Στην κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για όλους ανεξαιρέτως τους φορολογούμενους με ετήσια εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ θα προχωρήσει η κυβέρνηση από το 2022, καθώς πρόσφατα έλαβε σαφές μήνυμα από τους δικαστικούς λειτουργούς ότι η συνέχιση της επιβολής της εισφοράς αυτής μόνο στους μισθωτούς του Δημοσίου και τους συνταξιούχους είναι αντισυνταγματική. Το μήνυμα εστάλη την περασμένη Παρασκευή στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη από την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων με τη μορφή αιτήματος για την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης.

Η πλήρης κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης από το 2022 είναι ήδη στα πλάνα της κυβέρνησης, ωστόσο οι μέχρι τώρα επίσημες αναφορές στο θέμα αυτό από αρμόδια κυβερνητικά χείλη δεν ήταν σαφείς. Εκείνο το οποίο είχε επανειλημμένα επισημανθεί εμμέσως από τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα ήταν ότι η εφαρμογή του μέτρου αυτού από το 2022, όπως και ορισμένων ακόμη μέτρων που προβλέπουν μόνιμες μειώσεις φόρων, θα εξαρτηθεί από το εάν θα εξασφαλιστεί ο απαιτούμενος δημοσιονομικός χώρος.

Η δημοσιοποίηση του εγγράφου των δικαστικών λειτουργών. στο οποίο γίνεται σαφής αναφορά περί αντισυνταγματικότητας της συνέχισης της επιβολής της εισφοράς στους εργαζομένους του Δημοσίου και τους συνταξιούχους, υποχρεώνει πλέον την κυβέρνηση να προχωρήσει άμεσα στην εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου, δηλαδή να οριστικοποιήσει την απόφασή της για πλήρη κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης από το 2022, καθώς τυχόν εμμονή της στο αντίθετο θα προκαλέσει πλέον κύμα προσφυγών στη Δικαιοσύνη από την πλευρά χιλιάδων μισθωτών του Δημοσίου και συνταξιούχων που -με βεβαιότητα πλέον- θα οδηγήσει στην έκδοση αποφάσεων οι οποίες θα δικαιώνουν τους προσφεύγοντες και μάλιστα αναδρομικά από την 1η-1-2021.

Με δεδομένο ότι η κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για τους μισθωτούς του δημοοίου τομέα και για τους συνταξιούχους έχει ετήσιο δημοσιονομικό κόστος περίπου 400 εκατ. ευρώ, τυχόν άρνηση της κυβέρνησης να προχωρήσει στη νομοθέτησή της από το 2022 θα προκαλέσει τελικά δημοσιονομικό κόστος 800 εκατ. ευρώ. Κι αυτό διότι οι δικαστικές αποφάσεις που θα εκδοθούν και θα κρίνουν αντισυνταγματική την επιβολή της εισφοράς μόνο στους μισθωτούς του Δημοσίου και τους συνταξιούχους θα υποχρεώσουν τελικά το Δημόσιο να καταβάλλει αναδρομικά για τουλάχιστον δύο έτη και για το 2021 και για το 2022. Και μάλιστα εντόκως.

Στο έγγραφο με τίτλο «Υποβολή αιτήματος για κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης», που απέστειλε η ΕΝΔΕ την Παρασκευή 27 Αυγούστου προς τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη (και τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Θεόδωρο Σκυλακάκη), επισημαίνονται τα εξής:

Το ΔΣ της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων κατά τη συνεδρίαση του ΔΣ της 6ης Φεβρουάριου 2021 αποφάσισε να θέσει δημόσια το ζήτημα της κατάργησης της εισφοράς αλληλεγγύης για τους δικαστικούς λειτουργούς καθώς και για όλους τους μισθωτούς στον δημόσιο τομέα. Η παρούσα χρονική συγκυρία, ενόψει του οικονομικού προγραμματισμού της νέας χρονιάς, μας επιτρέπει να υποβάλλουμε αίτημα κατάργησης της εισφοράς αλληλεγγύης για τους παρακάτω λόγους:

Με το άρθρο 298 του ν. 4738/2020 απαλλάσσονται πλέον από την υποχρέωση καταβολής εισφοράς αλληλεγγύης οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα. οι ελεύθεροι επαγγελματίες, μέλη Δ.Σ., ενώ απαλλαγή προβλέπεται και για το φορολογικό έτος 2020 στα εισοδήματα από κεφάλαιο, από επιχειρηματική δραστηριότητα, από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου και από τόκους. Η μοναδική κατηγορία πολιτών που υπόκειται στο εξής σε εισφορά αλληλεγγύης είναι οι μισθωτοί του δημοσίου τομέα και οι συνταξιούχοι.

