Για πολλά χρόνια κρατήθηκε ως επτασφράγιστο μυστικό. Και όταν, πριν από δύο χρόνια, η είδηση είδε το φως της δημοσιότητας, η Ιταλία συνειδητοποίησε πόσο σημαντικό είναι στις κρίσιμες στιγμές, στο τιμόνι των κομμάτων να βρίσκονται άνθρωποι που βάζουν πάνω απ’ όλα την πατρίδα τους. Ακόμη και αν ιδεολογικά τους χωρίζει άβυσσος.
Γράφει η Σοφία Βούλτεψη*
Ήταν τότε, στα «μολυβένια χρόνια» (anni di piombo), που η τρομοκρατία είχε φέρει τη χώρα στο χείλος της καταστροφής. Ανάμεσα στο 1978 και στο 1979, όταν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες είχαν απαγάγει και δολοφονήσει τον πρωθυπουργό Άλντο Μόρο, μετά από 56 ημέρες ομηρίας.
Όπως αποκαλύφθηκε, ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, εμβληματικός ηγέτης του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, και ο Τζιόρτζιο Αλμιράντε, αρχηγός του MSI, του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος, ακροδεξιού κόμματος, που είχε τοποθετηθεί εκτός συνταγματικού τόξου, με αναφορές στον εθνικοσοσιαλισμό του Μουσσολίνι, δύο μεγάλοι πολιτικοί αντίπαλοι, εχθροί στην πραγματικότητα, συναντήθηκαν αρκετές φορές (από 4 ως 6 πιθανολογείται).
Οι συναντήσεις τους γίνονταν Παρασκευή απόγευμα, όταν στον κοινοβούλιο δεν υπήρχε πολύς κόσμος, με σκοπό την ανταλλαγή απόψεων. Στο βιβλίο του «Η κίνηση των Αλμιράντε και Μπερλινγκουέρ», ο πρώην διευθυντής της εφημερίδας «Il Fatto Quotidiano», Αντόνιο Παντελλάρο, αναφέρει πως οι δυο τους είχαν αποφασίσει «να ενώσουν τις δυνάμεις τους, καθώς το συμφέρον του Έθνους στέκει πάνω από κάθε άλλο συμφέρον».
Εκείνη την εποχή η χώρα ζούσε μέσα στον τρόμο, μετρώντας θύματα. Όπως ανέφερε ο Παντελλάρο, ο Μπερλινγκουέρ γνώριζε πολύ καλά πως εκείνοι που σκότωσαν τον Μόρο και συνέχιζαν να σκορπούν τον θάνατο είχαν αναφορά στον κομμουνισμό, ενώ ο Αλμιράντε γνώριζε επίσης πολύ καλά πως η οργάνωση Nar, που προέβαινε σε ανάλογα τρομοκρατικά τυφλά χτυπήματα, ανήκε στον νεοφασιστικό εξτρεμισμό.
Η αποκάλυψη δεν άλλαξε τίποτε στην πολιτική Ιστορία της Ιταλίας: Ο Μπερλινγκουέρ παρέμεινε ο ηγέτης του ευρωκομμουνισμού και ο Αλμιράντε ο άνθρωπος που μετέτρεψε τον φασισμό σε νεοφασισμό.
Παράδοξες παρουσίες σε κηδείες
Ωστόσο, συναντήθηκαν για να βάλουν τέλος στην αιματοχυσία. Κάθε άλλο παρά τυχαία, στην κηδεία του Μπερλινγκουέρ έκανε την εμφάνισή του ο Αλμιράντε και έγινε αποδεκτός από την οικογένεια του νεκρού, μέλη της οποίας φαίνεται ότι γνώριζαν αυτή την παράδοξη – εξωφρενική θα την έλεγε κανείς – σχέση. Και όταν πέθανε ο Αλμιράντε, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα εκπροσωπήθηκε στην κηδεία του από τους Τζιανκάρλο Παγιέττα και Νίλντε Γιόττι, υψηλόβαθμα στελέχη του κόμματος.
Χρειαζόταν μεγάλο θάρρος για όλα αυτά. Αλλά έπρεπε κάποιοι να μπουν μπροστά για να σταματήσει η καταστροφή. Ειδικά ο Μπερλινγκουέρ, ο οποίος και μόνο με την υποψία ότι η τότε Σοβιετική Ένωση βοηθούσε τους τρομοκράτες, διέκοψε τις σχέσεις του με τη Μόσχα.
