Εχοντας υπηρετήσει μια ζωή στο υπουργείο Εξωτερικών, παρατηρώντας την πολιτική άλλων λαών, αποτελεί πράγματι μια παράδοξη εμπειρία, αφού επέστρεψα πλέον στην πατρίδα μου, να παρακολουθώ το ξήλωμα του νήματος των βρετανικών μας εθνών.

Του Nick Foster

Το Brexit αποδέσμευσε τις δυνάμεις του εξτρεμισμού και η Βρετανία φαίνεται να ολισθαίνει σιγά σιγά στην αυτοκαταστροφή. Διότι εάν προχωρήσει τελικώς το Brexit, θα πυροδοτήσει ένα επιτυχές δημοψήφισμα ανεξαρτησίας στη Σκωτία, με τους Σκωτσέζους να ψηφίζουν υπέρ της ανεξαρτησίας για να επανακτήσουν τη θέση τους ως ενεργό, πλήρες μέλος της Ε.Ε.

Η συμφωνία αποχώρησης του πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον θα δημιουργήσει έναν τελωνειακό φράχτη μεταξύ Βορείου Ιρλανδίας και της κυρίως βρετανικής επικράτειας, δίνοντας το έναυσμα για ένα αργό πολιτικό διαζύγιο, ενισχύοντας εκείνες τις δυνάμεις στη Βόρεια Ιρλανδία, οι οποίες συνηγορούν υπέρ της ενώσεως με την Ιρλανδία, ώστε να επανενταχθούν στην Ε.Ε.

Το πλέον περίπλοκο ερώτημα είναι ποιος επωφελείται στη Βρετανία από την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου, από τον μειωμένο μελλοντικό της ρόλο στις διεθνείς υποθέσεις και από την αποδυναμωμένη οικονομική της θέση εκτός της Ε.Ε.; Είναι εύκολο, βεβαίως, να ταυτοποιήσουμε τις ξένες κυβερνήσεις που θα επωφεληθούν. Η αποδυνάμωση της θέσεως της Βρετανίας στην Ε.Ε. υπήρξε πάντα ο βασικός στόχος της κυβερνήσεως του Βλαντιμίρ Πούτιν, αλλά ποιος στη Βρετανία μπορούσε να επωφεληθεί από την απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου, μετά το δημοψήφισμα του 2016, να εκπέσει από δύναμη πρώτης τάξεως σε τρίτης τάξεως;

Αυτό που μπορεί να υποστηρίξει κανείς με βεβαιότητα είναι ότι η βρετανική πολιτική τάξη δεν κατάφερε να διαχειριστεί κάτι που δεν είναι τίποτε άλλο από τον τελευταίο ρόγχο του αγγλικού εθνικισμού. Οταν ο «Εγγλεζάκος» ανακάλυψε στον ευρωσκεπτικισμό μια διέξοδο για την απογοήτευσή του προς τον διεθνοποιημένο και πολυπολιτισμικό κόσμο, ο ρόλος των διαδοχικών βρετανικών κυβερνήσεων θα έπρεπε να είναι η υπεράσπιση της ιδέας της ενωμένης Ευρώπης, τονίζοντας τα οικονομικά και εμπορικά πλεονεκτήματα, επισημαίνοντας ότι η συμμετοχή στην Ε.Ε. έδινε στη Βρετανία μόχλευση πολιτική στη διεθνή σκηνή, την οποία δεν διέθετε πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με εμπειρία σε παγκόσμιο επίπεδο, με την Κοινοπολιτεία και τις διεθνείς διασυνδέσεις της, η Βρετανία ήταν σε πολύ καλή θέση να παίξει ηγετικό και όντως καθοδηγητικό ρόλο στην Ε.Ε.

