«Οι βροχοπτώσεις του διαστήματος 4 έως 7 Σεπτεμβρίου ήταν ένα ακραίο φυσικό φαινόμενο, πέρα κάθε υδρολογικής λογικής. Τα αθροιστικά ύψη βροχόπτωσης που εμφανίστηκαν κατά το ανωτέρω διάστημα ήταν 3 φορές μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα που εμφανίστηκαν προ τριετίας κατά το διάστημα της κακοκαιρίας ΙΑΝΟΣ», σχολιάζει στο Dnews ο καθηγητής στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος κ. Δημήτρης Εμμανουλούδης και διευθυντής του Εργαστηρίου Ανάλυσης και Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών.

Σύμφωνα με τον ίδιο, με τέτοια μεγέθη και ποσότητες νερού, είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο τα αντιπλημμυρικά έργα και τα συστήματα διευθέτησης να μπορέσουν να ανταποκριθούν. Κοινώς, πλημμυρικά φαινόμενα μεγάλης έκτασης και έντασης, όπως αυτά που εμφανίστηκαν και στην πόλη του Βόλου αλλά και στον Θεσσαλικό κάμπο, ήταν αδύνατο να αποφευχθούν.

«Επιπρόσθετα η περιοχή του Θεσσαλικού κάμπου δέχεται τα νερά ποταμών και χειμάρρων από τρεις υδρολογικές περιφέρειες της χώρας, από την Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα και από τη Θεσσαλία. Πολυάριθμοι ποταμοί, χειμαρροπόταμοι και χείμαρροι διαρρέουν τον κάμπο μεταφέροντας μέσα από τις κοίτες τους χιλιάδες κυβικών μέτρων νερού αλλά και φερτών υλικών, ακόμα και κάτω από κανονικές υδρολογικές συνθήκες.

Οπότε με τις προαναφερθείσες βροχοπτώσεις, που ξεπέρασαν κάθε λογική, το πυκνότατο αυτό υδρογραφικό δίκτυο διοχέτευσε στην πεδιάδα της Θεσσαλίας ανυπολόγιστες ποσότητες νερού, ξεπερνώντας κατά πολύ τα όρια αντοχής των έργων διαχείρισης νερού και αντιπλημμυρικής προστασίας», προσθέτει ο καθηγητής.

Ο Έλληνας ειδικός υποστηρίζει πως σε κάθε περίπτωση χρειάζεται ένας νέος αντιπλημμυρικός σχεδιασμός ακολουθώντας τις σύγχρονες τάσεις και μεθόδους της διευθέτησης ορεινών αλλά και πεδινών υδάτων, ο οποίος θα περιλαμβάνει αφενός έργα ορεινής υδρονομίας στις αντίστοιχες ορεινές λεκάνες και υπολεκάνες των ποταμών, των χειμαρροποτάμων και των χειμάρρων και αφετέρου έργα αντιπλημμυρικής προστασίας και διευθέτησης των πεδινών κοιτών των υδατορευμάτων, αλλά και των τάφρων και καναλιών των αρδευτικών δικτύων.

«Ο σχεδιασμός αυτός θα βοηθήσει πολύ στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση ακραίων υδρολογικών γεγονότων στο μέλλον, τα οποία όμως όλοι εύχονται να μην έχουν την εξωπραγματική αυτή ένταση που είχε η κακοκαιρία DANIEL, η οποία θα μπορούσε να δοκιμάσει και να φέρει στα όριά του οποιοδήποτε σύστημα διευθέτησης».