Ο Αμαζόνιος δεν φλέγεται, δεν πεθαίνει τους τελευταίους μήνες. Τώρα, που το πήραν χαμπάρι οι μεγαλόσχημοι αξιωματούχοι των G7 ή άλλων μεγάλων κρατών του πλανήτη. Η απερήμωση, το ξεπάστρεμα του μεγαλύτερου δάσους του κόσμου έχει μεγάλη ιστορία, μεγάλο βάθος και δυστυχώς μεγάλο μέλλον. Αυτό το έγκλημα κατά του πλανήτη, που έχει ξεκινήσει πριν δεκαετίες, το έχει καταλάβει εδώ και πολύ καιρό το κινηματογραφικό σύμπαν.
Άλλωστε το τροπικό δάσος του Αμαζονίου, του οποίου η έκτασή του αγγίζει τα 6 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, όσο δέκα Γαλλίες δηλαδή, φιλοξενεί πάνω από 44.000 είδη φυτών και περισσότερα από 2,5 εκατομμύρια είδη εντόμων. Οι φυσικοί του πόροι αναρίθμητοι και ποικίλοι. Πρόλαβαν οι πρώτοι εξερευνητές να αρπάξουν διαμάντια και χρυσό, αλλά ακόμη πιο πολύτιμη είναι η ξυλεία του, ο περίφημος κέδρος Αμαζονίου και άλλα πολλά είδη.
Οι κάτοικοι του Αμαζονίου, οι άγριες φυλές, που προστάτεψαν όσο μπορούσαν αυτό το θαύμα της φύσης, μειώνονται συνεχώς ή πιο σωστά ξεπαστρεύονται με διάφορους τρόπους. Από τις αρρώστιες που κουβάλησαν μαζί τους οι πρώτοι λευκοί, μέχρι τους δρόμους της ανάπτυξης που αφήνουν πίσω τους νεκρούς ή πρόσφυγες σε κατάσταση σοκ. Όχι τόσο από τον τρόπο που τους έδιωξαν, όσο με αυτά που αντίκρισαν όταν είδαν τον «πολιτισμό».
Όπως έχει υποστηρίξει βάσιμα ο καθηγητής Κλιβ Μπάξτερ όλα τα φυτά έχουν ψυχή, διαίσθηση, βλέπουν και ακούνε, έχουν μνήμη. Προφανώς με αυτά που βλέπουν τα φυτά και φυσικά τα περήφανα αιωνόβια δέντρα στον Αμαζόνιο, λογικά θα προτιμήσουν την αυτοκτονία. Δεν είναι υπερβολή, πολλοί επιστήμονες έχουν αποδείξει κάτι ανάλογο.
Τα λόγια των αξιωματούχων υποκριτικά, δύσκολα αγγίζουν τους απλούς ανθρώπους που νοιάζονται για τη φύση. Είναι προφανές ότι πίσω από ένα δέντρο, κρύβουν ένα δάσος συμφερόντων μεγαλύτερο και από τον Αμαζόνιο. Το ίδιο θα μπορούσες να πεις και για πολλές ταινίες που γυρίστηκαν στον Αμαζόνιο, κυρίως περιπέτειες β’ διαλογής. Βεβαίως δεν κρύβουν τεράστια συμφέροντα, αλλά το κέρδος στα ταμεία. Να θυμηθούμε τις ταινίες με πρωταγωνιστές «Ανακόντα» ή «Πιράνχας» ή και κάποιες περιπετειούλες που προσπαθούν «να κάνουν ανθρώπους» τους ιθαγενείς;
Ωστόσο, υπήρξαν ταινίες που κατάφεραν να αναδείξουν το μεγαλείο της φύσης του Αμαζονίου, τους κινδύνους που διατρέχει και το αλόγιστο τρόπο με το οποίο συμπεριφέρονται όλοι αυτοί που θέλουν να κάνουν το «βροχοδάσος» ένα Ελντοράντο για μικρά και μεγάλα συμφέροντα. Ας θυμηθούμε λοιπόν μια εξάδα τουλάχιστον ενδιαφερουσών ταινιών, που είχαν στο επίκεντρό τους τον Αμαζόνιο και που συνάμα έστειλαν το μήνυμα ότι αυτό το δάσος και οι άνθρωποί του πρέπει να σωθούν. Ότι είναι υποχρέωση