«Ο Ιωάννης Μεταξάς δεν απάντησε άμεσα». Ξημέρωνε Δευτέρα όταν ο Εμανουέλε Γκράτσι, ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, πήγε στο σπίτι του Ελληνα πρωθυπουργού στις 3 το πρωί της 28ns Οκτωβρίου του 1940, ζητώντας του την άδεια να καταλάβει τη χώρα. Την ολιγόλεπτη σιωπή του Μεταξά γέμισε ο Γκράτσι, λέγοντας πως σε τρεις ώρες οι Ιταλοί θα εισέβαλλαν στην Ελλάδα.
«Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμος;». Τέσσερις λέξεις, στην εθνική μνήμη χαραγμένες σαν μία: το «ΟΧΙ» του Μεταξά, που, στην κυριολεξία, δεν ειπώθηκε ποτέ.
«Ούτε ο Λεωνίδας ή ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είπαν τη λέξη “όχι”», λέει στην «Καθημερινή» ο Γιώργος Πολίτης, καθηγητής Κοινωνικής Φιλοσοφίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. «Ομως το νόημα των λόγων και των πράξεών τους, όπως βέβαιως και του Μεταξά, ήταν ακριβώς αυτό: Οχι», συμπληρώνει.
Το «ΟΧΙ» του ’40 μπορεί να είναι το πιο ισχυρό και σημασιολογικά βαρυσήμαντο στην ιστορία της χώρας, αλλά δεν είναι το μόνο. Είχε προηγηθεί το «Μολών λαβέ» του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες και η Επανάσταση του 1821 – ένα «όχι» στην τουρκοκρατία. Το 1974, ειπώθηκε το «όχι» στη βασιλεία. Στην πιο πρόσφατη ιστορία, η πλειοψηφία των πολιτών ψήφισε «όχι» στο δημοψήφισμα του 2015. Κάθε «όχι» είναι φυσικά διαφορετικό, αλλά τι υποδηλώνει η περίοπτη θέση που κατέχει αυτό η λέξη στην ελληνική ιστορία και κοινωνία για την ελληνική ταυτότητα;
Ο Kevin Featherstone, καθηγητής Σύγχρονων Ελληνικών Σπουδών και επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου στο London School of Economics, λέει στην «Κ» πως είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς κάποια άλλη μικρή λέξη -σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκό γλώσσα- που να έχει ένα τόσο ισχυρό συμβολικό νόημα για ένα έθνος. «Αντικατοπτρίζει πνεύμα εθνικής αψηφησιάς», δηλώνει. Το «όχι» ως άρνηση, το «όχι» ως αντίδραση, ως αντίσταση, ως επίρρημα ή ουσιαστικό, το «όχι» ως ναι και το «όχι» ως όχι. Στο χρηστικό λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών, το «όχι» έχει τουλάχιστον εννέα διακριτές σημασίες – το «ναι» έχει πέντε.
Ο Νίκος Σβορώνος μιλούσε για την «αντιστασιακή υφή του ελληνισμού», ενώ η Αννα Λάζου, καθηγήτρια Φιλοσοφικής Ανθρωπολογίας στο ΕΚΠΑ, δηλώνει στην «Καθημερινή» πως ως έθνος, ως λαός, έχουμε μπει στην ιδεολογία τού να λες «όχι».
«Η καταγωγή αυτής της τάσης για αντίσταση ξεκινάει από το 1821 – μέσα στη συλλογικό συνείδηση αφομοιώθηκε και καταστάλαξε η ανάγκη να λέμε “όχι”, να αντιστεκόμαστε για να επιβιώσουμε», λέει η ίδια. Ο κ. Πολίτης αναφέρει πως το «όχι» σχετίζεται με την έννοια της αυτονομίας που διέπει την ελληνική σκέψη από την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα – η Βασιλική Γεωργιάδου, καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, λέει πως μέσα από το «όχι» αναζητούμε κάτι το ηρωικό.
