Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στα δύο χρόνια της πρωθυπουργικής θητείας του έχει αποδείξει ότι, οι αποφάσεις του δεν υποκρύπτουν πολιτική υποκρισία και κυρίως δεν διακατέχονται από καιροσκοπισμό.
Επίσης σε πείσμα μιας αντίληψης που θέλει τους πρωθυπουργούς κομματάρχες, εκείνος υπερβαίνοντας σε πολλές περιπτώσεις τα κομματικά στεγανά αξιοποιεί πρόσωπα που σε συγκεκριμένα πεδία του δημόσιου βίου δημιουργούν προϋποθέσεις πολιτικών συγκλίσεων.
Προφανώς σ’ ένα πολιτικό σύστημα που βρίσκεται σε μεταβατική φάση οι προσπάθειες δεν στέφονται πάντα με απόλυτη επιτυχία, όταν μάλιστα υπονομεύονται από πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα που θίγονται από τις μεταρρυθμίσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης από την πρώτη ημέρα της ανάληψης των καθηκόντων του κατέστησε σαφές με τις επιλογές του, ότι δεν προτίθεται να κάνει τον Πρωθυπουργό, αλλά να είναι Πρωθυπουργός πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης.
Φρόντισε γι αυτό να στείλει τα μηνύματα προς εκείνους που στα χρόνια των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ κινούσαν τα νήματα στο παρασκήνιο, αλλά και στον πολιτικό φορέα που εκτελούσε τις εντολές τους.
Το επιτελικό κράτος αποτέλεσε ένα από τα πλέον ηχηρά μηνύματα που είχε ως αποδέκτες το «σύστημα» ΣΥΡΙΖΑ και τα συμφέροντα που ως κυβέρνηση τα υπηρέτησε με συνέπεια.
Αυτός είναι ο βασικός λόγος που το επιτελικό κράτος δέχεται χτυπήματα, κατασυκοφαντείται και γενικά εντέχνως ο ΣΥΡΙΖΑ φροντίζει σε κάθε ευκαιρία να το ταυτίζει με τον Πρωθυπουργό και τα πρόσωπα που τον πλαισιώνουν.
Τούτων δοθέντων το «σύστημα» ΣΥΡΙΖΑ και οι «σπόνσορες» του στοχοποίησαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη, επιχειρώντας κάθε φορά να τον πλήξουν- άλλοτε σε προσωπικό και άλλοτε σε πολιτικό επίπεδο- επενδύοντας είτε σε φυσικά φαινόμενα είτε στην υγειονομική κρίση.
Και όταν αντικειμενικά δεν μπόρεσαν να πετύχουν το στόχο τους, όταν απέτυχαν να πλήξουν την αξιοπιστία του και την επάρκειά του στη διαχείριση των πολλαπλών κρίσεων, μεθόδευσαν μέσω της υπουργοποίησης του κ. Αποστολάκη το «χτύπημα» σε βάρος του Πρωθυπουργού.
Πως; Εκμεταλλευόμενοι την πολιτική γενναιότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη να προτείνει στο πρόσωπο του κ. Αποστολάκη ένα «ανοιχτό μέτωπο» για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, όπου όλες οι πολιτικές δυνάμεις θα συνέδραμαν προς όφελος της κοινωνίας.
Το σκοτεινό, παρασιτικό και διαπλεκόμενο σύστημα που στήριζε και στηρίζει ΣΥΡΙΖΑ σχεδίασε το colpo grosso αφήνοντας τον αφελή(;) κ. Αποστολάκη να διαπραγματεύεται και αυτός να περιμένει την ώρα που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος θα ανακοίνωνε το όνομά του να τον εξευτελίσει με βαρύτατους χαρακτηρισμούς.
Διότι, το έντιμο εκ μέρους του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν να πει απ’ την αρχή στον κ. Αποστολάκη ότι διαφωνεί και τέλος. Έστω και να το «κάψει» με διαρροές στα Μέσα που ελέγχει.
Δεν το έκανε γιατί ήθελε ο κ. Αποστολάκης να εκτεθεί και μαζί του να “αποδομηθεί” ο Πρωθυπουργός, μετατρέποντας τον ανασχηματισμό σε ενδοκυβερνητική κρίση.
Ο «πολιτικός επαίτης», ο «αποστάτης» και οι φορτισμένοι χαρακτηρισμοί ήταν το πρόσχημα ώστε το «κόλπο» αφενός να τρομοκρατήσει τον κ. Αποστολάκη (όπως και έγινε), αφετέρου να δοθεί η εντύπωση στην κοινή γνώμη ότι ο Πρωθυπουργός ενεργεί στο παρασκήνιο.
Δυστυχώς για τον κ. Τσίπρα και όσους συμμετείχαν στο σχέδιο, ο Πρωθυπουργός έδειξε με τη στάση του ότι, ανεξάρτητα από την προσωπική άποψη που έχει για τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ, λειτουργεί θεσμικά.
Γι αυτό και συμφώνησε να ενημερωθεί ο κ. Τσίπρας και η κ. Γεννηματά. Εν αντιθέσει με τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ που με άθλιο και κυνικό τρόπο εξέθεσε (κοινώς εξευτέλισε) τον συνεργάτη του προκειμένου να πλήξει τον Πρωθυπουργό.
Σύντομα όλοι όσοι μετείχαν σ’ αυτή την αθλιότητα, είτε γνωρίζοντας τους σκοπούς της είτε αγνοούσαν τις προθέσεις εκείνων που τη μεθόδευσαν, θα καταλάβουν ότι ο Πρωθυπουργός δεν κάνει πίσω.
Όπως είχε πει ο Robert Frost, και κατά τη γνώμη μου συνάδει με τον τρόπο που πολιτικά σκέφτεται και ενεργεί ο Πρωθυπουργός, «Δύο δρόμοι χώριζαν στο δάσος κι εγώ πήρα τον λιγότερο ταξιδεμένο, κι αυτό είναι που έκανε όλη τη διαφορά».
Για τους άλλους, ας παρηγορηθούν με τη φράση του Ευγένιου Ο’ Νηλ: «Η θάλασσα μισεί τους δειλούς». Και η πολιτική το ίδιο, συμπληρώνω.