Άμεση και επιτακτική όσο ποτέ άλλοτε είναι η τοποθέτηση των 1.000 και πλέον καμερών σε 20 λεωφόρους της Αθήνας για τον ηλεκτρονικό έλεγχο των τροχαίων παραβάσεων και την ενίσχυση της οδικής ασφάλειας, όπως έχει άλλωστε εξαγγείλει η κυβέρνηση.

Το θέμα επανήλθε στη δημόσια συζήτηση, μετά το φρικτό τροχαίο στη λεωφόρο Κατεχάκη με τρεις νεκρούς, καθώς ακόμη και σήμερα η Τροχαία δεν έχει καταφέρει να εξακριβώσει τα αίτια και τις συνθήκες του δυστυχήματος.

Για πολλοστή φορά, στελέχη της Τροχαίας προσπαθούν να εντοπίσουν βιντεοληπτικό υλικό από παρακείμενες κάμερες, κυρίως ιδιωτών, για να ξεκαθαρίσουν πώς έχασαν τη ζωή τους ένας 56χρονος και οι γονείς του, ο 91χρονος πατέρας του και η 83χρονη μητέρα του. Αν υπήρχαν εγκατεστημένες κάμερες της Τροχαίας ή της περιφέρειας στο σημείο, τα πράγματα θα ήταν σαφώς πιο ξεκάθαρα.

Τον περασμένο Σεπτέμβριο με παρέμβασή του ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, είχε τονίσει σχετικά με το θέμα πως «η εφαρμογή του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας μπορεί να γίνει με την αξιοποίηση της τεχνολογίας. Έχω ζητήσει από το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και από το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης πρόταση για το πώς θα βάλουμε 1.000 κάμερες στην Αθήνα για τον έλεγχο της παραβατικής συμπεριφοράς στον δρόμο. Αναφέρομαι σε κράνη, ζώνες ασφαλείας και ταχύτητα. Η κλήση θα πηγαίνει απευθείας στον παραβάτη και αν οι πολίτες αισθανθούν ότι μπαίνει τάξη τότε θα μειωθούν αισθητά και οι παραβατικές συμπεριφορές».

Να σημειωθεί ότι η Aρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έδωσε επιτέλους το πράσινο φως για τη λειτουργία καμερών στους δρόμους της Αθήνας μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν με γνωμοδότησή της έκρινε ότι η μελέτη που έχει γίνει από την Ελληνική Αστυνομία για τη χρήση τους «αντιμετωπίζει σε ικανοποιητικό βαθμό τους κινδύνους οι οποίοι δημιουργούνται για τα προστατευόμενα έννομα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων».

Η Αρχή, ωστόσο, ήταν αρνητική στην εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης λόγω ελλιπών στοιχείων που της προσκομίστηκαν προκειμένου να μπορέσει να ελέγξει τη νομιμότητα τυχόν επεξεργασίας με τέτοια συστήματα.

Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, έως το καλοκαίρι, θα τοποθετηθούν συνολικά σε κεντρικούς δρόμους, όπως οι λεωφόροι Κηφισίας, Βασιλίσσης Αμαλίας, Αλεξάνδρας, Συγγρού και Μαρκοπούλου, 1.388 κάμερες. Το «ηλεκτρονικό» αυτό «μάτι» θα καταγράφει περιπτώσεις παραβίασης του ερυθρού σηματοδότη, τη μη χρήση κράνους, τη χρήση κινητών τηλεφώνων και την υπέρβαση ορίου ταχύτητας των οδηγών.

Δηλαδή, τις βασικότερες αιτίες πρόκλησης τροχαίων ατυχημάτων. Για την ώρα, πάντως, το έργο παραμένει «στάσιμο», καθώς μέχρι και σήμερα δεν έχει ξεκινήσει ο σχετικός διαγωνισμός από το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης που έχει αναλάβει να «τρέξει» και μάλιστα άμεσα το συγκεκριμένο πρότζεκτ.

Στο κυνήγι του εγκλήματος

Τα τελευταία χρόνια, η φράση «η Αστυνομία αναζητεί βιντεοληπτικό υλικό που θα οδηγήσει στα ίχνη των δραστών» έχει γίνει κλισέ, με μεγάλο μέρος των στελεχών της ΕΛ.ΑΣ. να ζητά τη χρήση καμερών και την αξιοποίηση οπτικού υλικού για την εξιχνίαση δολοφονικών ενεργειών, κλοπών και διαρρήξεων.

Μοιάζει αδιανόητο στην Ελλάδα του 2025 να υπερισχύουν απόψεις μιας μειονότητας περί Μεγάλου Αδελφού και στέρηση των προσωπικών ελευθεριών, όταν όλα πλέον καταγράφονται και αναρτώνται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Άλλωστε, οι μόνοι που θα πρέπει να ανησυχούν από την εγκατάσταση των καμερών για τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και ευημερίας είναι οι παραβατικοί και οι εγκληματίες.

Την ώρα που στην Ελλάδα η χρήση καμερών έχει καθυστερήσει χαρακτηριστικά, προηγμένες χώρες, όπως η Κίνα, η Αγγλία, ακόμη και η Βαγδάτη, επενδύουν στις κάμερες για λόγους προστασίας του δημόσιου συμφέροντος. Ετσι, λοιπόν, στο Λονδίνο υπάρχουν 127.423 κάμερες για 9.648.110 άτομα, στην Κίνα 626 εκατομμύρια κάμερες για 1,43 δισεκατομμύρια άτομα και στη Βαγδάτη 120.000 κάμερες για 7.711.311 άτομα.

«Ανυπόστατες συκοφαντίες»

Παρότι έχουν περάσει τέσσερις ημέρες από το συλλαλητήριο στο Σύνταγμα, τα... απόνερα των επεισοδίων που προκάλεσαν χούλιγκαν και αντιεξουσιαστές δεν έχουν ακόμη καταλαγιάσει. Χρήστες μέσω κοινωνικών δικτύων «είδαν» πίσω από τους υποκινητές της έντασης το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής «κουκουλοφόρους αστυνομικούς» με την εισαγγελία να ξεκινάει σχετική έρευνα, με κλήσεις ατόμων που έχουν προβεί στις παραπάνω καταγγελίες.

Την ίδια στιγμή, με ανακοίνωσή του το αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. τονίζει πως «μόνο ως ανυπόστατες, συκοφαντικές και ενδεχομένως ποινικά κολάσιμες μπορούν να χαρακτηριστούν δηλώσεις και αναρτήσεις που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο και κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συνοδευόμενες μάλιστα και από δήθεν “αποδεικτικό υλικό”, όπου επιχειρείται ταύτιση αστυνομικών με άτομα που προκαλούν επεισόδια κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων».

Παράλληλα, τονίζεται πως «κάθε ταύτιση με αυτά τα άτομα αποτελεί τουλάχιστον ύβρη σε βάρος των Ελλήνων αστυνομικών, ιδίως όταν αυτό επιχειρείται ανυπόστατα ακόμη και από πρόσωπα που έχουν δημόσιο λόγο και με τρόπο που συνιστά διασπορά ψευδών πληροφοριών και ειδήσεων. Κάθε τέτοια αναφορά εφεξής θα τίθεται υπόψη των αρμόδιων εισαγγελικών αρχών για ποινική αξιολόγηση και διερεύνηση».