Η εκθαμβωτική σταρ Ιζαμπέλ Ιπέρ, τιμώμενο πρόσωπο της φετινής διοργάνωσης του Φεστιβάλ, παραχώρησε συνέντευξη τύπου τη Δευτέρα 3 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, στο πλαίσιο του 66ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Ο Γιώργος Κρασσακόπουλος, επικεφαλής προγράμματος του Φεστιβάλ και συντονιστής της συνέντευξης τύπου της Ιζαμπέλ Ιπέρ, καλωσόρισε τη λαμπερή και πολυβραβευμένη σταρ του παγκόσμιου σινεμά στο Φεστιβάλ. Με αφορμή την πιο πρόσφατη ταινία της, η οποία θα προβληθεί στο Φεστιβάλ, ο Γιώργος Κρασσακόπουλος ανέφερε σχετικά: «Δεν είναι η πρώτη σας φορά στη Θεσσαλονίκη, και οι ταινίες σας υπήρξαν πάντα ένα αναπόσπαστο κομμάτι του Φεστιβάλ. Είστε μια πραγματικά εργατική ηθοποιός και σας ευχαριστούμε για την παρουσία σας. Η πιο πρόσφατη ταινία σας, που προβάλλεται στο αφιέρωμά μας, είναι Η πιο πλούσια γυναίκα στον κόσμο (2025) του Τιερί Κλιφά. Αναρωτιέμαι λοιπόν κατά πόσο οι δεκάδες ταινίες που έχετε γυρίσει ανά τα χρόνια σάς έχουν κάνει να αισθάνεστε πλουσιότερη».«Οι ταινίες που έχω γυρίσει με κάνουν να αισθάνομαι ολοκληρωμένη. Με κάνουν επίσης να αισθάνομαι πολύ προνομιούχα, για τις ευκαιρίες που είχα να ενσαρκώσω όλους αυτούς τους ρόλους και να δουλέψω με όλους αυτούς τους σπουδαίους δημιουργούς», σημείωσε η Ιζαμπέλ Ιπέρ.
Η Ιζαμπέλ Ιπέρ είχε ενεργό ρόλο στην επιμέλεια του αφιερώματος που φιλοξενεί η 66η διοργάνωση στο έργο της. Σε σχετική ερώτηση του Γιώργου Κρασσακόπουλου αναφορικά με την επιλογή των ταινιών του αφιερώματος, η Ιζαμπέλ Ιπέρ αποκρίθηκε πως δεν ήταν μια ολότελα συνειδητή διαδικασία: «Ίσως θα μπορούσα να έχω διαλέξει και άλλες ταινίες, αλλά πιστεύω πως η συγκεκριμένη επιλογή αποτελεί μια καλή επισκόπηση, η οποία περιέχει πολλούς διεθνείς σκηνοθέτες». Αναφορικά με την παλαιότερη ταινία του αφιερώματος, το θρυλικό Η πύλη της Δύσης (1980) του Μάικλ Τσιμίνο, η Ιζαμπέλ Ιπέρ εξιστόρησε: «Το γύρισμα αυτής της ταινίας ήταν μια πραγματικά φανταστική εμπειρία, όπου περάσαμε επτά μήνες στη Μοντάνα των ΗΠΑ. Η ταινία αυτή είναι εξίσου γνωστή για την επιτυχία και την αποτυχία της. Υπήρξε μια μεγάλη εισπρακτική αποτυχία: συγκεκριμένα, οι New York Times τη χαρακτήρισαν “μια πρωτοφανή καταστροφή”, από την οποία ο σκηνοθέτης δεν συνήλθε ποτέ πραγματικά. Στη διάρκεια της καριέρας μου έχω σκεφτεί πολλές φορές αυτή την ταινία, έχοντας καταλήξει στο συμπέρασμα πως πρόκειται για μια ταινία δημιουργού. Ήταν μια ταινία πολύ προσωπική, με σκληρό και αιχμηρό πολιτικό σχόλιο για την εποχή της. Ίσως στις μέρες μας να γινόταν πιο εύκολα αποδεκτή», ολοκλήρωσε.
Αναφορικά με το πώς διαχειρίζεται την αποτυχία και αν την επηρεάζει, η Ιζαμπέλ Ιπέρ δήλωσε: «Φυσικά και με επηρεάζει. Δεν κάνουμε ταινίες για να παραμείνουμε κλειδωμένοι σ’ ένα δωμάτιο, αλλά για να μας δουν όσοι περισσότεροι άνθρωποι γίνεται. Το να γίνεις αποδεκτός είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη φύση της κινηματογραφικής δημιουργίας. Ωστόσο, είμαι απλώς μια ηθοποιός της ταινίας και δεν γίνεται να κουβαλώ όλο το βάρος της αποτυχίας στους ώμους μου: δεν νιώθω προσωπικά υπεύθυνη για την όποια αποτυχία». Σχετικά με το τι κρατάει από τον κάθε ρόλο που ενσαρκώνει, σχολίασε: «Το κοινό κάνει στους ηθοποιούς συχνά αυτή την ερώτηση γιατί δεν συνειδητοποιεί πως η κινηματογραφική δημιουργία έχει να κάνει με το παρόν, το οποίο ξεχνιέται αυτομάτως. Το λεπτό που καταθέτεις την ερμηνεία έχει ήδη συντελεστεί και ανήκει στο παρελθόν».