Ο περιορισμός της υποχρέωσης “εισφοράς αλληλεγγύης” μόνο στους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα και στους συνταξιούχους, πέρα από το γεγονός ότι επιβαρύνει τους φορολογικά συνεπέστερους πολίτες, δημιουργεί πρόβλημα ασυμβατότητας με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος που ορίζει “οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους”. Το νόημα της συνταγματικής διάταξης είναι ότι οι νόμοι που επιβάλλουν φορολογικά βάρη δεν μπορούν να προβαίνουν σε αδικαιολόγητες διακρίσεις ή να επιβαρύνουν δυσανάλογα και υπέρμετρα ορισμένες κατηγορίες πολιτών, πόσο μάλλον μία μοναδική κατηγορία. Αλλά και με τα άρθρα 20 και 21 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ που καθιερώνουν την αρχή της απαγόρευσης αθέμιτων διακρίσεων. η οποία, κατά πάγια νομολογία του ΔΕΚ/ΔΕΕ, επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις, εκτός αν η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται, ως ερειδόμενη σε αντικειμενικό και εύλογο κριτήριο. Τέτοιο κριτήριο δεν υφίσταται εν προκειμένω, αφού ως εκ της φύσης της επίμαχης φορολογικής υποχρέωσης κανένας αποχρων λόγος δεν δικαιολογεί τη διατήρησή της ειδικά και μόνο στους μισθωτούς του δημόσιου τομέα και τους συνταξιούχους. Η κατά τον ανωτέρω τρόπο δυσμενής φορολογική μεταχείριση μόνο των εν λόγω κατηγοριών φορολογούμενων καθίσταται σαφώς αυθαίρετη, αφού στον ν. 4738/2020 δεν γίνεται επίκληση κανενός γενικού και αντικειμενικού κριτηρίου που να ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες συνθήκες αυτών. Το τελευταίο τούτο επιβεβαιώνεται από την ίδια την αιτιολογική έκθεση του νόμου που επέβαλε την “εισφορά αλληλεγγύης”, η οποία επικαλείται την ευθύνη “κάθε πολίτη”.

Η συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση μετά τον περιορισμό της σε μία μόνο κατηγορία πολιτών παύει να είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις της προβλεπόμενης στο άρθρο 25 παρ. 1 δ’ του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας. Η έξοδος της Ελλάδας από τις δεσμεύσεις των μνημονίων αίρει τη δικαιολογητική βάση ενός ειδικού φόρου που είχε εξ αρχής στενό χρονικό ορίζοντα και επιβλήθηκε λόγω έκτακτων καταστάσεων. Η συνταγματική επιταγή για αναλογική και προοδευτική φορολογική επιβάρυνση των πολιτών ανάλογα με τα εισοδήματά τους να γίνει ο ανεξαίρετος κανόνας».

Σημειώνεται ότι, όπως έχει ήδη επισημάνει η «Ν», τυχόν απόφαση της κυβέρνησής για πλήρη κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης από το επόμενο έτος θα έχει ως συνέπεια να αυξηθούν τα καθαρά ποσά αποδοχών που θα λαμβάνουν από τον Ιανουάριο του 2022 περισσότεροι από 500.000 δημόσιοι υπάλληλοι, δημόσιοι λειτουργοί και συνταξιούχοι με ετήσια εισοδήματα μεγαλύτερα των 12.000 ευρώ. Ειδικότερα, από την 1η-1-2022 που θα ισχύσει το μέτρο θα πάψουν να επιβαρύνονται με ειδική εισφορά αλληλεγγύης: α) οι πολιτικοί δημόσιοι υπάλληλοι με ετήσιες αποδοχές άνω των 12.000 ευρώ, β) οι δημόσιοι λειτουργοί, δηλαδή οι στρατιωτικοί, οι αστυνομικοί, οι πυροσβέστες, οι λιμενικοί, οι δικαστικοί, οι ιατροί του ΕΣΥ, οι πανεπιστημιακοί, οι ερευνητές και οι λοιποί δημόσιοι λειτουργοί, των οποίων τα ετήσια εισοδήματα από μισθούς υπερβαίνουν τις 12.000 ευρώ.

γ) οι συνταξιούχοι με ετήσια εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ.

δ) τα μέλη της κυβέρνησης, οι βουλευτές, οι γενικοί και ειδικοί γραμματείς, οι περιφερειάρχες, οι δήμαρχοι και τα στελέχη των επιχειρήσεων και των οργανισμών του δημοσίου τομέα, των οποίων οι ετήσιες αποδοχές είναι παρά πολύ υψηλές.

Όλες αυτές οι κατηγορίες μισθωτών υπαλλήλων-λειτουργών του Δημοσίου και συνταξιούχων θα δουν από τον Ιανουάριο του 2022 τις μηνιαίες καθαρές αποδοχές τους να αυξάνονται σημαντικά λόγω κατάργησης των μηνιαίων κρατήσεων ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης.

Πηγή: Η Ναυτεμπορική