Παντού υπάρχει μια εκκλησιά της Παναγιάς. Πάνω στο βουνό ή δίπλα στη θάλασσα. Μέσα στην πόλη ή σε κάποια εξοχή. Όπου κι αν τιμάται η χάρη Της, χιλιάδες προσκυνητές αυτές τις μέρες του Δεκαπενταύγουστου θα διανύσουν χιλιόμετρα για να την προσκυνήσουν.
Δεν θα παραπονεθούν για κούραση μέχρι να φτάσουν στην εκκλησία. Δεν θα βαρυγκωμήσουν κάτω από τον καυτό ήλιο. Δε θα χάσουν την υπομονή τους περιμένοντας στην ουρά για να ανάψουν το κερί τους. Δεν θα διαμαρτυρηθούν για κάποιον που πιθανόν τους πήρε τη σειρά. Με ευλάβεια, υπομονή κυρίως όμως με πίστη και αφοσίωση στη μητέρα του Θεανθρώπου θα σκύψουν ταπεινά το κεφάλι εκπληρώνοντας ο καθένας το προσωπικό του τάμα. Εκείνη, θα είναι εκεί! Θα περιμένει τον καθένα ξεχωριστά για ν’ ακούσει προσευχές και ικεσίες, παρακλήσεις και πονεμένα λόγια, ευχαριστίες για την εκπλήρωση κάθε προσδοκίας για το προσωπικό θαύμα που συντελέστηκε στην ψυχή και το μυαλό κάθε ανθρώπου, κάθε προσκυνητή. Εξάλλου, η πίστη είναι αυτή που σώζει.
Κάθε χρόνο, παραμονή και ανήμερα της μεγάλης Θεομητορικής γιορτής του Δεκαπενταύγουστου, πιστοί κάθε ηλικίας θα αναζητήσουν τη δική τους εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία ή στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Θα αναζητήσουν εκείνη τη θαυματουργή εικόνα που θα οδηγήσει τα βήματά τους στην προσωπική σωτηρία. Τότε, η ατομική ιστορία του κάθε προσκυνητή συνδέεται με την ιστορία, τους θρύλους και τις παραδόσεις της κάθε εικόνας της Μεγαλόχαρης, που τοποθετημένη στο εικονοστάσι κάποιου ξυλόγλυπτου τέμπλου ή στο μέσον του ιερού ναού κοιτάει στα μάτια κάθε πιστό που με ευλάβεια την προσεγγίζει για να την ασπαστεί.
Από το Μετόχιο στις Σέρρες, μέχρι τις παρυφές της οροσειράς του Παγγαίου και της Ροδόπης, από τα γυαλοχώρια του δήμου Παγγαίου, μέχρι το κατάφυτο και πολύπαθο από τις πυρκαγιές νησί της Θάσου αλλά και μέσα την πόλη της Καβάλας, οι πιστοί θα σπεύσουν να προσκυνήσουν τη χάρη Της, αποδίδοντας τον προσήκοντα σεβασμό προς το ιερό πρόσωπο της μητέρας του Θεανθρώπου.
Από τα πιο σημαντικά ωστόσο προσκυνήματα αφιερωμένα στη Θεοτόκο είναι η ιερά μονή Παναγίας της Εικοσιφοίνισσας στους πρόποδες του Παγγαίου, όπου κάθε χρόνο, παραμονή και ανήμερα της μεγάλης γιορτής, συρρέουν χιλιάδες πιστοί από για να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα.
Ιερά Μονή Παναγίας της Εικοσιφοίνισσας
Στη βόρεια πλευρά του Παγγαίου, σε υψόμετρο 743μ. βορειοδυτικά της Καβάλας, μέσα σε μια κατάφυτη τοποθεσία απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς που προκαλεί τον θαυμασμό του επισκέπτη βρίσκεται ένα από τα σημαντικότερα μοναστικά συγκροτήματα της Ελλάδας, η Ιερά Μονή της Παναγίας της Εικοσιφοίνισσας. Η Παναγία της Εικοσιφοίνισσας είναι η δεύτερη σημαντικότερη μονή της Μακεδονίας, όπου κάθε χρόνο, τις ημέρες του Δεκαπενταύγουστου, συρρέουν χιλιάδες πιστοί για να προσκυνήσουν τη χάρη Της και ν’ ασπαστούν την αχειροποίητο θαυματουργή εικόνα της.