Και στην Ιταλία καταστροφή πράγματι σταμάτησε επειδή συνεργάστηκαν όλες οι πολιτικές δυνάμεις, δημιουργώντας ένα πανεθνικό αρραγές μέτωπο, ώστε να μην υπάρξει ούτε μία ρωγμή, από την οποία θα μπορούσε να περάσει η παραμικρή υποψία ηθικής και πολιτικής νομιμοποίησης της τρομοκρατίας, από οποιαδήποτε πολιτική δύναμη.
Γιατί, είναι γνωστό, η τρομοκρατία επιδιώκει αρχικά την ηθική νομιμοποίηση – και επομένως τη συναίνεση της κοινής γνώμης – επιλέγοντας προσεκτικά αυτούς που αποκαλούνται «δίκαιοι στόχοι»: Εκπρόσωποι ενός δικτατορικού καθεστώτος, εκπρόσωποι ξένων δυνάμεων, εκπρόσωποι του καπιταλιστικού συστήματος, του επιχειρηματικού, βιομηχανικού, δικαστικού, εκδοτικού, τραπεζικού, αλλά και πολιτικού «κατεστημένου».
Ακολουθεί η φάση της πολιτικής νομιμοποίησης, οπότε η τρομοκρατία επιδιώκει την εξασφάλιση κάποιων πολιτικών δυνάμεων που θα στήριζαν, έστω και υπό διάφορα προσχήματα, την δράση της.
Αν αυτά τα δύο επιτευχθούν, τότε η λεγόμενη «ένοπλη προπαγάνδα» έχει πετύχει τον σκοπό της. Γιατί προπαγάνδα και τρομοκρατία είναι αδέλφια δίδυμα. Γι’ αυτό και στις άλλες χώρες οι αντιτρομοκρατικοί νόμοι προέβλεπαν από την αρχή την απαγόρευση δημοσιοποίησης, δίκην μανιφέστων, των προκηρύξεων των τρομοκρατών.
Καθόλου τυχαίο ότι οι Τουπαμάρος της Ουρουγουάης διακήρυσσαν πως η δράση τους «δεν πρέπει να υπερβαίνει το επίπεδο κατανόησης του λαού».
Ενωμένοι σε μια γροθιά
Η Ευρώπη δεινοπάθησε στα χρόνια της τρομοκρατίας. Αλλά σε όλες τις χώρες που οι πολίτες τους για χρόνια δεν ήξεραν τι θα τους ξημερώσει, όλες οι πολιτικές δυνάμεις λειτούργησαν ως μια γροθιά.
Ψήφισαν αντιτρομοκρατικούς νόμους και τους τήρησαν, ανεξάρτητα από την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου έχουν καταργηθεί τρεις αντιτρομοκρατικοί νόμοι (οι νόμοι του 1978, του 1990 και του 2014). Αξίζει να θυμηθούμε ότι ο νόμος του 2001 ψηφίστηκε μόνο από 17 κυβερνητικούς βουλευτές και πέρασε χάρη στην ψήφο των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας που βρισκόταν στην αντιπολίτευση! Και όμως, έναν χρόνο μετά ο νόμος αυτός χρησιμοποιήθηκε για τις συλλήψεις της 17 Ν.
Επιπλέον, στις άλλες χώρες δεν υπήρξε ποτέ καμιά αμφίσημη δήλωση από κανένα κοινοβουλευτικό κόμμα. Καμιά εμφάνιση στα δικαστήρια βουλευτών με την ιδιότητα του μάρτυρα υπεράσπισης, καμιά δήλωση υποστήριξης ή πολιτικής νομιμοποίησης της λεγόμενης «ένοπλης πάλης», καμιά συναλλαγή με κρατουμένους ως προς τις νομοθετικές αλλαγές για να σταματήσουν κινητοποιήσεις ή απεργίες πείνας.
Δεν είδαμε εκεί ούτε επισκέψεις στις φυλακές, ούτε παρουσιάσεις βιβλίων από επίσημους φορείς, ούτε εκθέσεις ζωγραφικής έξω από εκπαιδευτικά ιδρύματα, ούτε φωτογραφικές διατάξεις για κατ’ οίκον νοσηλείες και αποφυλακίσεις λόγω αναπηρίας και για πράξεις που τελέστηκαν «στην εκπλήρωση ενός ηθικοποινωνικού συγγενικού καθήκοντος».