όλων να συνεισφέρουν για τη διάσωσή του και όχι μόνο της Βραζιλίας ή των άλλων γειτονικών χωρών που έχουν την τύχη να διαθέτουν μέρος του δάσους. Δεν μπορεί κάτι που αναζωογονεί όλο τον πλανήτη να το προστατεύουν ή να το πληρώνουν μόνο οι χώρες που βρίσκεται το δάσος ή οι σταρ του Χόλυγουντ, όπως ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο που είπε ότι θα δώσει 5 εκατομμύρια δολάρια για τη διάσωσή του…
«Το Σμαραγδένιο Δάσος»
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και ιδιαιτέρως καλογυρισμένη περιπέτεια, που γύρισε ο γνωστός και ικανότατος Βρετανός σκηνοθέτης Τζον Μπούρμαν πριν από 35 χρόνια (το φιλμ πρωτοπροβλήθηκε το 1985). Ο δημιουργός της φημισμένης και εκπληκτικής περιπέτειας «Όταν Ξέσπασε η Βία», αλλά και άλλων πολλών σημαντικών ταινιών, ο οποίος έχει δείξει την ευαισθησία του σε θέματα περιβάλλοντος, εδώ βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία, για να αναδείξει το πρόβλημα της βάρβαρης διείσδυσης του σύγχρονου ανθρώπου στο αρχέγονο και πολυτιμότερο δάσος του πλανήτη.
Η ιστορία: Ο Αμερικανός μηχανικός Μπιλ Μάρκαμ, που εργάζεται στην κατασκευή ενός φράγματος στις παρυφές του δάσους του Αμαζονίου, ζει με τη σύζυγό του και τα δυο του παιδιά σε μια σύγχρονη πόλη της Βραζιλίας. Ένα πρωί, ακολουθώντας κάποιους ινδιάνους στα όρια της ζούγκλας, ο 7χρονος γιος του Τόμι εξαφανίζεται. Δέκα χρόνια αργότερα, μετά από πολλές έρευνες, ο Μπιλ δεν έχει παραιτηθεί ακόμη από τις προσπάθειες του να ξαναβρεί τον γιο του, ενώ δουλεύει για την ολοκλήρωση του φράγματος. Όλον αυτόν τον καιρό, ο Τόμι έχει υιοθετηθεί από τον αρχηγό μιας άγριας φυλής του Αμαζονίου, στην οποία έχει ενταχθεί κανονικά ο νεαρός πλέον γιος του.
Ο Μπούρμαν χρησιμοποιεί την αναζήτηση του Μπιλ για να μπει στην καρδιά του δάσους, αλλά και ως συνειδητοποίηση του κακού που κάνει ο σύγχρονος πολιτισμός στην παρθένα άγρια φύση απ’ όπου προέρχεται η ανθρώπινη φύση. Μια περιπέτεια στοχασμού για τον πολιτισμό, καθώς ο Αμαζόνιος συμβολίζει την κάθαρση, τις υπερφυσικές δυνάμεις, τα άγρια ένστικτα, τη ομαλή συνύπαρξη ανθρώπου και φύσης και το σοκ που προκαλούν όλα αυτά σε έναν αλλοτριωμένο άνθρωπο, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την περιφρόνηση του σύγχρονου ανθρώπου για τη πολύτιμη σοφία πολιτισμών που δεν εξυπηρετούν το σύγχρονο τρόπο ζωής. Παράλληλα, η ταινία του Βρετανού σκηνοθέτη, δεν χάνει στιγμή το ενδιαφέρον της, διαθέτει τον απαραίτητο ρυθμό μιας εξωτικής περιπέτειας, κάνει άριστη δουλειά στην κινηματογράφηση του δάσους και τη συναρπαστική ζωή των ιθαγενών. Πρωταγωνιστεί ο εξαιρετικός Πάουερ Μπουθ, ενώ στο ρόλο του μικρού Τόμι παίζει ο γιος του Μπούρμαν, Τσάρλι.
