Η φωτογραφία του 60χρονου Βιντζέντσο λα Πόρτα στο μπαλκόνι ενός ταπεινού εστιατορίου στην Κέρκυρα, τυλιγμένου με κασκόλ της πρωταθλήτριας Ιταλίας, της Νάπολης, και με το κλασικό γαλάζιο καπέλο της ομάδας, είναι ιστορικής σημασίας. Οχι γι’ αυτό που δείχνει, αλλά γι’ αυτό που σημαίνει: ότι το μόνο που μπορεί να νικήσει έναν μαφιόζο και να τον στείλει στη φυλακή είναι κάποιο πολύ συγκεκριμένο πάθος που δεν μπορεί να ελέγξει.
Γράφει ο Κώστας Κυριακόπουλος
Οι Καμορινέζι, λένε οι παρατηρητές του ιταλικού οργανωμένου εγκλήματος, έχουν συνήθως πέντε αχόρταγα πάθη: λεφτά, γυναίκες, φαγητό, ναρκωτικά, ποδόσφαιρο. Ο Λα Πόρτα μάλλον τα κατάφερνε μια χαρά με όλα τα άλλα, αν τα είχε όλα, εκτός από το τελευταίο. Το ποδόσφαιρο…
Ο φυγόδικος έχει καταδικαστεί ως μέλος της Καμόρα, της ναπολιτάνικης μαφίας, και συγκεκριμένα του κομματιού της εκείνου που ειδικεύεται στα εγκλήματα του «λευκού κολάρου», οικονομικό, δηλαδή έγκλημα, επικεντρωμένο στο ξέπλυμα μαύρου χρήματος, στη φοροδιαφυγή και σε όποια άλλη οικονομική απάτη έχει εφευρεθεί στην ιστορία. Ανήκε σε μία από τις πιο σκληρές φατρίες της Καμόρα, την Contini, που ιδρύθηκε από ένα από τα γνωστότερα αφεντικά της, τον Eduardo Contini, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, και συνέδεσε το όνομά της με μερικές από τις πιο σκληρές ιστορίες βίας και διαφθοράς στην Ιταλία. Εκατοντάδες δολοφονίες, δισεκατομμύρια μαύρου χρήματος, εκατομμύρια χρόνια φυλάκισης με πολλές δραστηριότητες και συνεργασίες στην Ισπανία, στην Ολλανδία και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και ιδιαίτερες σχέσεις με παρακλάδια της ρωσικής μαφίας και άλλων εγκληματικών συστημάτων που συντονίζονται από Ρώσους ολιγάρχες, μέλη του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος.
Ο Λα Πόρτα ήταν καταζητούμενος για περίπου 11 χρόνια και το όνομά του φιγουράριζε στη λίστα με τους 100 πιο γνωστούς καταζητούμενους του ιταλικού υπουργείου Εσωτερικών. Το βράδυ που η ομάδα της Νάπολης, της αγαπημένης του πόλης, κέρδισε το ιταλικό πρωτάθλημα, δεν άντεξε. Βγήκε στο μπαλκόνι του εστιατορίου στην περιοχή Γουβιά της Κέρκυρας όπου δούλευε ως μάγειρας, σύμφωνα με τις πληροφορίες, και πανηγύρισε με καπέλο και κασκόλ της ομάδας του. Μέχρις εκεί καλά. Κανείς δεν ήξερε ότι ο Λα Πόρτα βρισκόταν στην Ελλάδα. Ηταν ένα κανονικό φάντασμα. Είχε δραπετεύσει, άγνωστο πώς, από την Ιταλία έχοντας μαζί του πολλά λεφτά από τις προηγούμενες «δραστηριότητές του», τα οποία τον βοήθησαν να δημιουργήσει μια δεύτερη κανονική ζωή στην Κέρκυρα. Είναι παντρεμένος με μια γυναίκα από την Αλβανία και έχουν έναν γιο εννέα ετών.
Αντίστροφη μέτρηση
Για κακή του τύχη, την ώρα που βρισκόταν στο μπαλκόνι του εστιατορίου και πανηγύριζε, κάποιος τον φωτογράφισε. Και πάλι, μέχρις εκεί δεν ήταν επικίνδυνο. Η αντίστροφη μέτρηση για τον Λα Πόρτα ξεκίνησε όταν η φωτογραφία αυτή ανέβηκε στα social media. Αυτομάτως η φωτογραφία ενεργοποίησε τα online συστήματα του Schengen Information System - SIS (της γνωστής συνθήκης αστυνομικής συνεργασίας Σένγκεν, στην οποία η Ελλάδα είναι επίσημο μέλος από το 1997, ενώ είχε υπογράψει την αρχική συνθήκη από το 1992). Τα συστήματα web patrolling που ενεργοποιήθηκαν σήμαναν συναγερμό και έτσι στήθηκε η επιχείρηση εντοπισμού του από Ελληνες αστυνομικούς σε συνεργασία με Ιταλούς καραμπινιέρι που ταξίδεψαν στην Κέρκυρα. Οι υπηρεσίες διεθνούς αστυνομικής συνεργασίας και οι ανάλογες ευρωπαϊκές κατάφεραν να προσδιορίσουν επακριβώς τις συντεταγμένες της φωτογραφίες, να εντοπίσουν τον Λα Πόρτα στη συγκεκριμένη διεύθυνση και να τον συλλάβουν την ώρα που είχε ανέβει στο σκούτερ του.
Σύμφωνα με τον ιταλικό Τύπο, η ειδίκευση του Λα Πόρτα συνίστατο στη συστηματική φοροδιαφυγή, στη φορολογική απάτη και την απάτη κατά ξένων προμηθευτών. Με την πολύχρονη εμπειρία του είχε καταφέρει να αποκτήσει σημαντικά μερίδια αγοράς χάρη στις τεράστιες προμήθειες που αποκτήθηκαν με ανύπαρκτες εγγυήσεις, τις οποίες αποσπούσε από πάμφτωχες ή εικονικές εταιρείες, οι οποίες, αφού χρησιμοποιήθηκαν στην υπηρεσία της μαφίας, χρεοκόπησαν και εξαφανίστηκαν.
Προφυλακιστέος στις φυλακές της Κέρκυρας κρίθηκε ο 60χρονος Ιταλός μετά την απολογία του στον εισαγγελέα του νησιού, ο οποιός διέταξε την κράτησή του. Αναφορικά με το αίτημα της έκδοσής του αναμένεται να αποφασίσει το δικαστικό συμβούλιο, το οποίο θα πρέπει, πρώτα, να λάβει πλήρη γνώση της δικογραφίας την οποία θα αποστείλουν οι ιταλικές στις ελληνικές δικαστικές αρχές μέσω των αρμοδίων υπηρεσιών δικαστικής συνδρομής. Ο ίδιος, σύμφωνα με τις πληροφορίες, θα επιμείνει στο αίτημά του να μην εκδοθεί με το σκεπτικό ότι τα αδικήματα για τα οποία έχει καταδικαστεί είναι οικονομικής φύσεως και όχι ποινικής καθώς επίσης και ότι στην Ελλάδα έχει δημιουργήσει οικογένεια η οποία –στην περίπτωση έκδοσής του– αντιμετωπίζει τον κίνδυνο διάλυσης.