Την ατζέντα του Έλληνα πρωθυπουργού, και τις προσδοκίες από την συνάντηση με τη Γερμανίδα καγκελάριο σχολιάζει η Handelsblatt.
«Η επίσκεψη στην Άγκελα Μέρκελ θεωρείται ιδιαίτερα ευαίσθητη» σχολιάζει ο ανταποκριτής της HΒ στην Αθήνα Γκερτ Χέλερ. «Ο Μητσοτάκης έχει ένα συγκεκριμένο αίτημα: επιθυμεί χαλάρωση των αυστηρών μέτρων λιτότητας, με τα οποία οι πιστωτές πέρυσι το καλοκαίρι συμφώνησαν να απελευθερώσουν την Ελλάδα από το πρόγραμμα βοήθειας.
Για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους, η Ελλάδα αναμένεται να παράγει ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022. Για τη συνέχεια έχει συμφωνηθεί 2,2%.
Ο Μητσοτάκης θεωρεί αυτές τις απαιτήσεις πολύ αυστηρές. Ο νέος πρωθυπουργός ζητά περισσότερη χρηματοπιστωτική ελευθερία, ώστε με φοροελαφρύνσεις και επενδύσεις στις υποδομές να τονώσει την οικονομία που εξακολουθεί να είναι αδύναμη. Και έχει αρκετά καλά επιχειρήματα υπέρ του, ακόμη κι αν στη Γερμανία κανείς δεν θέλει να τα ακούσει μετά την εμπειρία της φαινομενικά αιώνιας ελληνικής διάσωσης».
Όπως αναφέρει ο σχολιαστής, «ο Μητσοτάκης έχει ήδη κάνει καλή αρχή», αναφερόμενος για παράδειγμα στην προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων ή την άρση των τελευταίων capital control, «μια κληρονομιά του καλοκαιριού της κρίσης το 2015».
Όπως σημειώνει, αυτό θα έχει «θετική επίδραση στην πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Έτσι η Ελλάδα μπορεί να αναχρηματοδοτηθεί και η βιωσιμότητα του χρέους βελτιώνεται». Ο σχολιογράφος σημειώνει στη συνέχεια ότι «οι αγορές εξέφρασαν την εμπιστοσύνη τους στον Μητσοτάκη», ωστόσο οι «δημόσιοι πιστωτές παραμένουν ακόμη διστακτικοί».
Επιπλέον ανησυχούν ότι ενδεχόμενες παραχωρήσεις προς την Αθήνα θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν μια «νέα απληστία» εκ μέρους της Ιταλίας. «Για αυτό ο Μητσοτάκης», καταλήγει η HB, «δεν μπορεί να υπολογίζει σε συγκεκριμένες δεσμεύσεις από την καγκελάριο.
Αλλά δεν πρέπει να μείνει η επίσκεψη σε αυτό. Κι αυτό γιατί ο Έλληνας πρωθυπουργός χρειάζεται μια ευκαιρία. Η χαλάρωση των δημοσιονομικών απαιτήσεων θα μπορούσε να δώσει στην Ελλάδα το ρυθμό ανάπτυξης που χρειάζεται επειγόντως. Αυτό θα ήταν επίσης προς το συμφέρον των πιστωτών. Επειδή ένα είναι σαφές: μόνο αν η οικονομία βελτιωθεί, θα μπορέσουν οι Έλληνες να αποπληρώσουν τα χρέη τους.»