Το σοβαρότερο πρόβλημα που δυσχεραίνει τον πολιτικό διάλογο, άλυτο στα μυαλά μιας ξεπερασμένης πολιτικής κουλτούρας βαθιά επηρεασμένης από το μετατραυματικό τραύμα του εμφυλίου, είναι η δαιμονοποίηση της δεξιάς. Ως έννοιας και πολιτικής πρακτικής. Το πλαίσιο που έχει διαμορφώσει ο εθνικός διχασμός και ο εμφύλιος, θεολογικού περιεχομένου ως προς την ερμηνεία του «κακού»(δεξιά) και του «καλού»(αριστερά), αποτελεί τροχοπέδη στον εκσυγχρονισμό του κράτους, εμποδίζει μονομερώς την ελευθερία στην έκφραση, ενώ έχει καλλιεργήσει μια κουλτούρα «αντί» που έχει επιπτώσεις σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου βίου.

Του Χάρη Παυλίδη
Αφορμή αυτού του σχολίου η αναπαραγωγή του στερεότυπου περί «παλινόρθωσης» της δεξιάς. Κατ’ αρχάς η παλινόρθωση ως έννοια εκτός από ατυχής είναι ανιστόρητη. Ιστορικά αναφέρεται στην επάνοδο ενός μονάρχη ή ενός καθεστώτος. Συνεπώς στην κοινοβουλευτική δημοκρατία η πολιτική κυριαρχία της δεξιάς δεν σημαίνει παλινόρθωση. Αν δεχθούμε ότι συνιστά παλινόρθωση η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που αναδείχθηκε μετά από εκλογές, τότε θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι το ΠΑΣΟΚ του 1981 και ο ΣΥΡΙΖΑ του 2015 ανέτρεψαν «μοναρχίες». Επειδή όμως δεν συμβαίνει ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο, έχει ενδιαφέρον να δούμε γιατί η αριστερά φροντίζοντας να φορτίσει αρνητικά την έννοια «δεξιά», καταφέρνει δημιουργώντας μια παράλληλη πραγματικότητα να αποκρύψει το ρόλο της στην κατασκευή του μύθου.

Τι χρειάζεται ένας μύθος; Το αφήγημα και τα σύμβολα. Στην προκειμένη περίπτωση κι έναν «θεό» καθώς κι έναν ή περισσότερους κήρυκες των εντολών του. Η πίστη, η δογματική πίστη στον «θεό» της αριστεράς, είναι το ισχυρό πλεονέκτημα έναντι των «απίστων» που στερούνται «παραδείσου». Επιπροσθέτως η δεξιά δεν ήταν ποτέ προσηλωμένη δογματικά σε «ιερά» κείμενα, πολλώ δε στις ερμηνείες τους μέσω των «Ιερών Ευαγγελίων». Συν όλων αυτών, η ελληνική αριστερά κατάφερε να προσηλυτίσει και άτομα που αισθάνονται τύψεις γιατί η κοινωνική τους θέση αντιβαίνει τους «ιερούς κανόνες». Και βέβαια καμία θρησκεία δεν θα μπορούσε να επικρατήσει χωρίς μάρτυρες. Χωρίς θύματα. Και όταν οι μάρτυρες, τα θύματα, είναι με την πλευρά του «καλού», οι τύψεις βρίσκουν διέξοδο στη μετάνοια.

Κάπως έτσι η αριστερά έχει καταστεί το «εξομολογητήριο» της κοινωνίας, όπου οι «κακοί» οφείλουν να μετανοούν προκειμένου να έχουν άφεση αμαρτιών. Και έτσι η δεξιά, διαρκώς μετανοούσα για τις «αμαρτίες» της, πρέπει διαρκώς να απολογείται για την «ασέβεια» της να είναι αδογμάτιστη και γιατί πιστεύει ότι υπέρτατο αγαθό είναι η ελευθερία και όχι η ισότητα. Όταν μάλιστα συμβαίνει η δεξιά να είναι περισσότερο ανθρώπινη και περισσότερο κοινωνική από την αριστερά, και με μετριοπάθεια προβάλει τις αρχές και τις αξίες των ιδεών της, τότε οι δυνάμεις του «καλού» επικαλούμενες την «παλινόρθωση» επιχειρούν να σταματήσουν την εξέλιξη και την απελευθέρωση του λαού από τα δεσμά της μοναδικής αλήθειας.

Σήμερα οι έννοιες «δεξιά»- «αριστερά» συνδέονται με τις έννοιες της «συντήρησης» και της «προόδου». Κι εδώ η αριστερά θέλει να έχει τον πρώτο λόγο στην εννοιοδότηση. Και αντιδρά γιατί η σύγχρονη δεξιά, η κεντροδεξιά, νοηματοδοτεί την πρόοδο χωρίς να αρνείται τη συντήρηση. Γιατί η κεντροδεξιά ως αδογμάτιστη που είναι, δεν πιστεύει ότι πρόοδος είναι η καταστροφή του παρελθόντος. Βλέπει την πρόοδο ως μια παλιά βιβλιοθήκη από την οποία κρατάει τα γεμάτα σοφία βιβλία και όχι το έπιπλο. Εν αντιθέσει με την αριστερά που θέλει να πετάξει την βιβλιοθήκη μαζί με τα βιβλία. Αυτό τρομάζει την αριστερά. Ότι η κεντροδεξιά βλέπει στο μέλλον με τη σοφία και τις αξίες του παρελθόντος.