Το αμερικανικό Κογκρέσο βρίσκεται κοντά σε συμφωνία για ένα νομοσχέδιο που προβλέπει νέες οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, δήλωσε σήμερα (30/1) ο Δημοκρατικός γερουσιαστής, Μπομπ Μενέντεζ, που υπόσχονται “σοβαρές συνέπειες” για τη Μόσχα σε περίπτωση που εισβάλει στην Ουκρανία.
Όταν ρωτήθηκε από το δίκτυο CNN για τις εργασίες που διεξάγουν Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι για να αποφασίσουν νέες κυρώσεις σε βάρος της Μόσχας, ο πρόεδρος της επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας δήλωσε: “Είμαστε ένα μέτρο από το στόχο, και ελπίζω ότι θα φθάσουμε εκεί με επιτυχία. Αναμφισβήτητα υπάρχει μια απίστευτη αποφασιστικότητα και στα δύο κόμματα να υποστηρίξουν την Ουκρανία… και ότι θα υπάρξουν σοβαρές συνέπειες για τη Ρωσία εάν εισβάλει”.
Προσθέτοντας: “Δεν μπορούμε να έχουμε ένα νέο Μόναχο” αναφερόμενος στη διάσκεψη και τις συμφωνίες του 1938 μεταξύ του ναζιστικού καθεστώτος του Αδόλφου Χίτλερ και της Βρετανίας και της Γαλλίας, που δεν κατέστησαν δυνατό να αποτραπεί το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής, Τζιμ Ριτς, ο οποίος μίλησε στην ίδια συνέντευξη στο CNN, είχε την ίδια θέση με τον Δημοκρατικό βουλευτή, περιγράφοντας τις προσπάθειες των βουλευτών και των δύο κομμάτων που καταβάλλονταν “24 ώρες το 24ωρο τις τελευταίες ημέρες” για την επίτευξη συναίνεσης.
Παρά τη φαινομενική ενότητά τους ως προς την ουσία των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, οι Ρεπουμπλικάνοι και οι Δημοκρατικοί είναι από την άλλη πλευρά, πιο διχασμένοι στο θέμα της έναρξης ισχύος τους.
Οι πρώτοι τάσσονται υπέρ των προληπτικών μέτρων κατά της εισβολής, ενώ οι δεύτεροι επιθυμούν να διατηρήσουν αυτές τις κυρώσεις ως Δαμόκλειο σπάθη που θα πέσει σε περίπτωση ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με τον Δημοκρατικό Μπομπ Μενέντεζ, ορισμένες κυρώσεις θα μπορούσαν να εφαρμοστούν αρχικά, “λόγω όσων έχει ήδη κάνει η Ρωσία”, αναφερόμενος ειδικότερα στις κυβερνοεπιθέσεις στην Ουκρανία και στην “εκστρατεία υπονόμευσης της ουκρανικής κυβέρνησης διεθνώς”. Όμως, συνέχισε, “οι καταστροφικές κυρώσεις, που θα συνέτριβαν τη Ρωσία, θα έρθουν όταν (σς ο Βλαντίμιρ Πούτιν) εισβάλει”.