Δεν υπάρχει ακριβής ημερομηνία για την ίδρυση της ιστορικής Μονής καθώς αυτή χάνεται στα βάθη των αιώνων. Ωστόσο, πολλές ιστορικές παραδόσεις αναφέρουν ως πρώτο κτήτορα της μόνης τον Άγιο Γερμανό, που ήρθε το 518 μ.Χ. στο Παγγαίο από την Παλαιστίνη, μετά από όραμα αγγέλου. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Άγιος Γερμανός αναζήτησε στο δάσος ένα ξύλο κατάλληλο για να εικονίσει την Παναγία ως ένδειξη ευχαριστίας. Όταν το επεξεργάστηκε και το ετοίμασε, το ξύλο ράγισε, ο άγιος λυπήθηκε και σκέφτηκε να το αφήσει. Τότε ένα «φοινικούν», δηλ. κοκκινωπό φως έλουσε το σχισμένο ξύλο και φάνηκε η Παναγία μαζί με το Χριστό και μια φωνή ακούστηκε να λέει «Παιδί μου ήλπισε. Εγώ είμαι εδώ» και αμέσως εντυπώθηκε η Παναγία πάνω στο ξύλο. Αυτό το φως έδωσε μάλλον και το όνομα της αχειροποίητού εικόνας.
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η συμβολή της μονής υπήρξε ανεκτίμητη. Η δράση των μονάχων στην περιοχή προκάλεσε την οργή των Τούρκων, οι οποίοι το 1507 θανάτωσαν και τους 172 μοναχούς. Το 1917 οι Βουλγάροι κατακτητές άρπαξαν τα περισσότερα κειμήλια και τα μετέφεραν στη χώρα τους, όπου σήμερα φυλάσσονται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Σόφιας. Την περίοδο αυτής της δεύτερης βουλγαρικής κατοχής των επιθέσεων και των αρπάγων, ένα Βούλγαρος αξιωματικός επιχείρησε να συλήσει την ιερή εικόνα της Παναγίας αλλά τινάχθηκε και εξέπνευσε, ενώ η μπότα του και το πιστόλι του αποτυπώθηκαν στις μαρμάρινες πλάκες του δαπέδου θυμίζοντας μέχρι σήμερα το θαύμα.
Κατά την τρίτη και τελευταία βουλγαρική κατοχή το 1943, οι στρατιώτες εκδίωξαν και πάλι τους μονάχους, έβαλαν φωτιά και κάηκε όλο το μοναστήρι, εκτός από το ναό. Η μονή αφέθηκε έρημη μέχρι την επαναλειτουργία της το 1967, αυτή τη φορά ως γυναικείο μοναστήρι. Ο εντυπωσιακός τετράγωνος ναός της μονής, το καθολικό, είναι αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου και διαθέτει ξυλόγλυπτο επίχρυσο τέμπλο του 11ου αιώνα, μέσα στο οποίο φυλάσσεται η θαυματουργή αχειροποίητη εικόνα της Παναγίας της Εικοσιφοίνισσας.
Ιερά Μονή Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας στην Ξάνθη
Βορειοανατολικά της Ξάνθης, στις παρυφές του ορεινού όγκου της Ροδόπης, με θέα προς τον κάμπο, βρίσκεται το μοναστήρι της Παναγίας της Αρχαγγελιώτισσας. Το μοναστήρι καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου και ιδιαίτερα τον Δεκαπενταύγουστο γίνεται τόπος πανθρακικού προσκυνήματος. Χιλιάδες προσκυνητές προσέρχονται για να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας.
Το σημερινό κτίσμα του μοναστηριού χρονολογείται από το 1841, ωστόσο το μοναστήρι προϋπήρχε από εκατοντάδες χρόνια νωρίτερα, καταστράφηκε όμως από δύο μεγάλους σεισμούς που έπληξαν το μοναστήρι και την πόλη της Ξάνθης το 1829. Το μόνο ενδεικτικό στοιχείο από πλευράς κτισμάτων για την προ του 1821 εποχή είναι μια κρύπτη του μοναστηριού, που βρίσκεται πίσω και κάτω από το ιερό βήμα, η οποία ανάγεται στα 1.000 εώς 1.100 μ.Χ.
Από παλαιούς κώδικες και εκκλησιαστικά βιβλία πληροφορούμαστε ότι το μοναστήρι υπήρχε και έφερε το ίδιο όνομα ακόμα και κατά το 1559. Κατά μια εκδοχή, το μοναστήρι πήρε το όνομά του από τη μικρή θαυματουργή εικόνα του 16ου αιώνα πού παριστάνει τη Θεοτόκο να παραστέκεται από τους αρχαγγέλους Γαβριήλ και Μιχαήλ και η οποία έχει την επιγραφή: Αρχαγγελιώτισσα. Ανεξάρτητα πάντως από την ονομασία του μοναστηριού, όπως φαίνεσαι από το πέρασμα των αιώνων, αυτό υπήρξε φάρος πνευματικής ακτινοβολίας και παρηγοριάς για όλους τους κατοίκους της περιοχής και φυτώριο, από το οποίο αναδείχθηκαν και φωτισμένοι αρχιερείς κατά τα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Ο ιστορικός ναός της Παναγίας στη Θάσο
Ο ιστορικός και μεγαλοπρεπής ιερός ναός της Παναγίας της Θάσου αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια το πνευματικό καταφύγιο πολλών πιστών του νησιού του βορειοανατολικού Αιγαίου. Ταυτόχρονα, αποτελεί τόπο και σημείο προσκυνητών και επισκεπτών που προστρέχουν καθημερινά και ειδικότερα την ημέρα της Κοιμήσεως της Μεγαλόχαρης.
