Το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε σήμερα ότι οι διεθνείς συνομιλίες στη Σαουδική Αραβία το σαββατοκύριακο για την εξεύρεση μιας ειρηνικής λύσης στην κρίση της Ουκρανίας βοήθησαν να «εδραιωθεί η διεθνής συναίνεση». Πάνω από 40 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, της Ινδίας, των ΗΠΑ και ευρωπαϊκών χωρών -αλλά όχι της Ρωσίας-πήραν μέρος στις συνομιλίες της Τζέντα που ολοκληρώθηκαν χθες, Κυριακή.

Η Κίνα έστειλε τον Ειδικό Απεσταλμένο της για Ευρασιατικές Υποθέσεις και πρώην πρεσβευτή στη Ρωσία Λι Χιούι, ο οποίος τον Μάιο έκανε περιοδεία σε έξι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με στόχο να βρεθεί κοινός τόπος για μια τελική πολιτική διευθέτηση της σύγκρουσης, που τώρα διανύει τον 18ο μήνα της. Ο Λι «είχε εκτεταμένες επαφές και επικοινωνία με όλες τις πλευρές για την πολιτική διευθέτηση της ουκρανικής κρίσης … άκουσε τις γνώμες και τις προτάσεις όλων των πλευρών και εδραίωσε περαιτέρω τη διεθνή συναίνεση», ανέφερε το υπουργείο Εξωτερικών σε γραπτή δήλωση προς το Reuters.

«Όλες οι πλευρές σχολίασαν θετικά τη συμμετοχή του Λι Χιούι και στήριξαν πλήρως τον θετικό ρόλο της Κίνας στη διευκόλυνση των ειρηνευτικών συνομιλιών», ανέφερε η ανακοίνωση. Η Κίνα θα συνεχίσει να ενισχύει τον διάλογο με βάση την πρόταση της από 12 σημεία και να «συγκεντρώνει αμοιβαία εμπιστοσύνη», δήλωσε χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένες λεπτομέρειες. Η συμμετοχή της Κίνας αποτελεί ένδειξη για πιθανές αλλαγές στην προσέγγιση του Πεκίνου, αλλά όχι στροφή 180 μοιρών στη στήριξή της προς τη Μόσχα, σύμφωνα με αναλυτές.
Το Πεκίνο έχει αρνηθεί να καταδικάσει τη Μόσχα για την εισβολή που εξαπέλυσε τον Φεβρουάριο του 2022. Αλλά έχει προσφέρει το δικό της ειρηνευτικό σχέδιο, που έλαβε χλιαρή απάντηση στη Ρωσία και την Ουκρανία ενώ επιφυλακτικότητα εξέφρασαν οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.

Η διήμερη συνάντηση στην Τζέντα ήταν μέρος μιας διπλωματικής ώθησης της Ουκρανίας για την οικοδόμηση στήριξης πέραν του πυρήνα των Δυτικών υποστηρικτών της, προσεγγίζοντας χώρες του Παγκόσμιου Νότου (ένας όρος που χρησιμοποιείται για τη Λατινική Αμερική, την Αφρική και μέρος της Ασίας) που έχουν εμφανιστεί απρόθυμες να πάρουν θέση σε μια σύγκρουση που έχει πλήξει την παγκόσμια οικονομία.