Όλοι μαζί πίσω από τα φέρετρα
Αντίθετα, στην Ιταλία, πίσω από το φέρετρο του τελευταίου καραμπινιέρου που είχε πέσει από τα πυρά των Ερυθρών Ταξιαρχιών, περπατούσαν οι αρχηγοί όλων των κομμάτων με επικεφαλής τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Οι αρχηγοί της οργάνωσης Ρενάτο Κούρτσιο και Αλμπέρτο Φραντσεσκίνι συνελήφθησαν το 1974, τέσσερα χρόνια πριν από την δολοφονία Μόρο, και καταδικάστηκαν σε κάθειρξη 18 ετών. Ακολούθησαν κι’ άλλες συλλήψεις και καταδίκες.
Η απομόνωση των τρομοκρατών υπήρξε τόσο μεγάλη, που σχεδόν όλοι μεταμελήθηκαν. Μετά από κάποια χρόνια, οι περισσότεροι άρχισαν να παίρνουν άδειες ή άρχισαν να εργάζονται στη διάρκεια της μέρας, κυρίως στον εκδοτικό χώρο, και να επιστρέφουν στα κελιά τους το βράδυ.
Ένας από αυτούς ήταν και ο Ρενάτο Κούρτσιο, που τον Απρίλιο του 1990, σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Europeo είχε δηλώσει: «Κανείς από εμάς που αναλάβαμε την πολιτική ευθύνη δεν είναι αθώος».
Τόσο αυτός, όσο και ο Τόνι Νέγκρι, ο «θεωρητικός της τρομοκρατίας», δεν είχαν ρίξει ούτε μία σφαίρα.
Επέστρεψε για να πληρώσει
Η περίπτωση του Νέγκρι είναι χαρακτηριστική: Συνελήφθη το 1979, έμεινε στη φυλακή ως το 1983 και αφέθηκε ελεύθερος όταν εξελέγη βουλευτής. Διέφυγε στη Γαλλία και τον Ιούλιο του 1997 αποφάσισε να επιστρέψει στην Ιταλία «για να εξηγήσει και να πληρώσει».
Είχε τότε πει: «Ο Ουμπέρτο Έκο μου έστειλε ένα φαξ για να μου πει πως αυτό που κάνω είναι εξαιρετικά αξιοπρεπές και θαρραλέο. Νικήθηκα, αλλά δεν είμαι εγκληματίας. Σ’ όλα αυτά τα χρόνια που μεσολάβησαν μετά τη σύλληψή μου, είχα την ευκαιρία να εμβαθύνω. Είναι αλήθεια ότι οι ιδέες μου συναντήθηκαν με το ανατρεπτικό κίνημα. Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι αυτή η προϋπόθεση δεν υπάρχει πια».
Τον Μάιο του 2005, ο Νέγκρι, με συνέντευξή του στην γαλλική εφημερίδα «Liberation», είχε καλέσει τους Γάλλους να ψηφίσουν «Ναι» στο δημοψήφισμα για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Και στις τελευταίες ευρωεκλογές είχε δηλώσεις πως «σήμερα, εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου, δεν μπορεί να υπάρξει πολιτικός ρεαλισμός».
Σημειώστε επίσης ότι στις 7 Ιανουαρίου του 2009, στην Ιταλία είχε ξεσπάσει μεγάλος σάλος όταν ο πρώην τρομοκράτης Βαλέριο Μορούτσι, που είχε πάρει μέρος στην απαγωγή του Μόρο, είχε προσκληθεί σε εκδήλωση του πανεπιστημίου «La Sapienza». Η αντίδραση υπήρξε τόσο σφοδρή που η εκδήλωση ακυρώθηκε.
Το Δόγμα Μιτεράν
Στη Γαλλία πάλι, από το 1981 λειτούργησε το περίφημο Δόγμα Μιτεράν, ο οποίος είχε πει πως «είναι ευκολότερο να μπεις στην τρομοκρατία από το να βγεις». Είχαν τότε φθάσει εκεί από την Ιταλία πολλά μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών για να διαφύγουν τη σύλληψη. Με βάση το Δόγμα Μιτεράν, οι φυγάδες δεν εκδίδονταν, αρκεί να δήλωναν πως δεν επρόκειτο να αναπτύξουν καμιά πολιτική δραστηριότητα. Με την προειδοποίηση πως όποιος τολμούσε να προδώσει την εμπιστοσύνη της Γαλλίας θα τιμωρείτο παραδειγματικά. Δημιουργήθηκε τότε στη Γαλλία η λεγόμενη «ιταλική κοινότητα».
