Βήμα στρατηγικής στροφής, με την προσωπική σφραγίδα της Κριστίν Λαγκάρντ, σηματοδοτεί η χθεσινή απόφαση της ΕΚΤ για αναθεώρηση του πάγιου στόχου της για τον πληθωρισμό – μια απόφαση που οδηγεί την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πιο κοντά στο αναπτυξιακό μοντέλο της Fed και σε διακριτή πλέον απόσταση από το γερμανικό δόγμα της στοχοπροσήλωσης στον χαμηλό πληθωρισμό.
Η στροφή, βεβαίως, είναι ήπια και σταθμισμένη, με τον νέο στόχο της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό να ορίζεται στο 2% «σε συμμετρική βάση», και όχι σε λογική μέσου όρου, έναντι του «κάτω και κοντά στο 2%» που ίσχυε μέχρι τώρα. Η ίδια η πρόεδρος της ΕΚΤ, μάλιστα, Κριστίν Λαγκάρντ φρόντισε να κρατήσει απόλυτες ισορροπίες λέγοντας: «Εάν με ρωτάτε αν πηγαίνουμε σε πολιτική πληθωρισμού μέσου όρου όπως η Fed, η απάντηση είναι ξεκάθαρα “όχι”».
Και ορίζοντας τι σημαίνει «συμμετρικός» στόχος, πρόσθεσε: «Γνωρίζουμε ότι το 2% δεν θα είναι ο σταθερός και απόλυτος στόχος. Θα μπορούν να υπάρχουν κάποιες μετριοπαθείς, προσωρινές αποκλίσεις, είτε στη μία είτε στην άλλη κατεύθυνση του 2%. Αυτού του τύπου οι αποκλίσεις είναι αποδεκτές».
Παρά ταύτα το νέο «δόγμα» για τον πληθωρισμό, το οποίο συνοδεύεται και από την αναβάθμιση της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής στην ατζέντα και εντολή της ΕΚΤ, σηματοδοτεί την κορυφαία και πλέον δομική κίνηση στρατηγικής αναθεώρησης για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στα 23 χρόνια της ιστορίας της.
«Όταν η οικονομία λειτουργεί κοντά στο κατώτατο όριο των ονομαστικών επιτοκίων, απαιτείται ιδιαίτερα ισχυρή ή επίμονη δράση νομισματικής πολιτικής για να αποφευχθεί η παγίωση αρνητικών αποκλίσεων από τον στόχο του πληθωρισμού. Αυτό μπορεί επίσης να συνεπάγεται μια μεταβατική περίοδο στην οποία ο πληθωρισμός είναι αρκετά υψηλότερος από τον στόχο» τονίζεται στην ανακοίνωση της ΕΚΤ. «Ο στόχος του 2% είναι σαφέστερος, απλούστερος στην επικοινωνία του, ισχυρός και ισορροπημένος. Μας φέρνει στο ίδιο επίπεδο με πολλές άλλες κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο που έχουν επίσης στόχο το 2%, ένα επίπεδο που αποτελεί και τον γενικά αποδεκτό ορισμό της σταθερότητας των τιμών», επεσήμανε από την πλευρά της η Κριστίν Λαγκάρντ.
Για τη Λαγκάρντ η αναθεώρηση της στρατηγικής της ΕΚΤ ήταν η προτεραιότητα που προωθούσε εδώ και 18 μήνες, ακροβατώντας ενίοτε και στα θεμελιώδη αξιώματα της κεντρικής τραπεζικής, προκειμένου να ενισχυθεί η αξιοπιστία της τράπεζας. Ειδικά την τελευταία δεκαετία, ο στόχος για πληθωρισμό «κάτω και κοντά στο 2%» είχε αποδειχθεί μη ρεαλιστικός και, σε έναν βαθμό, υπονομευτικός της ισχύος της κεντρικής τράπεζας. Ο πληθωρισμός κινείτο σταθερά σε χαμηλότερα επίπεδα αναγκάζοντας την ΕΚΤ -όπως και την Τράπεζα της Ιαπωνίας που ακολουθούσε αντίστοιχη πολιτικήνα πάει σε αρνητικά επιτόκια, γεγονός που έθεσε υπό αίρεση την πραγματική δύναμη παρέμβασης της κεντρικής τράπεζας.
Η χθεσινή ομόφωνη απόφαση της ΕΚΤ δεν επηρέασε, πάντως, ιδιαίτερα την ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων -όπου οι αποδόσεις υποχώρησαν ακολουθώντας τη διεθνή τάση-, καθώς αφενός ήταν προεξοφλημένη και, αφετέρου, κρίθηκε ως μη αρκετά «τολμηρή» από αρκετούς αναλυτές. Πολλοί επενδυτές, διψασμένοι για ένα ισχυρό μήνυμα παράτασης των νομισματικών μέτρων στήριξης της πανδημίας, θα επιθυμούσαν μια ευθεία δέσμευση της Λαγκάρντ για αποδοχή μιας παρατεταμένης υπέρβασης του στόχου για τον πληθωρισμό έπειτα από μια μακρά περίοδο με χαμηλές τιμές όπως αυτή που διένυσε την τελευταία δεκαετία η Ευρωζώνη.
