Αν εμείς στην Ελλάδα είμαστε απογοητευμένοι με το πολιτικό σύστημα και ειδικά με την αναξιόπιστη και επικίνδυνη αντιπολίτευση, τι να πουν και οι Αμερικανοί; Οι ΗΠΑ, μια χώρα με τόσες δεκάδες εκατομμύρια κατοίκους, η υπερδύναμη του πλανήτη, δεν είναι σε θέση να βρει δύο πολιτικούς ηγέτες για τη θέση του προέδρου, με διαφορετικά χαρακτηριστικά και μικρότερης ηλικίας, από τον σημερινό Τζο Μπάιντεν και τον πρώην Ντόναλντ Τραμπ.
Ο δημοκρατικός Μπάιντεν, εξασφάλισε τον απαιτούμενο αριθμό αντιπροσώπων (1.968) για το προσεχές συνέδριο της δικής του παράταξης ώστε να αναδειχθεί υποψήφιος για την προεδρία. Ουδέποτε αντιμετώπισε σοβαρό ανταγωνισμό στο κόμμα κι αναμένεται πλέον να λάβει και τυπικά το χρίσμα. Ο Τραμπ εξασφάλισε και αυτός το χρίσμα, κερδίζοντας τον απαιτούμενο αριθμό αντιπροσώπων (1.215) για το συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων. Ετσι, και εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, για πρώτη φορά έπειτα από σχεδόν 70 χρόνια, θα αναμετρηθούν για την προεδρία των ΗΠΑ δύο υποψήφιοι που είχαν βρεθεί απέναντι και σε προηγούμενη εκλογική διαδικασία. Οσοι μέχρι την τελευταία στιγμή, πίστευαν ή ευελπιστούσαν ότι Μπάιντεν και Τραμπ θα έκαναν πίσω προκειμένου να αναλάβει κάποιος άλλος, νεότερος και σίγουρα πιο δημοφιλής, υποψήφιος πρόεδρος δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ.
Μόνο απογοήτευση φέρνουν, τόσο στους ψηφοφόρους των ΗΠΑ όσο και στον υπόλοιπο πλανήτη, ότι για την κορυφαία θέση υπάρχουν δύο πρόσωπα, που ο μεν πρώτος, εάν κερδίσει, στο τέλος της θητείας του θα πλησιάζει τα 90 έτη και ο δεύτερος, στην ίδια περίπτωση, θα έχει πατήσει τα 85. Με λίγα λόγια, όποιος και αν κερδίσει είναι αμφίβολο εάν θα μπορέσει να ανταποκριθεί πλήρως στα καθήκοντά του. Η ηλικία, σε συνδυασμό με τις ικανότητες που δεν έχουν δείξει μέχρι τώρα οι και δύο, δεν συνηγορούν προς μια αισιόδοξη και ελπιδοφόρα πορεία των ΗΠΑ. Ωστόσο, η εξέλιξη θα φανεί κατά τη διάρκεια της επόμενης θητείας.
Πάντως, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στις εσωκομματικές εκλογές και των δύο κομμάτων υπήρχαν πολλές επιλογές, τις οποίες όμως δεν προτίμησε η πλειοψηφία. Νεότεροι υποψήφιοι υπήρχαν και στο Ρεπουμπλικανικό και στο Δημοκρατικό Κόμμα, κανείς τους όμως δεν κατάφερε να ξεπεράσει τα μεγάλα ονόματα.
Για παράδειγμα, στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικανών τόσο ο 45χρονος κυβερνήτης της Φλόριντα, Ρον Ντε Σάντις, όσο και η 52χρονη πρώην κυβερνήτρια της Νότιας Καρολίνα, Νίκι Χέιλι, θεωρούνταν πολλά υποσχόμενοι. Ομως ο Ντόναλντ Τραμπ κατάφερε να διατηρήσει την κυριαρχία του στο κόμμα.
Οσον αφορά τους Δημοκρατικούς, θα ήταν ιδιαιτέρως ασυνήθιστο να θέσει υποψηφιότητα κάποιος άλλος πέραν του Μπάιντεν, ο οποίος είναι εν ενεργεία πρόεδρος. Θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι η αντιπρόεδρος Καμάλα Χάρις, όμως κατά την τελευταία τετραετία δεν κατάφερε να ενισχύσει το προφίλ της, ούτε έχει προκαλέσει τέτοιο ενθουσιασμό στις τάξεις των Δημοκρατικών, ώστε να ήταν η δική τους επιλογή.
Για την Ελλάδα και με δεδομένες τις καλές σχέσεις μεταξύ Τραμπ και Ερντογάν, η εκλογή του νέου Αμερικανού προέδρου είναι πολύ σημαντική και θα παίξει τον δικό της ρόλο στις μελλοντικές σχέσεις Αθήνας-Ουάσιγκτον. Στις εκλογές του Νοεμβρίου θα κριθούν πολλά. Το θέμα είναι αν οι δύο υποψήφιοι θα φέρουν κάτι διαφορετικό για τον πλανήτη. Χωρίς να θέλω να σας μεταφέρω την απαισιοδοξία μου, δεν πολυπιστεύω ότι κάτι τέτοιο θα γίνει. Δυστυχώς. Καλημέρα σε όλες και σε όλους…