Το Δόγμα Μιτεράν εγκαταλείφθηκε το 2002 και τότε η γαλλική αστυνομία άρχισε να εκτελεί τα ιταλικά εντάλματα και να συλλαμβάνει τρομοκράτες που είχαν καταφύγει εκεί, μεταξύ των οποίων και οι δολοφόνοι των συμβούλων του ιταλικού υπουργείου Εργασίας Ντ’ Αντόνιο και Μπιάτζι.
Τελικά, τον Φεβρουάριο του 2016, επί σοσιαλιστή Φρανσουά Ολάντ, κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος, εισήχθη άρθρο για στέρηση της ιθαγένειας σε καταδικασθέντες για τρομοκρατία.
Νωρίτερα, στις 11 Ιανουαρίου 2015, σε διαδηλώσεις κατά της τρομοκρατίας, στο Παρίσι και άλλες γαλλικές πόλεις, έλαβαν μέρος σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι, τραγουδώντας τη Μασσαλιώτιδα.
Ο διοικητής του IRA και η Βασίλισσα
Στη Βόρεια Ιρλανδία, ο IRA κατέθεσε τα όπλα το 2005 και το πολιτικό του σκέλος, το Σιν Φέιν, βρέθηκε στην κυβέρνηση λίγα χρόνια μετά. Όταν, όμως, τον Αύγουστο του 2015 δολοφονήθηκε ένα πρώην στέλεχος του IRA, ο Κέβιν Μακ Γκουίγκαν, με τρόπο που παρέπεμπε στις «τιμωρητικές» δολοφονίες της οργάνωσης, η κυβέρνηση του ενωτικού Πήτερ Ρόμπινσον, στην οποία μετείχε το Σιν Φέιν, παραιτήθηκε. Ο Ρόμπινσον δήλωσε πως αυτό δεν μπορούσε να το σηκώσει και πως «δεν μπορούμε να κάνουμε σα να μην συμβαίνει τίποτε».
Μεγάλη αίσθηση είχε προκαλέσει, τον Απρίλιο του 2014, το γεγονός ότι ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της Βόρειας Ιρλανδίας, ο Μάρτιν Μακ Γκίνες, πρώην διοικητής του IRA και πρώην υπ’ αριθμόν 1 εχθρός για το Λονδίνο, αποδέχθηκε την πρόσκληση της Βασίλισσας Ελισάβετ και παρευρέθηκε σε δείπνο στα Ανάκτορα του Ουίνδσορ. Η χειραψία τους συγκέντρωσε όλα τα φλας των φωτογράφων.
Μιλάμε για τον άνθρωπο που θεωρείτο ο πιο επικίνδυνος εχθρός του στέμματος, αυτόν που είχε αρνηθεί μια έδρα στο κοινοβούλιο για να μην ορκιστεί πίστη στη Βασίλισσα. Και μιλάμε για την βασίλισσα που είχε θύμα στην οικογένειά της, αφού, το 1979, ο IRA, είχε σκοτώσει τον Λόρδο Μαουντμπάττεν, θείο του συζύγου της Φίλιππου.
Όταν δε, τον Μάιο του 2014, συνέβη η τρομερή έκρηξη στο Λοντοντέρι, ο Μακ Γκίνες είχε δηλώσει: «Η ιδιαίτερη πατρίδα μου δεν θα μείνει πίσω εξαιτίας εκείνων που ζουν στο παρελθόν»!
Με αποφασιστικότητα αντιμετώπισε και η Γερμανία την RAF (Φράξια Κόκκινου Στρατού), οι πρωτεργάτες της οποίας Μπάαντερ και Μάινχοφ, καθώς και τα άλλα ηγετικά στελέχη, μεταξύ των οποίων και η σύντροφος του Αντρέας Μπάαντερ, Γκούντρουν Έσλιν, είχαν εκπαιδευτεί σε στρατόπεδο της PLO στην Ιορδανία.