Η Κριστίν Λαγκάρντ, ωστόσο, απέφυγε κάθε τέτοια δέσμευση και περιορίστηκε να πει πως το 2% δεν αποτελεί «οροφή».
«Πράσινα» κριτήρια
Το δεύτερο κρίσιμο χαρακτηριστικό της νέας στρατηγικής της ΕΚΤ είναι η αναβάθμιση της μάχης κατά της κλιματικής αλλαγής στα βασικά κριτήρια χάραξης της νομισματικής της πολιτικής. Η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι το «πράσινο» κριτήριο θα αποτελεί στο εξής βασικό γνώμονα στο πολιτικό πλαίσιο αποτίμησης χρηματοοικονομικών στοιχείων, στάθμισης ρίσκου, αλλά και αγορών collateral bonds και επιχειρηματικών ομολόγων. «Μελλοντικά, η ΕΚΤ θα προσαρμόσει το πλαίσιο συστάσεων, εντός των ορίων της εντολής της, σε ό,τι αφορά τις τοποθετήσεις σε επιχειρηματικά ομόλογα συνυπολογίζοντας τους στόχους των επιχειρήσεων για την κλιματική αλλαγή», επισημαίνεται στην ανακοίνωση της. Η υιοθέτηση του «πράσινου μοντέλου» από την ΕΚΤ έρχεται μία εβδομάδα πριν από το νέο πακέτο της Ε.Ε. για τη μείωση εκπομπών αερίων και του ενεργειακού αποτυπώματος.
Μείωση στις επισφάλειες τραπεζών
tΗ ΕΚΤ έδωσε χθες στη δημοσιότητα και τα νέα στοιχεία για τις επισφάλειες των τραπεζών της Ευρωζώνης – στοιχεία, από τα οποία προκύπτει νέα μείωση του ποσοστού των επισφαλών δανείων στα τραπεζικά χαρτοφυλάκια κατά το πρώτο τρίμηνο του 2020. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις συστημικές τράπεζες της Ευρωζώνης υποχώρησε στο 2,36% από το 2,54% πριν από τρεις μήνες, παρά τη διπλή ύφεση που έπληξε την οικονομία και τις επιπτώσεις του lockdown στο πεδίο των επιχειρηματικών πιστώσεων. Σε ονομαστικούς όρους, τα επισφαλή δάνεια αυξήθηκαν στα 455 δισ. ευρώ από τα 443,6 δισ. ευρώ, αποτυπώνοντας όμως εδώ και την αύξηση του δανεισμού προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Η ΕΚΤ, πάντως, έχει από το προηγούμενο τρίμηνο απευθύνει προειδοποιήσεις για την πραγματική εικόνα των τραπεζικών ισολογισμών, επισημαίνοντας ότι πολλά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν καταγράφουν την πλήρη έκταση των επισφαλειών τους, στηριζόμενα στα μεγάλα πακέτα των κρατικών εγγυήσεων που συνόδευσαν τον δανεισμό στην διάρκεια της πανδημίας.
Επιταχύνεται η ανάκαμψη στην Ευρώπη
Στο μέτωπο των οικονομικών εξελίξεων στην Ε.Ε., τα νέα μεγέθη που ανακοινώθηκαν χθες επαναβεβαίωσαν την εικόνα της επιτάχυνσης της ανάκαμψης. Η Eurostat ανακοίνωσε ότι οι τιμές των κατοικιών στην Ε.Ε. αυξήθηκαν κατά 6,1% στο πρώτο τρίμηνο σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα – ποσοστό που σηματοδοτεί και τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης από το 2007. Ειδικά στην Ευρωζώνη, οι τιμές των κατοικιών σημείωσαν άνοδο 5,8%, που είναι και η μεγαλύτερη από το τέταρτο τρίμηνο του 2006.
Η υψηλότερη ετήσια άνοδος καταγράφηκε στο Λουξεμβούργο (17%), στη Δανία (15,3%), στη Λιθουανία (12%), στην Τσεχία (11,9%) και στην Ολλανδία (11,3%).Στο Βερολίνο, η γερμανική στατιστική υπηρεσία ανακοίνωσε ότι οι γερμανικές εξαγωγές σημείωσαν νέα άνοδο τον Μάιο στηρίζοντας πάντα την ανάκαμψη της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης. Οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 0,3% σε μηνιαία βάση, με παράλληλη όμως σημαντική αύξηση κατά 3,4% και των εισαγωγών. Το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας μειώθηκε στα 12,6 δισ. ευρώ από τα 15,6 δισ. ευρώ.
Από την έντυπη έκδοση της Ναυτεμπορικής