Για το πότε ακριβώς χτίστηκε ο πρώτος ναός δεν υπάρχουν ακριβείς μαρτυρίες. Ο σημερινός ναός ολοκληρώθηκε το 1831 από Καστοριανούς με χρήματα των κατοίκων και της ιεράς μεγίστης μονής Βατοπαιδίου. Το τέμπλο της ολοκληρώθηκε το 1881. Η εκκλησία έχει ύψος 18 μέτρα, ο ρυθμός της είναι βασιλική με τρούλο και αποτελεί κομμάτι της ζωής των κατοίκων. Η ιστορία του ιερού ναού μαρτυρεί κοινωνική και εθνική προσφορά στον τόπο. Η εκκλησία της Παναγίας αποτελούσε το εθνικό κέντρο στα χρόνια της τουρκοαιγυπτιακής κατάκτησης του νησιού και ήταν σημείο συσπειρώσεως σύσσωμου του λαού.
Καύχημα του ναού είναι η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Παντοβλεπούσας του 1814, το χειροποίητο τέμπλο της, όπως και οι εικόνες, οι οποίες βρίσκονται σε ειδικό σκευοφυλάκιο στην είσοδο του ναού χρονολογούνται από τον 14ο αι. έως τον 17ο αι.
Η Παναγία Φανερωμένη της Νέας Περάμου
Η παράδοση, οι μαρτυρίες και οι γραφές θέλουν το λιμάνι της Ν. Περάμου, στον σημερινό δήμο Παγγαίου, να χρησιμοποιείται το 1919 για την επιβίβαση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος με προορισμό τα παράλια της Μικράς Ασίας. Ένα από τα τελευταία βράδια πριν από την αναχώρηση ένας στρατιώτης ονειρεύτηκε την εικόνα της Παναγίας στον τόπο όπου κατασκήνωσαν. Το όνειρο κρίθηκε ως θεϊκό σημάδι και την επόμενη μέρα σκάβοντας βρέθηκε μια μικρή εικόνα σε οβάλ σχήμα που αναπαριστούσε την Θεοτόκο βρεφοκρατούσα.
Οι πρόσφυγες που το 1922 ήρθαν από την παλιά Πέραμο στην Καβάλα για να εγκατασταθούν και να δημιουργήσουν μια νέα πατρίδα, κατασκεύασαν ένα μικρό εξωκλήσι ώστε εκεί μέσα να φυλάξουν την εικόνα της Παναγίας. Το 1945, στην ίδια θέση, με χρήματα των κατοίκων της περιοχής ανεγέρθη ένα μεγαλύτερο παρεκκλήσι. Δυστυχώς, η οβάλ εικόνα της Παναγίας κλάπηκε το 1977 μαζί με τάματα και αφιερώματα, έκτοτε κανείς δεν την είδε.
Η μοναδική αυτή ιστορία συνδέεται με την ιστορία μας άλλης εικόνας της Παναγίας Φανερωμένης που βρίσκονταν στο Μοναστήρι της Λανγκάδας στην παλιά Πέραμο, την οποία οι κάτοικοι τιμούσαν στις 15 Αυγούστου. Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης ή Περαμιώτισσας, μετά την καταστροφή του 1922 μεταφέρθηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπου είναι μέχρι σήμερα.
Οι πρόσφυγες, όταν εγκαταστάθηκαν στη Ν. Πέραμο συνέδεσαν την οβάλ εικόνα της Παναγίας με τη δική τους εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης που δεν μπόρεσαν να φέρουν μαζί τους. Έτσι, αποφάσισαν να τιμούν την εκκλησία που ανέγειραν στην είσοδο της Ν. Περάμου στην ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Το 1938, ο αείμνηστος ιερέας Δημοσθένης Θεοδωρίδης αγιογράφησε ένα πιστό αντίγραφο της Παναγίας Φανερωμένης, μικρότερων διαστάσεων που όμως για τους κατοίκους της Ν. Περάμου έχει ιδιαίτερη συναισθητική και θρησκευτική αξία. Κάθε χρόνο, την παραμονή της εορτής της Κοιμήσεως, με λιτανεία, η εικόνα μεταφέρεται για προσκύνημα από το ναό του Αγίου Νικολάου, όπου φυλάσσεται στην εκκλησία στην είσοδο της Ν. Περάμου.
