Eνώ οι θεσμοί, οι κυβερνήσεις, οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι, οι αρχές και οι αθλητικές ομοσπονδίες καλούνται όλες να προσαρμοστούν στους νέους περιορισμούς που επιβάλλουν οι χώρες λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, οι ειδικοί λένε ότι συχνά η υγειονομική κρίση χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για τον περιορισμό της πρόσβασης στους δημοσιογράφους.
Λιγότερες συνεντεύξεις Τύπου με φυσική παρουσία, ερωτήσεις που πρέπει να υποβάλλονται εκ των προτέρων ή κάποιες φορές καθόλου ερωτήσεις, ερωτήματα που μένουν αναπάντητα–οι πληροφορίες δεν διακινούνται σωστά στην εποχή του κορονοϊού.
Στα παραδείγματα περιλαμβάνονται οι διεθνείς ποδοσφαιρικοί αγώνες, στους οποίους η UEFA ανέστειλε τη λειτουργία της Μικτής Ζώνης του γηπέδου, όπου οι δημοσιογράφοι συνήθως βρίσκουν ευκαιρία για να αποσπάσουν δηλώσεις από τους παίκτες και οι Εβδομάδες Μόδας, όπου έχει σταθεί σχεδόν αδύνατον οι δημοσιογράφοι να πάρουν συνέντευξη από τους σχεδιαστές μόδας.
“Βλέπουμε όλων των ειδών τις καταστάσεις όπου κάποιοι χρησιμοποιούν προσχηματικά τον κορωνοϊό για να αποκρύψουν πληροφορίες”, λέει ο Ντέιβιντ Κάλιερ, καθηγητής δημοσιογραφίας στο πανεπιστήμιο της Αριζόνα.
Απόπειρες συγκάλυψης συχνά περιλαμβάνουν πληροφορίες για την ίδια την πανδημία, που μπορεί να είναι αρνητικές για τον τρόπο διαχείρισής της από την κυβέρνηση ή από τοπικούς αξιωματούχους.
Αυτή την εβδομάδα η κυβερνήτης του Κάνσας Λόρα Κέλι απέρριψε ένα αίτημα της ειδησεογραφικής ιστοσελίδας Kansas Reflector να ενημερωθεί για την διεύθυνση πληροφοριών όπου μπορούν οι επιχειρήσεις στην πολιτεία αυτή να ενημερώνονται για τον κορωνοϊό.
Με στόχο να μην αποκαλυφθεί ο αριθμός των κρουσμάτων σε έναν οίκο ευγηρίας ή ένα πανεπιστήμιο, για παράδειγμα, κάποιες αρχές κρύβονται πίσω από επιχειρήματα για ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα ακόμη και αν αυτά τα δεδομένα είναι ανώνυμα και ο νόμος δεν το απαγορεύει, επισημαίνει ο Κάλιερ.
Κυβερνητικές υπηρεσίες, δημοτικά συμβούλια ή τοπικές οργανώσεις λαμβάνουν αποφάσεις “κεκλεισμένων των θυρών”, προσθέτει ο πρώην πρόεδρος της ‘Ενωσης Επαγγελματιών Δημοσιογράφων.
Στο πολιτικό πεδίο, ο Δημοκρατικός υποψήφιος για την προεδρία Τζο Μπάιντεν κατηγορείται συχνά ότι κρύβεται από τα μέσα με την δικαιολογία της πανδημίας.
Η προεκλογική ομάδα του χρησιμοποιεί τις προφυλάξεις για λόγους υγείας για να δικαιολογήσει τον περιορισμό στην πρόσβαση στον Μπάιντεν σε μόλις 12 δημοσιογράφους και φωτογράφους.
Όταν δέχεται ερωτήσεις, πράγμα σπάνιο, η ομάδα επικοινωνίας του υποδεικνύει τους τέσσερις ή πέντε δημοσιογράφους στους οποίους επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις.
Οι Ρεπουμπλικανοί έχουν κατηγορήσει τον Μπάιντεν, χωρίς ωστόσο αποδείξεις, ότι γνώριζε εκ των προτέρων τις ερωτήσεις.
Λογοκρισία
Πέραν της περιορισμένης πρόσβασης οι δημοσιογράφοι έχουν λογοκριθεί σε πολλές χώρες, ένα μέτρο που παρουσιάστηκε ως μέσο για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης που συνδέεται με την πανδημία.
Ορισμένες χώρες, όπως η Κίνα και η Αίγυπτος, έχουν ακυρώσει τις βίζες ή έχουν διατάξει την απέλαση ξένων δημοσιογράφων μετά τη δημοσίευση άρθρων τους σχετικά με την διαχείριση της πανδημίας.
Οι δυσκολίες αυτές παρουσιάζονται μάλιστα σε μια περίοδο όπου το τοπίο των μέσων ενημέρωσης ήδη τελεί υπό πίεση από την μείωση των εσόδων, που έχει επιδεινωθεί εξαιτίας της πανδημίας, ειδικά μεταξύ των τοπικών εντύπων.
Χρόνια υποστελεχωμένα έντυπα δεν έχουν πάντα αρκετό χρόνο ώστε να καλλιεργήσουν τις επαφές τους και να κάνουν αναζήτηση σε δημόσια αρχεία στον βαθμό που απαιτεί το επάγγελμα.
“Επομένως όλο και περισσότερες πληροφορίες που παρέχονται στο κοινό, δίνονται στην κυριολεξία με το σταγονόμετρο χωρίς να έχουν διασταυρωθεί και αυτό δεν είναι καλό”, σημειώνει ο Κάλιερ.
“Οι προσπάθειες που καταβάλλονται από πολιτικούς και από άλλους για να ελέγχουν το μήνυμα έχουν αυξηθεί την τελευταία διετία”, συμπληρώνει η Κόρτνι Ραντς της Επιτροπής Προστασίας των Δημοσιογράφων. Η τάση αυτή έχει ενισχυθεί από την πανδημία, λέει η ίδια.
Η πρόσβαση στην πληροφορία περιπλέκεται περισσότερο από την αυξανόμενη λαϊκή δυσπιστία απέναντι στον Τύπο σε μια εποχή κατά την οποία ο πρόεδρος Τραμπ καταφέρεται εναντίον των mainstream μέσων που απεχθάνεται.
Στη διάρκεια των διαδηλώσεων που ακολούθησαν τον θάνατο του Τζορτζ Φλόιντ οι δημοσιογράφοι δέχτηκαν επιθέσεις από την αστυνομία αλλά και από πολίτες που δεν ήθελαν ανεξάρτητη κάλυψη των διαδηλώσεων, σύμφωνα με την ίδια.
“Οδεύουμε προς σκοτεινούς καιρούς αν δεν αλλάξει κάτι. Αυτό μπορεί να οδηγήσει στο τέλος της Δημοκρατίας όπως την ξέρουμε μέσα σε 20 με 30 χρόνια”, υποστηρίζει ο Κάλιερ.
Από την πλευρά της η Ραντς αναγνωρίζει ότι η κατάσταση είναι “επικίνδυνη”, αλλά επισημαίνει “την αυξανόμενη αναγνώριση” από κάποιους της “σπουδαιότητας της δημοσιογραφίας στην εποχή της πανδημίας”.