Η RAF ιδρύθηκε το 1968 και η δράση της έλαβε τέλος τριάντα χρόνια αργότερα, το 1998. Οι ιδρυτές της συνελήφθησαν το 1972, καταδικάστηκαν σε ισόβια και αυτοκτόνησαν στα λεγόμενα «λευκά κελιά».
Παραφωνία μόνο ο Ιγκλέσιας
Στην Ισπανία, η βασκική αυτονομιστική οργάνωση ΕΤΑ, εξασθενημένη από τις συλλήψεις και την μείωση της λαϊκής υποστήριξης, κήρυξε το τέλος του «ένοπλου αγώνα» στις 20 Οκτωβρίου 2011, ανακοινώνοντας την καταστροφή των υλικοτεχνικών και λειτουργικών δομών της. Ο απολογισμός της δράσης της βαρύς: 829 νεκροί σε 40 χρόνια.
Στις 3 Ιανουαρίου 2013, και το Μπατασούνα, ο πολιτικός βραχίονας της ΕΤΑ, ανακοίνωσε την αυτοδιάλυσή του. Δηλώνοντας πως «θα επιτύχουμε τα σχέδιά μας μέσω της πολιτικής οδού».
Στις 27 Οκτωβρίου 2013, 200.000 διαδηλωτές έλαβαν μέρος σε μεγάλη διαδήλωση κατά απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που ζητούσε την απελευθέρωσή τους.
Τον Δεκέμβριο του 2013 τρία μέλη της ΕΤΑ είχαν καταδικαστεί σε φυλάκιση 3.860 χρόνων.
Τον Ιανουάριο του 2014, η ισπανική Δικαιοσύνη είχε απαγορεύσει διαδήλωση υπέρ των κρατουμένων. Η διαδήλωσε έγινε, αλλά χωρίς στήριξη από κανένα ισπανικό κόμμα. Η δε ισπανική κυβέρνηση έχει επιλέξει την διασπορά των Βάσκων κρατουμένων σε 79 φυλακές σε Ισπανία και Γαλλία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όλες οι ισπανικές κυβερνήσεις είχαν αρνηθεί να λάβουν μέρος σε διαπραγματεύσεις με την οργάνωση. Πάγια επίσημη θέση υπήρξε πάντα η αυτοδιάλυσή της.
Τα πράγματα στην Ισπανία άλλαξαν με την είσοδο στην κυβέρνηση των Podemos. Ο αρχηγός τους, Πάμπλο Ιγκλέσιας, επαναλαμβάνει ότι δεν θα ποινικοποιήσει τα αποσχιστικά κινήματα, ενώ πριν από έναν μήνα δεν δίστασε να παρομοιάσει τον Κάρλες Πουτζεμόντ, αυτονομιστή ηγέτη της Καταλονίας, με τους Δημοκρατικούς εξόριστους της εποχής Φράνκο.
Προκλήθηκαν σφοδρές αντιδράσεις από όλα τα κόμματα, ενώ και η ίδια η εκπρόσωπος της κυβέρνησης του σοσιαλιστή Πέδρο Σάντσεθ, ξεκαθάρισε ότι «οι εξόριστοι του Φράνκο υπερασπίστηκαν τη νομιμότητα, ο Πουτζεμόντ όχι».
Τις τελευταίες ημέρες, στη Βαρκελώνη, αλλά και στη Χώρα των Βάσκων, έχουν ξεσπάσει ταραχές εξαιτίας της σύλληψης και της φυλάκισης του ράππερ Πάμπλο Χαζέλ, ο οποίος εκθείαζε την τρομοκρατία και καθύβριζε τον βασιλιά.
Και σ’ αυτήν την περίπτωση οι Podemos πρόσφεραν τη στήριξή τους, με τον Ιγκλέσιας να διερωτάται για την… ποιότητα της Δημοκρατίας στην Ισπανία.
Αλλά και πάλι ο εταίρος του στην κυβέρνηση Σάντσεθ δήλωσε πως «η βία είναι μη αποδεκτή στη Δημοκρατία και η κυβέρνηση θα την αντιμετωπίσει. Δεν υπάρχει εξαίρεση στον κανόνα»…
Και αυτό ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις: Η βία δεν είναι αποδεκτή και οι κανόνες δεν έχουν εξαιρέσεις…
*Βουλευτής Β3 Νοτίου Τομέα Αθηνών, Ν.Δ., υφυπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, δημοσιογράφος