Με αφορμή το closing της έκθεσης Habitus που διοργάνωσε η Αιμιλία Κουγιά στο Καφέ του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, έγινε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση μεταξύ της εικαστικού Ηλιάνας Νάτσου, της Μαρίας Μεθυμάκη και της ποιήτριας Μαρίζας Παρασύρη. Σας την παρουσιάζουμε.

Η κρυφή ιστορία τού ανθρώπινου σώματος

Ένα σχόλιο για την έκθεση «habitus» της Ηλιάνας Νάτσου που προέκυψε ύστερα από κουβέντα με την ίδια την καλλιτέχνιδα και την εικαστικό/ αρχιτέκτονα, Μαρία Μεθυμάκη.

Γράφει η Μαρίζα Παρασύρη

«Η φύση αγαπά να κρύβεται», μας παραδίδεται ως φιλοσοφική αρχή απ’ τον Ηράκλειτο κι αυτό προκαλεί και προσκαλεί τους επιγόνους του σε πλήθος ερμηνειών και πρακτικών. Το σίγουρο είναι ότι η εκβίαση αυτής της κρυπτικότητας έχει τόσο πολύ απασχολήσει την ανθρώπινη διάνοια και δημιουργία, ώστε πια η φύση, κάνοντας λες το καθήκον της, έχει πολύ λίγα περιθώρια να ξεφύγει από τα αδιάκριτα μάτια μας. Κι εκεί, μια καλλιτεχνική χειρονομία, όπως αυτή της Ηλιάνας Νάτσου, έρχεται να μας θυμίσει και να μας προτείνει μια άλλη στάση-ηθική, απέναντι στην ίδια τη φύση –ανθρώπινη εν προκειμένω– και τη λειτουργία της: την αποδοχή.

Σώματα σε παράδοξες στάσεις και τάσεις, σώματα ακέφαλα που αιωρούνται αγκαλιά, χωρίς να υπακούουν τους νόμους της νευτώνιας φυσικής, παραμορφωμένοι ομφαλοί, εστίαση και λεπτομέρεια ενός ανθρωποκεντρικού σύμπαντος στο κενό. Η κανονικότητα, για την καλλιτέχνη, δεν φαίνεται να είναι δημιούργημα της φύσης. Κι όμως, η ανθρώπινη πραγματικότητα, όπως την απεικονίζει η Ηλιάνα, μας θέλγει και μας συγκινεί έτσι, με τις ατέλειες, τα ελλείματα και τα ελαττώματά της.

Λες κι η παρέκκλιση δεν είναι εξαίρεση αλλά είναι ο τρόπος φανέρωσης της κρυπτικότητας αυτής που καθιστά κάθε έκφραση της φύσης ανεπανάληπτη. Το ανθρώπινο σώμα, τα μέλη και τα άκρα του, κάθε του λεπτομέρεια, δεν είναι τέλεια ή αψεγάδιαστα, όπως συνηθίζουμε να τα βλέπουμε πολλές φορές σε ζωγραφικά ή γλυπτικά έργα στη διαχρονία της τέχνης. Η ομορφιά που μας συστήνει η Ηλιάνα δεν έγκειται στο ιδανικό ούτε στο φυσιολογικό της ιατρικής, της ανατομίας και της στατιστικής τους. Η καλλιτέχνις εστιάζει και αναδεικνύει την ωραιότητα της ανθρώπινης φύσης όπως τη συναντάμε στην πραγματικότητά μας. πολύσημη, αφοπλιστική και τελικά αδυσώπητα ακατανόητη.

Ποιητές που γύρισαν να κοιτάξουν κατάματα τη φύση του ανθρώπου και μίλησαν σε πρώτο πληθυντικό, έχουν πολλά να μας υποδείξουν. Ο Τ.Σ. Έλιοτ, για παράδειγμα, απογοητευμένος από την εποχή του και κι από την ανθρώπινη διάνοια, γράφει στο γνωστό του ποίημα το 1925 πως: «Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι / Είμαστε οι παραγεμισμένοι άνθρωποι […]. Ή ο δικός μας, Κώστας Καρυωτάκης, το 1927 γράφει πως «Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες […] Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες. […] Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις […]». Ο άνθρωπος και το είδωλό του φαίνονται αποκαρδιωτικά στην περίοδο του μεσοπολέμου.

Σήμερα, εκατό χρόνια μετά, χρειάζεται πια ειδική σκευή για να μιλήσεις για τον άνθρωπο χωρίς να επαναληφθείς, να μοιρολατρείς ή να μονολογείς. Η Ηλιάνα ζωγραφίζει με μολύβι και χαρτί έναν άνθρωπο ή σημεία τού σώματός του, παραμορφωμένα εκ γενετής ή μετά από επέμβαση της ίδιας. Διότι δεν σκοπεύει να απεικονίσει την εικόνα αλλά την ιστορία τού σώματός μας. Τα σώματα της Ηλιάνας υπάρχουν και συνυπάρχουν αποδεχόμενα την ιστορία τους και τα σημάδια που αυτή τους αφήνει, ανοίγοντας έτσι έναν ουσιαστικό κι αυθεντικό διάλογο με τον πλησίον.

Πώς αλλιώς μπορούμε να συνομιλήσουμε με τον άλλον ή με τον εαυτό μας, άλλωστε, αν όχι με την εκάστοτε παραμόρφωσή μας; Είτε αυτή είναι ψυχικής φύσεως, είτε σωματικής ή ανατομικής, η παραμόρφωση αυτή αναδεικνύει ότι είμαστε ζωντανά πλάσματα που ανήκουμε σε ένα δυναμικό κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο το οποίο μας φορτίζει και μας σημαδεύει συστηματικά. Η Ηλιάνα Νάτσου, δεν παραβλέπει αυτήν την επίπονη και επώδυνη διαδικασία. Αντιθέτως, τολμά να μας αφηγηθεί την κρυφή ιστορία των σωμάτων που βρίσκονται γύρω μας.