«Η κλασική θεωρία της ψυχολογικής αντιδραστικότητας μας λέει πως λέμε “όχι” όταν αισθανόμαστε ότι παραβιάζεται η ελευθερία μας, η άρθρωση ενός “όχι” είναι κορυφαία στιγμή άρθρωσης νοήματος και αντίθεσης», αναφέρει στην «Καθημερινή» ο Γεράσιμος Προδρομίτης, καθηγητής της Πειραματικής Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Πάντειο.
Η δήλωση επομένως μιας άρνησης έχει ταυτιστεί θετικά σε διάφορα κοινωνικοπολιτικά πλαίσια, σε αντίθεση με το «ναι» και κυρία» με τον φορέα που το εκφέρει, που πολλές φορές θεωρείται δειλός, έρμαιο ή πρόβατο. Ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, επιμελητής του λεξικού της Ακαδημίας, λέει πως το «ναι» είναι πιο εύκολο να ειπωθεί, γιατί το «όχι» απαιτεί τεκμηρίωση, ενώ μια κατάφαση μπορεί να είναι και προσποιητή.
Στην πολιτική, μια συγκαταβατική στάση σπάνια κερδίζει ψήφους επειδή η συναίνεση, όσο κι αν εντέλει είναι πιο ρεαλιστική ή συμφέρουσα, θεωρείται λιγότερο ριζοσπαστικό και ηρωική ως στάση. «Το “όχι” πάντα υπερτερούσε του “ναι” στην Ελλάδα, είναι μέρος της πολιτικής κουλτούρας της Ελληνικής Δημοκρατίας μετά το 1974, που είχε πολύ συγκρουσιακό δυναμικό», δηλώνει η κ. Γεωργιάδου.
Κι ενώ κάποιες φορές το «όχι» είναι κορυφαία έκφραση αντίστασης, με φαεινότερο παράδειγμα αυτό του ’40, άλλες μπορεί να εργαλειοποιήθηκαν σαν μοχλός δημαγωγίας ή παράλογης αντίδρασης. «Το 1949, ο Αμερικανός πρέσβη Χένρι Γκρέιντι εξίσωσε το “ΟΧΙ” του 1940 με ένα “όχι” στον κομμουνισμό. Το 2015, το δίλημμα που παρουσίαζε το δημοψήφισμα βάρυνε λόγω της ιστορίας της λέξης», λέει η κ. Λάζου. «Ως έθνος έχουμε μια ιστορία να αντιδρούμε σε αυτό που απειλεί την ελευθερία μας, αλλά αυτό μπορεί να μας παρασύρει σε μια συγκινησιακή χρήση ενός “όχι” που μπορεί να μην είναι και απόλυτα σωστό», συμπληρώνει.
Σήμερα, ακόμα και οι αρνητές της μάσκας -ένα στην ουσία «βαθιά αντιδραστικό και συνωμοσιολογικό κίνημα», τονίζει ο κ. Προδρομίτης- εκφράζουν ένα «όχι». «Δεν πρέπει το “όχι” να γίνει τελικά μια ανορθολογική αντίδραση για την αντίδραση», σημειώνει η κ. Λάζου.
«Πλημμυρίδα Ενότητας»
Η Ελλάδα είναι μια χώρα που δεν γιορτάζει το τέλοε του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά την αντίσταση λαού και ηγεσίας κατά την είσοδο της χώρας στον πόλεμο. Είναι ο εορτασμός μιας ήττας, ως ύστατη διαμαρτυρία κατά των εχθρών; Ή ίσως δηλώνει μια εγωκεντρική ιεράρχηση της εθνικής μας αντίστασης και ηρωικής στάσης; «Ηδη από το 1943 αρχίσαμε να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας, η απελευθέρωση δεν μας βρήκε ενωμένους», λέει στην «Κ» ο κ. Πολίτης. «Γιορτάζουμε το “ΟΧΙ” επειδή η περήφανη άρνηση του Μεταξά προκάλεσε πλημμυρίδα ενότητας και ομοθυμίας», συμπληρώνει, δίνοντας στη λέξη όχι μόνο τη βαρύτητα της εθνικής αντίστασης, αλλά και αυτήν της, σπάνιας, απόλυτης ομοψυχίας.