Η απόφαση της Τζόρτζια Μελόνι να αυξήσει σημαντικά τους μισθούς μελών του υπουργικού συμβουλίου πυροδότησε πολιτική θύελλα στην Ιταλία. Η ρύθμιση προβλέπει αύξηση περίπου 7.000 ευρώ μηνιαίως για μη εκλεγμένους αξιωματούχους, οι οποίοι θα λάβουν επιπλέον επιδόματα για τηλεπικοινωνιακά έξοδα και άλλες ανάγκες. Η κίνηση αυτή, εν μέσω πληθωρισμού και οικονομικών πιέσεων για τα ιταλικά νοικοκυριά, έχει επικριθεί σφοδρά. 

Η αντιπολίτευση χαρακτηρίζει την απόφαση «πρόωρο δώρο Χριστουγέννων» προς τους συνεργάτες της Μελόνι, με την αρχηγό του Δημοκρατικού Κόμματος, Ελι Σλάιν, να σημειώνει χαρακτηριστικά: «Με το ένα χέρι αυξάνουν τους μισθούς των υπουργών και με το άλλο απορρίπτουν τον κατώτατο μισθό για τους πολίτες». Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων και ο ηγέτης του, Τζουζέπε Κόντε, κατηγόρησαν την κυβέρνηση για «προκλητική πολιτική ανισότητας», προτάσσοντας την ανάγκη για μέτρα υπέρ των εργαζομένων και όχι των κυβερνητικών στελεχών. 

Η Μελόνι υπεραμύνεται της απόφασης υποστηρίζοντας ότι η αύξηση εξισορροπεί τις αποδοχές μεταξύ εκλεγμένων και μη εκλεγμένων αξιωματούχων, αλλά οι επικριτές της επισημαίνουν πως η κίνηση έρχεται σε αντίθεση με τις υποσχέσεις που την ανέδειξαν στην εξουσία.
Η συγκεκριμένη κίνηση από πλευράς Μελόνι αποκαλύπτει τη συχνά αμφίσημη στάση των λαϊκιστών –είτε της Δεξιάς είτε της Αριστεράς– όταν βρίσκονται στην εξουσία, ειδικά σε σχέση με τον λαϊκιστικό λόγο κατά των «προνομιούχων» και υπέρ του «λαού» που υιοθετούν ως αντιπολίτευση. 

Η Ιταλίδα πρωθυπουργός κέρδισε τις εκλογές με σύνθημα την οικονομική υπευθυνότητα και την υπεράσπιση των λαϊκών στρωμάτων. Ομως, η τωρινή απόφασή της υπονομεύει τη φερεγγυότητά της. Ταυτόχρονα, η άρνηση να θεσπίσει κατώτατο μισθό εντείνει την εικόνα μιας κυβέρνησης που ευνοεί τους ισχυρούς εις βάρος των αδυνάτων. 

Για ακόμα μία φορά, λαϊκιστές ηγέτες, ενώ υιοθετούν συνθήματα και απλοϊκές λύσεις για να ελκύσουν το εκλογικό σώμα, όταν έρχεται η ώρα της εφαρμογής καταφεύγουν σε πολιτικές πρακτικές που οι ίδιοι καταδίκαζαν. Γι’ αυτό η απόφαση της Μελόνι δεν αποτελεί απλώς πολιτική γκάφα, αλλά και μια αποκάλυψη των ορίων του λαϊκισμού, ενώ οι πολίτες που περίμεναν από εκείνη «αντισυστημική» διακυβέρνηση, αρχίζουν να βλέπουν την πραγματική φύση της εξουσίας, με τις υποσχέσεις να παραμερίζονται απέναντι στο status quo.