚΕ θέλει έναν αντιρατσιστικό νόμο α λα καρτ, που να εξαιρεί όποιον στοχοποιείται βάσει μιας εθνικότητας που θεωρείται «πολιτικά ένοχη». Μα έτσι, η έννοια του ρατσισμού ευτελίζεται και γίνεται ταξική – όχι ηθική ή καθολική. Και αυτό είναι εξίσου επικίνδυνο με τη φασιστική χρήση του νόμου για τη φίμωση της αντίθετης φωνής.

Ηθική διαστροφή του αντιφασισμού

Για τον Κουτσούμπα και τον κομματικό του λόγο, «φασίστας» είναι μόνο όποιος επιτίθεται στο ΚΚΕ. Οι υπόλοιποι, ακόμα κι αν φωνάζουν «Έξω οι Ισραηλινοί» και διώχνουν κόσμο από δημόσιους χώρους, βαφτίζονται «αγωνιστές». Η έννοια του αντιφασισμού παγιδεύεται μέσα σε ένα στενό κομματικό καλούπι: δεν ορίζεται ηθικά, αλλά πολιτικά. Αν είσαι «με μας», είσαι αντιφασίστας. Αν είσαι εναντίον μας, είσαι φασίστας. Κανένα ηθικό φίλτρο, κανένα μέτρο. Είναι ο ίδιος ηθικός σχετικισμός που στο παρελθόν επέτρεψε σε απολυταρχικά καθεστώτα να βαφτίζουν τους αντιφρονούντες «πράκτορες του φασισμού». Σήμερα, επανέρχεται από το ΚΚΕ σε εκδοχή που εξυπηρετεί το πολιτικό του αφήγημα: όλοι οι φασίστες είναι «εκκολαπτόμενοι χρυσαυγίτες», ποτέ όμως ένας φανατικός που ουρλιάζει κατά του «Εβραίου».

Σιωπή απέναντι στον πραγματικό ρατσισμό

Στις δηλώσεις του, ο Κουτσούμπας δεν αφιερώνει ούτε μία λέξη για τους Ισραηλινούς τουρίστες που εμποδίστηκαν να αποβιβαστούν σε ελληνικά νησιά. Δεν εκφράζει καμία ανησυχία για το γεγονός ότι πολίτες εμποδίζονται να κινηθούν ελεύθερα λόγω εθνικότητας – ένα ξεκάθαρο περιστατικό ρατσιστικής στοχοποίησης. Αντίθετα, παρουσιάζει τις πράξεις αυτές σχεδόν ως «κατανοητές» ή «δικαιολογημένες». Αυτή η επιλεκτική ευαισθησία αποκαλύπτει τη βαθιά ιδεολογική στρέβλωση που χαρακτηρίζει τον λόγο του: μόνο οι δικοί μας έχουν δικαίωμα στην προστασία. Όσοι βρίσκονται στην «αντίπερα όχθη», ακόμα και αν είναι απλοί πολίτες, δεν αξίζουν ούτε τον οίκτο μας. Αυτή είναι η πιο ωμή μορφή ηθικής έκπτωσης: η σιωπή απέναντι στον πραγματικό ρατσισμό, επειδή δεν βολεύει πολιτικά.