«Φιτζκαράλντο, ο Τυχοδιώκτης του Αμαζονίου»
Από τα πιο ακραία εγχειρήματα του ιδιοφυούς και φημισμένου για τις παραξενιές Γερμανού σκηνοθέτη Βέρνερ Χέρτζογκ. Μια ταινία που απέκτησε τη φήμη της λόγω των περιπετειών των γυρισμάτων, περισσότερο από τη σημαντικότατη καλλιτεχνική της αξία. Καταμεσής της ζούγκλας του Αμαζονίου, στο Περού, ένας μανιώδης λάτρης της κλασικής μουσικής κυριεύεται από την έμμονη ιδέα, στα όρια του αρρωστημένου, της δημιουργίας ενός θεάτρου για την όπερα, έχοντας απέναντί του τις αντιρρήσεις των ιθαγενών, αλλά και τεράστια οικονομικά και τεχνικά προβλήματα. Για να τα καταφέρει οικονομικά ο Φιτζκαράλντο αποφασίζει να κόψει καουτσουκόδεντρα από δύσβατη περιοχή και καθώς το ποτάμι δεν έφτανε ως εκεί, αποφασίζει να περάσει το πλοίο του μέσα από τα βουνά. Η ιστορία του είναι εμπνευσμένη από αληθινό πρόσωπο, τον Carlos Fermín Fitzcarrald, έναν επιχειρηματία που εμπορευόταν καουτσούκ και πράγματι μετέφερε το καράβι του μέσα από το βουνό. Μόνο που σε σχέση με τον κινηματογραφικό ήρωα δεν ήταν λάτρης της μουσικής και δεν είχε καμία πρόθεση να κατασκευάσει θέατρο όπερας στη ζούγκλα, για να μυήσει του ιθαγενείς στις μελωδίες των Βέρντι, Βάγκνερ και τη φωνή του Καρούζο.
Ο Χέρτζογκ που απεχθανόταν τα ειδικά οπτικά εφέ, τους κασκαντέρ και όλα τα χρήσιμα τεχνολογικά «καλούδια» του Χόλυγουντ, χρησιμοποίησε τρία πραγματικά πλοία και προσπάθησε να ξεκινήσει τα γυρίσματα στο τροπικό δάσος τον Νοέμβριο του 1979. Ωστόσο, όταν έφτασε στο σημείο των γυρισμάτων, ήρθε αντιμέτωπος με το μαινόμενο πλήθος της φυλής Αγκουαρούνα, που ζούσε στο περουβιανό δάσος, το οποίο τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την περιοχή μαζί με το συνεργείο του.
Μετά από δύο χρόνια, τα γυρίσματα, επιτέλους, ξεκίνησαν, αλλά υπήρξε νέο πρόβλημα, αφού αρρώστησε ο Τζέισον Ρόμπαρτς, που είχε πάρει το βασικό ρόλο. Τελικά, μετά από μία αποτυχημένη προσπάθεια να φέρει στη ζούγκλα τον Μικ Τζάγκερ, ο Χέρτζογκ στράφηκε στον αιώνιο εχθρό του, τον Κλάους Κίνσκι, με τον οποίο είχε συνεργαστεί επεισοδιακά (είχε απειλήσει τον διάσημο ηθοποιό με όπλο!) και στο «Αγκίρε, η Μάστιγα του Θεού», που θα δούμε παρακάτω.
Παρ΄ όλες τις περιπέτειες (η ζούγκλα επηρέασε έντονα και επικίνδυνα και τον Κίνσκι) η ταινία ολοκληρώθηκε κανονικά, καταφέρνοντας να περάσει στο φιλμ όλο αυτό το κλίμα τρέλας και αντιπαράθεσης μεταξύ Ευρωπαίων και ιθαγενών, χαρίζοντάς της τη διεθνή αναγνώριση τόσο στα ταμεία όσο και σε πολλά φεστιβάλ. Να σημειωθεί ότι δίπλα στον Κίνσκι έπαιζε και η εκθαμβωτική Κλάουντια Καρντινάλε.
«Αγκίρε, η Μάστιγα του Θεού»
Μία από τις σημαντικότερες ταινίες του νέου γερμανικού κινηματογράφου, που προβλήθηκε το 1972 σοκάροντας το κοινό, με το θέμα της, αποσπώντας θριαμβευτικές κριτικές και σήμερα να θεωρείται μία από τις πιο καλτ ταινίες όλων των εποχών. Το θέμα της διαχρονικό: Η ιστορία και το ταξίδι του Ισπανού στρατιώτη Λόπε ντε Αγκίρε, ο οποίος σιγά-σιγά αποτρελαίνεται οδηγώντας μια ομάδα κατακτητών, στον ποταμό Αμαζόνιο και τη Νότια Αμερική, ψάχνοντας την πόλη του χρυσού, την Ελ Ντοράντο. Εκπληκτική ταινία, που δεν απευθύνεται στο ευρύ κοινό, καθώς οι αργοί ρυθμοί – κυρίως στο πρώτο 40λεπτο – θα κουράσουν τους θεατές, ειδικά αυτούς που θέλουν μια εξωτική περιπέτεια, με ρομάντζο και καρτ ποστάλ εικόνες.
