Oι επιθέσεις του περασμένου Σαββάτου στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Μέσης Ανατολής δεν αφορούν πλέον μόνο τη σύγκρουση μεταξύ Υεμένης και Σαουδικής Αραβίας, αλλά φαίνεται να αποτελούν και αντίποινα του Ιράν κατά των Ηνωμένων Πολιτειών για την αποχώρησή τους από τη συμφωνία για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Με αυτόν τον τρόπο, χωρίς να αναλαμβάνουν ευθέως την ευθύνη για την επίθεση, οι Ιρανοί δείχνουν ότι δεν είναι πλέον διατεθειμένοι να δεχθούν άλλες αμερικανικές πιέσεις.
Του Gilles Kepel (*)
Κι αυτό, σε μια στιγμή που ο Τραμπ είναι έτοιμος να χαλαρώσει τις κυρώσεις κατά της Τεχεράνης, γιατί αν δεν το κάνει οι Ιρανοί θα πολλαπλασιάσουν τις προκλήσεις και η Ουάσινγκτον θα αναγκαστεί να κηρύξει έναν πόλεμο με αβέβαιη έκβαση και με έναν στρατό που δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένος. Άλλωστε, ο Αμερικανός πρόεδρος απέφυγε να απαντήσει τον περασμένο Ιούλιο μετά την κατάρριψη του αμερικανικού drone και στη συνέχεια απέλυσε τον Τζον Μπόλτον, γνωστό γεράκι και υποστηρικτή μιας σκληρής στάσης απέναντι στο Ιράν.
Την ευθύνη για τις επιθέσεις του Σαββάτου ανέλαβαν οι αντάρτες Χούτι της Υεμένης. Αλλά φυσικά αυτοί οι πύραυλοι και αυτά τα drones δεν κατασκευάστηκαν σε ένα γκαράζ της Σαναά. Τα όπλα τα προμήθευσε στους αντάρτες το Ιράν. Ο πόλεμος των Χούτι κατά του Ριάντ βρίσκεται σε ένα σημείο καμπής και οι σαουδαραβικοί βομβαρδισμοί εναντίον της Υεμένης μπορεί να έχουν τεράστιες επιπτώσεις στην τιμή του πετρελαίου. Τούτων δεχθέντων, είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς η Σαουδική Αραβία, παρά τον τεράστιο πολεμικό εξοπλισμό που έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια, δεν κατάφερε να προστατεύσει τις πετρελαϊκές της εγκαταστάσεις.
Οι απειλές του Ντόναλντ Τραμπ και η άρνηση του Ιρανού προέδρου Ροχανί να τον συναντήσει στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών κάνουν πολλούς να πιστεύουν ότι τα χαρτιά της διπλωματίας εξαντλούνται. Συμβαίνει το αντίθετο. Η διπλωματία είναι αναγκασμένη να επιστρέψει στο προσκήνιο, καθώς επλήγη η καρδιά της πετρελαϊκής βιομηχανίας και μια στρατιωτική απάντηση όχι μόνο δεν θα είναι επαρκής, αλλά μπορεί να αποδειχθεί καταστροφική για όλους. Η αύξηση των εντάσεων στον Κόλπο θα οδηγήσει αναμφίβολα στην αναζήτηση νέων διαπραγματεύσεων. Το μήνυμα που θέλει να στείλει η Τεχεράνη στον πλανήτη είναι ότι υπεύθυνη για τη σημερινή κατάσταση είναι η Ουάσινγκτον.
Οι επιθέσεις κατά των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων είναι λοιπόν ένα “ Big Bang” στην ιστορία της σαουδαραβικής παραγωγής πετρελαίου, αλλά δεν θα οδηγήσουν σε έναν πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν. Κάτι τέτοιο θα υπονόμευε ένα από τα αγαπημένα συνθήματα του Τραμπ, το “ Get the boys back home” (Να φέρουμε πίσω τους στρατιώτες μας), και αυτό δεν το θέλει ο Αμερικανός πρόεδρος στο σημερινό προεκλογικό κλίμα.
Όσο για τη στρατηγική «εξαγωγής της επανάστασης» στις γειτονικές χώρες που ακολουθεί το Ιράν, αποσκοπεί κυρίως στην υπεράσπιση του εδάφους του. Με τους ιρανικούς πυραύλους στη Συρία στραμμένους κατά του Ισραήλ, η Τεχεράνη διαθέτει μια εγγύηση ότι δεν θα δεχθεί επίθεση. Γιατί μπορεί να μην έχει τα στρατιωτικά μέσα για να καταστρέψει το Ισραήλ, μπορεί να σκοτώσει όμως πολλούς Ισραηλινούς.
(*) Ο Ζιλ Κεπέλ είναι διευθυντής της έδρας Μέση Ανατολή – Μεσόγειος στην Ėcole Normale Supérieure του Παρισιού και συγγραφέας πολλών βιβλίων για τον αραβικό κόσμο
(Πηγή: συνέντευξη στην εφημερίδα La Repubblica)