Αντ’ αυτού, οι βρετανικές κυβερνήσεις συνέπλευσαν με το εθνικό χόμπι της γκρίνιας για τη γραφειοκρατία της Ε.Ε. και τις παρεμβάσεις της. Ο ρόλος της κυβερνήσεως είναι να ηγείται, όχι να ακολουθεί. Η απόφαση του πρωθυπουργού Ντέβιντ Κάμερον να διεξάγει δημοψήφισμα για την παραμονή του Η.Β. στην Ε.Ε. ήταν απλώς η τελευταία ένδειξη αδυναμίας σε μια μακρά πορεία κυβερνητικής αδυναμίας να διαχειρισεί ένα αντιμετωπίσιμο πρόβλημα.

Σήμερα, οδηγούμαστε στις εκλογές του Δεκεμβρίου με τα δύο μεγάλα κόμματα διαιρεμένα, συρόμενα από τις ριζοσπαστικές τους πτέρυγες. Η εκλογική αναμέτρηση θα είναι σκληρή. Το κυρίαρχο θέμα είναι το Brexit, που θα μπορούσε να λυθεί μόνο με ένα δεύτερο δημοψήφισμα. Εάν οι Βρετανοί πολίτες ψηφίσουν ξανά υπέρ του Brexit, γνωρίζοντας πλέον ότι θα οδηγήσει στη διάσπαση του Ηνωμένου Βασιλείου, αυτό αποτελεί ασφαλώς δημοκρατικό δικαίωμά τους. Είναι όμως ασυγχώρητο, εάν οι Βρετανοί πολιτικοί επιτρέψουν αυτή την πορεία προς την αυτοκαταστροφή βασιζόμενοι στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2016, όταν πολύ λίγοι είχαν επίγνωση ποιες θα ήταν οι πραγματικές συνέπειες του Brexit. Εκλογές που διεξάγονται με αντίπαλα κόμματα καθηλωμένα στα χαρακώματά τους δεν θα λύσουν το δίλημμα του Brexit. Μόνον ένα δεύτερο δημοψήφισμα μπορεί να το λύσει.

Οταν τα πράγματα μοιάζουν ζοφερά, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να ονειρεύεται μια λύση μαγική. Οπως πάντα στις δημοκρατίες, η σωτηρία βρίσκεται στο Κέντρο. Με τους Συντηρητικούς και τους Εργατικούς να έχουν οδηγηθεί στα άκρα, είναι καιρός για μια ενίσχυση των μικρότερων κεντρώων κομμάτων. Ισως οι ψηφοφόροι να αισθανθούν την ανάγκη να ξαναβρούν την κοινή λογική και ψυχραιμία  –τις παραδοσιακές αξίες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου– και να ψηφίσουν τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, τους Πράσινους, τους Σκωτσέζους και Ουαλλούς Εθνικιστές, καθώς και τους διάφορους ανεξάρτητους. Μια κυβέρνηση συνασπισμού με τους Σκωτσέζους Εθνικιστές να κατέχουν σημαντικά υπουργεία, θα μπορούσε να προετοιμάσει το έδαφος για ένα δεύτερο δημοψήφισμα. Θα μπορούσε να ενώσει, επίσης, ένα μεγάλο μέρος της χώρας και να ενισχύσει την επιθυμία για σταθερότητα, για οικονομική και πολιτική πρόοδο, που μπορεί να επιτευχθεί μόνον εάν η Βρετανία παραμείνει ενεργό μέλος της Ε.Ε.  Θα μπορούσε, ακόμη, να μειώσει την έλξη του εθνικισμού και να επιβεβαιώσει την πραγματική ισχύ της βρετανικής ταυτότητας (σε αντίθεση με την αγγλική, σκωτσέζικη, ουαλλική και βορειοϊρλανδική). Κυρίως, όμως, θα σταματούσε τη διάλυση του Ηνωμένου Βασιλείου.

* Ο κ. Nick Foster είναι πρώην διπλωμάτης υπηρετήσας στην Ελλάδα.

kathimerini.gr