Ακόμη μια σημαντική ταινία για την εισβολή των Ευρωπαίων στην άγρια φύση, αλλά και για το ξεπάστρεμα των ιθαγενών, κάτι στο οποίο συνέβαλε δραστικά ο Κλάους Κίνσκι, που το τρελό του βλέμμα είναι πιο επικίνδυνο και από το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Τα γυρίσματα έγιναν σε παραπόταμο του Αμαζονίου στο Περού, κράτησαν πέντε εβδομάδες, ενώ οι τεχνικοί αναγκάστηκαν να σκαρφαλώσουν σε απόκρημνες κορυφές και γενικότερα να αντιμετωπίσουν ιδιαιτέρως αντίξοες συνθήκες. Ο Χέρτζογκ δουλεύοντας στη λεπτομέρεια, απ’ τα πουλιά που δεν σταματούν ποτέ να ακούγονται, μέχρι τα κοστούμια, δημιουργεί μια ατμόσφαιρα που παίζει με το όνειρο και την παραίσθηση.
Το περιοδικό Time συμπεριέλαβε την ταινία στις 100 σπουδαιότερες όλων των εποχών, ενώ η κινηματογραφική της αφήγηση και το ύφος της είναι φανερό ότι επηρέασε σημαντικά το διάσημο «Αποκάλυψη Τώρα» του Φράνσις Φορντ Κόπολα.
«Η Αποστολή»
Ενδιαφέρουσα ιστορική ταινία, αν και όχι ιδιαιτέρως πετυχημένη, από τον Βρετανό σκηνοθέτη Ρόλαντ Τζόφι («Κραυγές στη Σιωπή») για την επίδραση που είχε η καθολική εκκλησία στους ιθαγενείς του Αμαζονίου και γενικότερα στη Λατινική Αμερική. Το στόρι περιστρέφεται γύρο από δυο μέλη μιας ιεραποστολής, που έρχονται σε σύγκρουση επειδή διαφωνούν για το αν θα πρέπει να πολεμήσουν τους αποικιοκράτες Πορτογάλους ή να ελπίζουν στη βοήθεια του Θεού και την εκκλησία.
Η ταινία, που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες και το Όσκαρ φωτογραφίας (εξαιρετική δουλειά από τον Κρις Μένγκες) αποτυπώνει το μεγαλείο της φύσης, διαθέτει ορισμένες θαυμάσιες σκηνές, όπως αυτή που οι ντόπιοι δένουν σε ένα σταυρό και πετούν από τους καταρράκτες έναν ιερέα, αλλά και την αθωότητα και ηρωική εντιμότητα των ιθαγενών, αλλά και των ταπεινών κληρικών, εν αντιθέσει των αξιωματούχων της καθολικής εκκλησίας, που χέρι-χέρι με τους εμπόρους και τους δουλεμπόρους, προωθούσαν την επεκτατική και βάναυση πολιτική των αποικιοκρατικών δυνάμεων που είχαν βάλει στο στόχαστρο τα φυσικά πλούτη του Αμαζονίου.
Στην ταινία πρωταγωνιστούν ο καλός αν και λίγο υπερβολικός Ρόμπερτ Ντε Νίρο και ο εξαιρετικός Τζέρεμι Άιρονς, ενώ σε δεύτερους ρόλους οι Λίαμ Νίσον, Ρέι Μακάναλι, Άινταν Κουίν και Ρόμπερτ Μπολτ.
Ωστόσο, αν «Η Αποστολή» του Τζόφι έχει σχεδόν ξεχαστεί, η μουσική που έχει γράψει γι’ αυτήν ο Ένιο Μορικόνε παραμένει ένα θεϊκό άκουσμα που συγκινεί εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Το θρόισμα του αυλού του Πάνα, η εκφραστική μελωδία, οι ισπανικές κιθάρες, οι ψαλμωδίες, τα απόκοσμα χορωδιακά και τα κρουστά της ζούγκλας φτιάχνουν ένα περίτεχνο μωσαϊκό σαν αυτό της πολιτιστικής σύγκρουσης που πασχίζει να απεικονίσει με τις εικόνες του ο Τζόφι.
