Κάθε φορά που ακούω για μια νέα ευρωπαϊκή απόφαση, πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται πώς ακριβώς γεννήθηκε. Όχι με τεχνικούς όρους, ούτε με εκείνο το γνωστό διάγραμμα που δείχνει τα στάδια και τα όργανα. Αλλά ανθρώπινα, δηλαδή ποιοι ήταν εκεί, τι κουβέντες έγιναν, πόσοι είχαν πραγματικά λόγο. Κι όσο προσπαθώ να καταλάβω αυτή τη διαδρομή, τόσο συνειδητοποιώ ότι υπάρχει μια απόσταση ανάμεσα σε εμάς, τους ανθρώπους της καθημερινότητας και σε εκείνες τις αίθουσες στις Βρυξέλλες όπου «κλειδώνουν» οι τελικές φράσεις.

Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποια πρόθεση αποκλεισμού. Περισσότερο μοιάζει με μια διαδικασία που έμαθε να λειτουργεί έτσι, με πολλές χώρες, πολλά συμφέροντα, πολλή πίεση χρόνου. Κι όσο πιο πολύπλοκο γίνεται το παζλ, τόσο πιο εύκολα οι αποφάσεις παίρνουν μορφή κάπου μακριά μας, σε κλειστά δωμάτια όπου λίγοι διαπραγματεύονται για λογαριασμό πολλών. Εμείς τις μαθαίνουμε στο τέλος, όταν πια έχουν πάρει τον δρόμο τους.

Την ίδια στιγμή, ο ρυθμός με τον οποίο παράγονται οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί και οι οδηγίες είναι καταιγιστικός. Δεν είναι απαραίτητα αρνητικό αυτό, γιατί δείχνει ότι η Ευρώπη προσπαθεί να προσαρμοστεί σε έναν κόσμο που αλλάζει γρήγορα. Αλλά είναι δύσκολο να το παρακολουθήσουμε. Προτού προλάβουμε να καταλάβουμε μια εξέλιξη, έχει ήδη φτάσει η επόμενη. Και έτσι, σχεδόν χωρίς να το καταλάβουμε, χάνουμε την αίσθηση ότι είμαστε μέρος αυτής της διαδικασίας.

Κάπου εκεί αρχίζει και μεγαλώνει μέσα μου μια σκέψη, ότι η λύση δεν είναι να μελαγχολούμε για την απόσταση, αλλά να τη γεφυρώσουμε. Αυτό που λείπει δεν είναι η προσπάθεια ούτε η διάθεση. Είναι το βλέμμα προς τα μέσα. Λίγη περισσότερη διαφάνεια στις διαδρομές των αποφάσεων, λίγο πιο ανοιχτή κουβέντα για το πώς φτάνουμε από την ιδέα στην πράξη, λίγοι περισσότεροι δίαυλοι για να νιώθουμε ότι συμμετέχουμε, όλα αυτά μπορούν να κάνουν τεράστια διαφορά.

Δεν χρειάζονται φωνές και φανφάρες, αρκεί η επίγνωση ότι η Ευρώπη, για να παραμείνει αυτό που ονειρευτήκαμε, πρέπει να είναι κοντά στους ανθρώπους της. Μια Ένωση που δεν φοβάται να δείξει τα βήματά της, να εξηγήσει τις αποφάσεις της, να μοιραστεί τον δρόμο που ακολουθεί.

Και ίσως τελικά το ερώτημα δεν είναι «ποιος αποφασίζει» αλλά «πώς μπορούμε όλοι να δούμε λίγο πιο καθαρά τις πόρτες πίσω από τις οποίες παίρνονται οι αποφάσεις». Αν τις ανοίξουμε, έστω και μία στάλα, δεν θα αλλάξει μόνο η εικόνα μας για την Ευρώπη. Θα αλλάξει και η σχέση μας μαζί της.