Στο σημείο αυτό, ο Γιώργος Κρασσακόπουλος τής απηύθυνε ερώτημα σχετικό με τους απαιτητικούς ρόλους που αναλαμβάνει: «Δεν πιστεύω πως οι ρόλοι που αναλαμβάνω είναι απαιτητικοί. Οι χαρακτήρες που ενσαρκώνω περιλαμβάνουν σύνθετες πτυχές και αμφιλεγόμενα σημεία. Δεν πιστεύω όμως πως οι συγκεκριμένες ιδιότητες τους κάνουν αντιπαθητικούς. Ίσως κάποτε το σινεμά είχε σαφείς διαχωρισμούς ανάμεσα στο καλό και το κακό, αλλά πλέον αυτά τα σύνορα έχουν αρχίσει να θολώνουν και είναι πιο δυσδιάκριτα», ανέφερε η Ιζαμπέλ Ιπέρ. Στη συνέχεια, μίλησε για τη συνεργασία της με την κόρη της, Λολιτά Σαμά, με την οποία συμπρωταγωνιστεί στην ταινία Copacabana (2010) του Μαρκ Φιτουσί: «Ήταν μια υπέροχη συνεργασία. Η κόρη μου βρίσκεται εδώ μαζί μου γιατί λατρεύει την όμορφη πόλη της Θεσσαλονίκης όσο κι εγώ. Η Copacabana είναι μια κωμωδία με οξείες γωνίες, που ανατρέπει τις ισορροπίες της σχέσης μητέρας-κόρης και σχολιάζει με έξυπνο και απροσδόκητο τρόπο το χάσμα των γενεών».
Το Amateur είναι μια φανταστική ταινία
Αμέσως μετά, η συζήτηση επικεντρώθηκε στη συνεργασία της με τον Χαλ Χάρτλεϊ στην ταινία Amateur (1994): «Το Amateur είναι μια φανταστική ταινία από έναν πολύ ταλαντούχο σκηνοθέτη, η οποία συνδυάζει το πνευματικό βάθος της Βίβλου με την ελαφρότητα ενός καρτούν, η οποία ήρθε αμέσως μετά το Trust (1990) και το Απλοί άνθρωποι (1992)». Η Γαλλίδα σταρ τόνισε πως δεν αισθάνεται ότι έχει πάρει ιδιαίτερα ρίσκα στην καριέρα της, αλλά ότι έχει όντως βρεθεί πολλές φορές έξω από το ασφαλές της περιβάλλον: «Αυτή ήταν ανέκαθεν η ιδέα που είχα σχετικά με την κινηματογραφική δημιουργία: μου άρεσε να κάνω ταινίες στο εξωτερικό, μακριά από τη χώρα μου. Η πρώτη φορά που ένιωσα πραγματική ηθοποιός ήταν όταν συμμετείχα στην ταινία Οι κληρονόμοι (1980) της Μάρτα Μέσαρος από την Ουγγαρία. Έκανα επίσης πολλές ταινίες στην Ασία με τον Χονγκ Σανγκ-σου αλλά και με τον Μπριγιάντε Μεντόζα. Τα γυρίσματα στο εξωτερικό είναι πάντα μια φανταστική εμπειρία, γιατί έτσι γίνεσαι μέρος μιας άγνωστης και ξένης περιοχής. Είναι τρομερό το να γίνομαι η προσωποποίηση του βλέμματος ενός σκηνοθέτη σαν τον Χονγκ Σανγκ-σου στη δική του χώρα », υπογράμμισε.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στη συμμετοχή της στην ταινία Μεταναστεύσεις (1989) του Αλεξάνταρ Πέτροβιτς, μια ταινία εντυπωσιακή, με υψηλής ποιότητας παραγωγή και ισχυρό μήνυμα η οποία, όπως ανέφερε, «είχε μια κάπως παράξενη τύχη», λόγω πολλών εμπλοκών στην παραγωγή και στη διανομή της. Σχετικά με παρατήρηση του κοινού αναφορικά με το πόσο εύκολη και φυσική παρουσιάζεται η υποκριτική τέχνη στις ερμηνείες της, ακόμη και σε απαιτητικούς ρόλους όπως η καθηγήτρια φιλοσοφίας στην ταινία Το μέλλον (2016) της Μία Χάνσεν-Λοβ, επισήμανε: «Δεν μου ήταν ποτέ δύσκολο να ενσαρκώσω αυτούς τους χαρακτήρες. Αυτή η συγκεκριμένη ταινία που αναφέρατε ήταν ένα υπέροχο φιλμ γεμάτο ελπίδα. Η πραγματική δυσκολία στις ταινίες είναι να δουλεύεις με κάποιον που δεν καταλαβαίνεις και δεν εμπιστεύεσαι. Αυτή είναι η λέξη-κλειδί στη σχέση ηθοποιού-σκηνοθέτη: η ταινία πρέπει να βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη», τόνισε.