«Οι Τελευταίες Ημέρες της Εδέμ»
Εξωτική περιπέτεια με ρομάντζο και όλα τα συστατικά του είδους, που αν και γυρίστηκε (1992) από τον ικανό σκηνοθέτη Τζον ΜακΤίρναν και έχοντας για πρωταγωνιστές τον πολύ Σον Κόνερι και την ανερχόμενη τότε Λορέν Μπράνκο, δεν καταφέρνει να ξεπεράσει τη μετριότητα. Το πρόβλημά της κυρίως εντοπίζεται στο σενάριο, που είναι χωρίς ιδιαίτερο λόγο βαρυφορτωμένο και φλύαρο, αλλά και στις συμβατικές επιλογές των παραγωγών. Το θέμα της έχει ως πρωταγωνιστή έναν εκκεντρικό επιστήμονα που ψάχνει τη θεραπεία του καρκίνου στα δάση του Αμαζονίου, για λογαριασμό μίας μεγάλης φαρμακοβιομηχανίας. Όταν ζητάει έναν βοηθό η εταιρία του στέλνει μια γυναίκα, με την οποία δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί μέχρι που η απειλή θανάτου ενός άρρωστου παιδιού της φυλής με την οποία συνυπάρχει ο επιστήμονας και η επέλαση των μπουλντόζων που ανοίγουν δρόμους μέσα στη ζούγκλα, θα τους φέρει κοντά. Πολύ κοντά.
Έτσι, πέρα από την πλαδαρότητα και την άρρυθμη αφήγηση, η ταινία καταφέρνει ως ένα σημείο να δείξει τη θανάσιμη απειλή που δέχονται οι ιθαγενείς και την καταστροφή της άγριας φύσης, ιδίως στα τελευταία πλάνα.
«Η Ακτή του Κουνουπιού»
Ενδιαφέρουσα αν και σχετικώς άνιση ταινία ενός εξαιρετικού, του σημαντικότερου Αυστραλού σκηνοθέτη, του Πίτερ Γουίαρ («Μάρτυρας Εγκλήματος», «Κύκλος των Χαμένων Ποιητών», «Καλλίπολη», «Επικίνδυνα Χρόνια»), που, παρόλα αυτά, στάθηκε ανεξήγητα μια από τις εμπορικές αποτυχίες του πρωταγωνιστή της Χάρισον Φορντ, σε μια εποχή που ήταν στα καλύτερά του – ίσως γιατί το κοινό δεν μπορούσε να χωνέψει έναν κόντρα ρόλο, στον οποίο ομολογουμένως δεν τα πήγε και πολύ καλά ο Φορντ.
Ο Γουίαρ, έχει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον στόρι, έναν επιστήμονα που «δραπετεύει» από τη ζούγκλα της μεγαλούπολης και τη βία της σύγχρονης ζωής, για να βρει καταφύγιο σε ένα παρθένο δάσος του Αμαζονίου, αλλά έχοντας τη στρεβλή ιδέα να αναπτύξει τον πολιτισμό που ήδη υπάρχει εκεί και με τις εμμονές του, έρχεται σε σύγκρουση με την καθαρή φύση. Ωστόσο, για κάποιο λόγο ο Γουίαρ δεν μπορεί να απογειώσει το φιλμ, να του δώσει πνοή και να διεισδύσει καλύτερα στους χαρακτήρες. Ο Φορντ σα να χάνει την ικανότητά του μακριά από τον Ιντιάνα Τζόουνς μένει μακριά από τις καλές ερμηνείες του, παραμένοντας ένας αντιπαθητικός μονόχνοτος επιστήμονας, ενώ η Έλεν Μίρεν στο ρόλο της συζύγου του, είναι πολύ καλύτερη. Η μουσική του Μορίς Ζαρ εντός του κλίματος, ενώ η φωτογραφία του Τζον Σιλ πολύ πάνω από το σύνολο της ταινίας. Για την ιστορία ο Χάρισον Φορντ θεωρεί αυτή την ταινία την πιο αγαπημένη του απ’ όσες έχει συμμετάσχει.