Το ερχόμενο καλοκαίρι δεν θα είναι για τη χώρα μας σαν όλα τα άλλα. Συγκεκριμένα, μετά από τη δοκιμασία της πανδημίας και τα συνεχόμενα lockdown και με δεδομένη τη σημασία του τουρισμού για την Ελλάδα, αυτό το καλοκαίρι δεν θα είναι τίποτα λιγότερο από μία μεγάλη πρόκληση… Αβεβαιότητες που ποτέ άλλοτε δεν είχαμε, τις έχουμε φέτος.
του Μιχάλη Δεμερτζή
Θα επανέλθει, για παράδειγμα, αυτό το καλοκαίρι η ποιότητα του τουριστικού μας προϊόντος στα προ κορωνοϊού επίπεδα; Πόσο επηρεασμένη είναι η εστίαση μετά από την ακινησία ενός ολόκληρου έτους; Είναι έτοιμος ο κόσμος να ξοδέψει τα χρήματά του σε διακοπές και, αν ναι, είναι η Ελλάδα με τη σειρά της έτοιμη να τον υποδεχτεί χωρίς την απειλή μίας νέας ανόδου σε κρούσματα; Αυτά και άλλα παρόμοια ερωτήματα είναι δύσκολο να απαντηθούν με σιγουριά πριν το τέλος του καλοκαιριού. Υπάρχουν ωστόσο κάποια ενθαρρυντικά στοιχεία που επιτρέπουν την αισιοδοξία…
Κατ’ αρχάς, όπως έχουμε ξαναπεί, ο τουρισμός είναι ένα «παιχνίδι» συγκριτικό και χώρες ευθέως ανταγωνιστικές στην Ελλάδα δεν παρουσιάζονται πιο έτοιμες από εκείνη. Πιο πολύ το αντίθετο συμβαίνει: Η επιδημιολογική εικόνα της Ισπανίας και της Ιταλίας είναι διεθνώς χειρότερη από αυτή της χώρας μας, ενώ η Τουρκία δεν θεωρείται καν αξιόπιστος εταίρος από τα δυτικά κράτη. Ειδικά ως προς αυτό, η αλλαγή του τόπου διεξαγωγής του τελικού Champions League – μίας δηλαδή αρκετά ελέγξιμης εκδήλωσης σε όρους υγειονομικούς αλλά και ασφάλειας – από την Κωνσταντινούπολη στο Πόρτο της Πορτογαλίας, είναι εξόχως ενδεικτική.
Οι ανωμαλίες που έφερε η πανδημία στους παραπάνω (αλλά και σε άλλους) προορισμούς, προκαλούν διστακτικότητα στους εγχώριους τουριστικούς παράγοντές τους και αυτό έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον χαμηλής προσφοράς, την ώρα που η ζήτηση φαίνεται να κινείται πολύ υψηλά. Αυτό λένε τουλάχιστον τα στοιχεία που δημοσίευσε η εταιρεία TUI, ένας από τους μεγαλύτερους τουριστικούς πράκτορες παγκοσμίως, η οποία είδε, από τον Απρίλιο ακόμα, κρατήσεις που φτάνουν ως και το καλοκαίρι του 2022. Ο κόσμος μάλλον δεν βλέπει την ώρα να ελευθερωθεί από τα lockdown και να πάει διακοπές και η Ελλάδα μπορεί να επωφεληθεί από αυτή την κατάσταση, αρκεί να πείσει ότι τα νησιά της είναι ασφαλείς προορισμοί, κάτι που είναι πέρα για πέρα αληθές για τη συντριπτική πλειοψηφία τους.
Το άλλο καλό νέο είναι πως πριν καλά καλά οι επίσημοι φορείς της χώρας μας ξεκινήσουν την σχετική εκστρατεία, τα νούμερα των ημερήσιων εμβολιασμών στον ελληνικό πληθυσμό πείθουν ήδη από μόνα τους. Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, η Ελλάδα έχτισε ένα καλό brand name κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας, δείχνοντας άψογα αντανακλαστικά με το γρήγορο lockdown του Μαρτίου, το οποίο παρεμπιπτόντως φαίνεται να ευθύνεται μέχρι και σήμερα για τον συγκριτικά χαμηλό αριθμό νεκρών ανά εκατομμύριο πληθυσμού από την αρχή της πανδημίας. Για λόγους που δεν είναι της παρούσης, τα θύματα του κορωνοϊού αυξήθηκαν σημαντικά τους τελευταίους λίγους μήνες και, εντελώς λογικά, αυτή η θετική εικόνα πάει να χαλάσει, αλλά και πάλι η χώρα έδειξε τα αντανακλαστικά της την πιο κατάλληλη στιγμή δίνοντας, εκτός προγράμματος, το πράσινο φως στους Έλληνες μεταξύ 30 και 44 ετών να εμβολιαστούν. Το αποτέλεσμα αυτής της έμπνευσης είναι να βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα στην πρώτη θέση μεταξύ των ανεπτυγμένων κρατών σε ό,τι αφορά το ρυθμό των εμβολιασμών.
Σε ένα διεθνές περιβάλλον αβέβαιο, άκρως ανταγωνιστικό και, ακριβώς λόγω του πανδημικού «σεισμού», εύθραυστο και ευαίσθητο σε αλλαγές, οι πρωτοβουλίες και οι εμπνεύσεις της τελευταίας στιγμής μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Αλλά η διαφορά στην οποία αναφερόμαστε δεν υπάρχει, μέχρι να φανεί και στον πραγματικό κόσμο. Με άλλα λόγια, η συγκεκριμένη απόφαση για τους εμβολιασμούς δεν θα σήμαινε τίποτα, αν δεν πήγαιναν οι τριαντάρηδες και σαραντάρηδες Έλληνες να εμβολιαστούν μαζικά. Τα προβλήματα, βλέπετε, δεν λύνονται «με ένα νόμο και ένα άρθρο»…
Οι νόμοι, τα άρθρα και οι λοιπές πολιτικές πρωτοβουλίες χρειάζονται την ανταπόκριση της κοινωνίας και, στο μέτρο που άπτονται σοβαρών ζητημάτων, χρειάζονται και την προσπάθειά της. Για να μη μείνουν εν προκειμένω στα χαρτιά και τις λίστες των στατιστικολόγων οι καλές μας επιδόσεις στον εμβολιασμό, είναι σκόπιμο κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού να συνοδεύονται και από την τήρηση των ισχυόντων υγειονομικών μέτρων από όλους μας, αλλά και από τον επαγγελματισμό όλων όσοι εργάζονται στον τουριστικό τομέα. Μετά από περίπου δεκατέσσερις μήνες στασιμότητας, είναι δεδομένο πως τα αμέσως επόμενα χρόνια θα είναι δύσκολα οικονομικά. Συνεπώς, το λιγότερο, δεν πρέπει να πάει χαμένο το καλοκαίρι.