Η Παναγία της παλιά πόλης της Καβάλας
Η εκκλησία της Παναγίας έδωσε το όνομά της σε μια ολόκληρη συνοικία της παλιάς πόλης της Καβάλας. Η πρώτη εκκλησία χρονολογείτο από το 1700 και μέχρι το 1864 ήταν η μοναδική εκκλησία που διέθεταν οι υπόδουλοι χριστιανοί – Ρωμιοί της Καβάλας, οπότε ζήτησαν και έλαβαν άδεια από τον Σουλτάνο για έξοδο από τα τείχη και επέκταση της πόλης πιο δυτικά. Ωστόσο, η παλιά και ταπεινή αυτή εκκλησία κατεδαφίστηκε το 1957 και στη θέση της οικοδομήθηκε ένας νέος, σύγχρονος ναός, που αγναντεύει το απέραντο γαλάζιο μέσα από τις φυλλωσιές των πεύκων και των κυπαρισσιών. Μόνο το καμπαναριό έχει διασωθεί για να θυμίζει την ιστορική συνέχεια του ναού.
Κάθε χρόνο, την παραμονή του Δεκαπενταύγουστου, εκατοντάδες πιστοί ανηφορίζουν τον λιθόστρωτο κεντρικό δρόμο της παλιάς πόλης για να επισκεφθούν την εκκλησία περιμένοντας υπομονετικά να ανάψουν το κερί και να προσκυνήσουν την εικόνα. Κάποιοι θα παραμείνουν στην ολονύχτια αγρυπνία και κάποιοι άλλοι θα περπατήσουν λίγα μέτρα ακόμα μέχρι το νοτιότερο άκρο της χερσονήσου για να θαυμάσουν από τον σβηστό πλέον φάρο την υπέροχη θέα της νυχτερινής Καβάλας.
Η Παναγία του Παληού
Μεγάλη όμως είναι η προσέλευση των πιστών και στη δεύτερη εκκλησία της Παναγίας, στο Παληό Καβάλας. Εκεί, τα αυτοκίνητα σχηματίζουν ουρά χιλιομέτρων πάνω στην επαρχιακή οδό από τους προσκυνητές που σπεύδουν να λάβουν τη χάρη της Παναγίας «ντυμένη» στα λευκά και ακριβώς δίπλα στη θάλασσα. Σαν εικόνα βγαλμένη από κάποιο νησιωτικό τοπίο, η Παναγία του Παληού κατασκευάστηκε πριν από περίπου 80 χρόνια και έκτοτε αποτέλεσε τοπόσημο μια ολόκληρης περιοχής αλλά και σημείο αναφοράς της θρησκευτικής πίστης εκατοντάδων μόνιμων κατοίκων και τουριστών που ζουν ή επισκέπτονται το όμορφο παραθαλάσσιο τουριστικό προάστιο.
Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου «Βύσσιανης» στις Σέρρες
Σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων βόρεια της πόλης των Σερρών και δύο χιλιομέτρων από το δημοτικό διαμέρισμα τού Μετοχίου, μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο βρίσκεται η γυναικεία Κερά Μονή της Κοιμήσεως Θεοτόκου. Η μονή ιδρύθηκε το 1972 και έλαβε την προσωνυμία «Βύσσιανη» από το ομώνυμο βυζαντινό χωριό πού βρισκόταν σε κοντινή απόσταση. Για πρώτη ίσως φορά το χωριό αυτό συναντάται σε έγγραφο του 1320, καθώς και σε έγγραφα των ετών 1328 και 1344. Το χωριό καταστράφηκε το 1916 από τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής και σήμερα τον τόπο ύπαρξής του μαρτυρούν μόνο τα ερείπια κάποιων κατοικιών.
Η μονή, κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο των αγωνιστών και ως κρύπτη όπλων και πολεμοφοδίων. Στο καθολικό της ιεράς μονής φυλάσσεται σήμερα η θαυματουργή εικόνα τής Παναγίας, που σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση βρέθηκε από έναν γεωργό στον τόπο όπου είναι κτισμένο σήμερα το καθολικό, όταν για τέσσερις νύχτες έβλεπε ένα δυνατό φως να λάμπει εκεί όπου βρισκόταν η εικόνα. Σε θαύμα της Παναγίας Βύσσιανης αποδίδεται επίσης η ανάβλυση άφθονου νερού. Την παραμονή της εορτής, στις 14 Αυγούστου 1996, το επί σειρά ετών αποξηραμένο άγιασμα άρχισε να αναβλύζει και πάλι νερό μέχρι και σήμερα.