Σε μία ακόμα ερώτηση του κοινού αναφορικά με την εκπροσώπηση των γυναικών στο σύγχρονο σινεμά, η Ιζαμπέλ Ιπέρ υπογράμμισε: «Βλέπω την κατάσταση όπως την έβλεπα και στην αρχή της καριέρας μου. Ανέκαθεν υπήρξα τυχερή και προνομιούχα. Πάντα αναζητούσα (και έβρισκα) ρόλους στους οποίους οι γυναίκες έχουν την κεντρική θέση, δεν είναι κρυμμένες πίσω από κάποιον άντρα αλλά βρίσκονται στο προσκήνιο. Στις μέρες μας έχουμε ολοένα και περισσότερες γυναίκες σκηνοθέτριες και γενικότερα περισσότερες γυναίκες στη δημιουργία ταινιών. Συγκριτικά με το παρελθόν, έχουμε σίγουρα βελτιωθεί, αλλά μπορούμε και καλύτερα». Απαντώντας σε ερώτηση του κοινού σχετικά με τον σκηνοθέτη με τον οποίο θα ήθελε να έχει συνεργαστεί, ξεχώρισε αμέσως τον Άλφρεντ Χίτσκοκ και συγκεκριμένα την ταινία Δεσμώτης του Ιλίγγου (1958). Σχετικά με πιθανή συνεργασία με Έλληνες ή Ελληνίδες δημιουργούς, και πιο συγκεκριμένα σε θεατρική σκηνή, ανέφερε πως έχει ορισμένες ιδέες αλλά είναι ακόμη νωρίς για να τις μοιραστεί με το κοινό.
Οι σημαντικοί ρόλοι είναι εκείνοι που παρέχουν τη μεγαλύτερη έκθεση για έναν ηθοποιό
Έπειτα, απάντησε σε ερώτηση από το ακροατήριο για τον διεθνή χαρακτήρα της καριέρας της και τις διαφορές που μπορεί να διακρίνει στην πορεία του χρόνου: «Ειλικρινά δεν βλέπω καμία διαφορά. Προσεγγίζω το ξένο με την ίδια περιέργεια που το έκανα και στην αρχή της καριέρας μου. Αυτό που ίσως άλλαξε είναι ο τρόπος που καταναλώνεται πλέον το κινηματογραφικό προϊόν: έχουμε πλέον πολλούς τρόπους να δούμε ταινίες. Ο καλύτερος τρόπος όμως, και ο μόνος που πρέπει να παραμείνει, είναι στη μεγάλη οθόνη. Οποιαδήποτε άλλη εμπειρία είναι υποδεέστερη αλλά και λιγότερο αξιόλογη». Αναφορικά με τους ρόλους που υπήρξαν σημείο καμπής στη σταδιοδρομία της, διευκρίνισε πως οι σημαντικοί ρόλοι είναι εκείνοι που παρέχουν τη μεγαλύτερη έκθεση για έναν ηθοποιό, ξεχωρίζοντας τις ταινίες Η δασκάλα του πιάνου (2001) του Μίχαελ Χάνεκε και Εκείνη (2016) του Πολ Βερχόφεν, οι οποίες φιλοξενούνται αμφότερες στο αφιέρωμα της 66ης διοργάνωσης στη Γαλλίδα σταρ. «Το αστείο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πως, πολλές φορές, ορισμένες ταινίες κάνουν τεράστια επιτυχία ενώ δεν το περιμένεις καθόλου. Αυτό αποτελεί μια ισχυρή ένδειξη πως οι ταινίες ταξιδεύουν στο μυαλό διαφορετικών ανθρώπων με πολλούς διαφορετικούς τρόπους», προσέθεσε.
Όσο για το αν υπάρχει αρκετή κινητοποίηση από την κινηματογραφική κοινότητα σχετικά με τη Γάζα, η Ιζαμπέλ Ιπέρ απάντησε πως «δεν υπάρχει ποτέ αρκετή κινητοποίηση, αλλά πάντα υπάρχει πολλή οδύνη στον κόσμο». Κλείνοντας τη συζήτηση, ο Γιώργος Κρασσακόπουλος ρώτησε την Ιζαμπέλ Ιπέρ αν υπάρχει ακόμη κάτι, ύστερα από μια τόσο εκτυφλωτική πορεία στο σινεμά, που περιμένει με ανυπομονησία. «Δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο για το οποίο ανυπομονώ. Αναζητώ πάντα το άγνωστο. Η καριέρα μου υπήρξε πράγματι μια βουτιά προς το άγνωστο: είναι ακριβώς αυτό που αναζητώ και, συνήθως, αυτό που βρίσκω», κατέληξε η Ιζαμπέλ Ιπέρ.