Εχουν περάσει τέσσερα χρόνια από τις ιδρυτικές εκλογές του Κινήματος Αλλαγής και σχεδόν τίποτα δεν μοιάζει ίδιο. Ο χαμός της Φώφης Γεννηματά άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο για το ΚΙΝΑΛ, στο οποίο ωστόσο συνεχίζουν να εμφανίζονται γνώριμοι χαρακτήρες, οι οποίοι έχουν την ικανότητα να επηρεάσουν τις εξελίξεις.

Τρία ήταν τα βασικά μπλοκ ψηφοφόρων, η συμπεριφορά των οποίων καθόρισε και το τελικό αποτέλεσμα το 2017: οι γεννηματικοί, οι ανδρουλακικοί και οι παπανδρεϊκοί, τρία κατά κύριο λόγο προσωποπαγή μέτωπα. Οπως και τότε, έτσι και το 2021, δύο εκ των τριών μπλοκ εκπροσωπούνται και το ένα πρέπει να κληθεί να αποφασίσει ποιον θα στηρίξει.

Οι παπανδρεϊκοί του 2017, χωρίς τον Παπανδρέου υποψήφιο, έστριψαν την προσοχή τους κατά κύριο λόγο προς την πλευρά της Γεννηματά και του Γιώργου Καμίνη, ενώ στον δεύτερο γύρο στη συντριπτική τους πλειοψηφία τάχθηκαν υπέρ της τελικής νικήτριας. Οι γεννηματικοί έχουν πλέον χαλαρώσει αρκετά, ωστόσο ένα μεγάλο κομμάτι του μηχανισμού έχει ταχθεί υπέρ Παπανδρέου και συγκεκριμένα στελέχη και συνεργάτες της Γεννηματά, όπως ο Παναγιώτης Βλάχος και ο Λάμπρος Παλάντζας, υπέρ του Νίκου Ανδρουλάκη.

Παρ’ όλα αυτά, από τους γεννηματικούς κερδίζει και ο Παύλος Γερουλάνος, αλλά (σε επίπεδο νεολαίας) και ο Παύλος Χρηστίδης. Οι «διαρροές» των υπόλοιπων δύο είναι πιο περιορισμένες, με τον Χάρη Καστανίδη και τον Γερουλάνο να «κλέβουν» από το κοινό Παπανδρέου, και ο Γερουλάνος με τον Χρηστίδη να τσιμπούν και λίγο από το κοινό του Ανδρουλάκη.

Οσον αφορά την πολιτική, φυσιογνωμία και στόχευση, λίγα πράγματα έχουν αλλάξει – μάλλον οι περισσότεροι υποψήφιοι πατούν πάνω στην κληρονομιά των τελευταίων ετών, με στόχο να τη χρησιμοποιήσουν ως σημείο εκκίνησης. Το πολιτικό διακύβευμα που επικράτησε και στην εκλογική αναμέτρηση του 2017 αφορούσε την ενότητα και την πολιτική αυτονομία – και αυτά τα δύο κριτήρια εξακολουθούν να είναι πολύ ισχυρά έως και σήμερα, αν κρίνει κανείς από το ότι επί αυτής της βάσης τοποθετούνται όλοι οι υποψήφιοι, ανεξαρτήτως πολιτικής κατεύθυνσης. Από την άλλη, τα εκτός ΠΑΣΟΚ στελέχη δεν είναι πια εξωτικά πουλιά τα οποία όλοι περιεργάζονται από τη μια με δυσπιστία και από την άλλη με ενδιαφέρον, προσπαθώντας να τα πάρουν με το μέρος τους.

Η ζύμωση των τελευταίων τεσσάρων ετών, ακόμα και η παραμονή τους στο κεντροαριστερό σχήμα, παρά τη διαφωνία στη Συμφωνία των Πρεσπών και την αποχώρηση των επικεφαλής των κομμάτων που συνίδρυσαν το ΚΙΝΑΛ, τους πρόσθεσε στο σύνολο. Είναι πλέον αναπόσπαστο κομμάτι του, παρά τα ξεχωριστά τους χαρακτηριστικά και τη δημιουργία της «Τρίτης Συνιστώσας» ως προσπάθεια συντονισμού των κινήσεών τους. Γι’ αυτό και, υπό μια έννοια, σκορπίζονται ανάμεσα στους τρεις επικρατέστερους υποψήφιους, με το πιο μεγάλο κομμάτι της ΔΗΜΑΡ να τάσσεται υπέρ Παπανδρέου και οι περισσότεροι που προέρχονται από τον μεταρρυθμιστικό χώρο του Ποταμιού υπέρ του Λοβέρδου.

Αν όμως δίδαξε κάτι το αποτέλεσμα του 2017, είναι πως ο χώρος προσδιορίζεται από το ΠΑΣΟΚ – γι’ αυτό και στον δεύτερο γύρο πέρασαν οι δύο που είχαν τις πιο στενές σχέσεις με τον πράσινο ήλιο και στο τέλος νίκησε εκείνη που ταυτιζόταν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μαζί του περισσότερο. Που πάει να πει πως όποιος παίζει το χαρτί του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ξεκίνησε να βάζει ο Λοβέρδος σε αυτή την προεκλογική κούρσα, έχει πιάσει την πλειοψηφία των ψηφοφόρων του χώρου – γι’ αυτό πλέον, ο καθένας με διαφορετικό τρόπο, βρίσκει τρόπο και χώρο για να μιλήσει για το όνομα στη μαρκίζα και για τον πράσινο ήλιο.

Τι άλλο μπορεί κανείς να μάθει από το 2017; Οσο περνάει ο καιρός οι μικρότεροι υποψήφιοι συμπιέζονται, πράγμα που σημαίνει πως τα ποσοστά της τριάδας που προηγείται (Λοβέρδος, Παπανδρέου, Ανδρουλάκης) μπορεί να είναι μεγαλύτερα από όσο εκτιμάται σήμερα, ενώ των τριών αουτσάιντερ πιο περιορισμένα απ’ όσο φαινόταν αρχικά – η πόλωση, δηλαδή, λειτουργεί, όπως πάντα, υπέρ των πιο ισχυρών υποψηφιοτήτων.

Αυτό όμως που διαχωρίζει κάθετα το 2017 από το 2021 είναι πως το πρώτο αφορούσε μια γέννηση και το δεύτερο μια μετάβαση. Τότε η Γεννηματά ήταν εκείνη που προχώρησε το εγχείρημα και εκείνη που θεωρήθηκε από τη βάση πως έπρεπε να το συνεχίσει. Το 2021 δεν υπάρχει κανείς που να σήκωσε στις πλάτες του την προηγούμενη ή την εν εξελίξει διαδικασία, πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπάρχει κανείς που η βάση θεωρεί πως του χρωστάει.

Από την άλλη, τον πιο σημαντικό ρόλο για την επιλογή προέδρου παίζει η ελπίδα για το επόμενο βήμα μετά τις εκλογές – καθώς βασικός σκοπός είναι το κόμμα να καταφέρει να φτάσει στο διψήφιο ποσοστό και να αρχίσει να μετράει αντίστροφα η επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ στον λεγόμενο προοδευτικό χώρο.