Του Χάρη Παυλίδη

 

Η εισβολή της Ρωσίας του Πούτιν δεν αλλάζει μόνο τον κόσμο έτσι όπως τον είχαμε γνωρίσει· διαλύει και τις όποιες ψευδαισθήσεις ότι η οικονομία αρκεί για να μην τεθούν εν κινδύνω η ασφάλεια και η ειρήνη. Ο πόλεμος που βρίσκεται σε εξέλιξη απέδειξε ότι δεν αρκούν οι αγορές ή, μάλλον, οι εθνικοί μύθοι είναι ισχυρότεροι από την οικονομία. Στην προκειμένη περίπτωση, η δημοκρατική Δύση δεν έχει άλλη επιλογή, παρά να προστατεύσει την ίδια της την υπόσταση που διακυβεύεται επί ουκρανικού εδάφους.

Ασφαλώς δεν έχουν όλοι οι Δυτικοί την ίδια άποψη, αρκεί να σκεφτεί κανείς πόσο πιο εύκολα θα ήταν για τον Πούτιν στην περίπτωση που στον Λευκό Οίκο ήταν άλλος πρόεδρος, και στην Ευρώπη είχαμε περισσότερους του ενός Ορμπαν. Παρά ταύτα, υπάρχουν ακροαριστερές και ακροδεξιές φωνές στην Ευρώπη που κατηγορούν την Αμερική και το ΝΑΤΟ ότι τραβάνε το σχοινί με τον Πούτιν, ενώ κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να διαπραγματευθούν μαζί του. Αλήθεια, αυτοί που το λένε, πιστεύουν σοβαρά ότι μπορεί να διαπραγματευθούν με κάποιον που δεν γνωρίζει τι σημαίνει διαπραγμάτευση;

Εκτός και εάν όσοι θεωρούν ότι ένας αυταρχικός ηγέτης, συνάμα και βαθιά αντιδημοκράτης, θα χάσει τον χρόνο του συζητώντας για κάτι που θα μπορούσε να είχε κάνει προτού ξεκινήσει τον πόλεμο. Πρόκειται για αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι ο Πούτιν, όπως και κάθε δικτάτορας, θα κάνει κάτι διαφορετικό από αυτό που έκανε το 1938 ο Χίτλερ με τον Τσάμπερλεν και τον Νταλαντιέ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλοι θα επιθυμούσαμε να βρεθεί λύση και να σταματήσει ο πόλεμος. Με ποιο τίμημα όμως είναι το θέμα και με ποιον. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όσο παρατείνεται το δράμα στην Ουκρανία, οι δημοκρατίες της Δύσης κάνουν δεύτερες σκέψεις.

Και όταν αρχίζουν οι δεύτερες σκέψεις συνήθως επικεντρώνονται στο ενδεχόμενο ο πόλεμος να διαρκέσει αρκετά χρόνια. Αυτό δημιουργεί μεγάλη αβεβαιότητα και κόπωση. Αυτή η δημοκρατική κόπωση είναι που θα μπορούσε να επηρεάσει τους λαούς της Δύσης. Το Αφγανιστάν αποτελεί κλασική περίπτωση δημοκρατικής κόπωσης. Θα ήταν όμως ιστορικό λάθος οι δημοκρατίες της Δύσης να υποταχθούν στη λογική των τυράννων, γιατί έτσι θα τους καθιστούσε πρωταγωνιστές των εξελίξεων. Και αν συμβεί αυτό, το τέλος των δημοκρατιών δεν αργεί.

 

Ο διακομματικός τουρκικός εθνικισμός

Ο εθνικισμός στην Τουρκία είναι στο DNA όλων των κομμάτων, είτε αυτοχαρακτηρίζονται σοσιαλδημοκρατικά, είτε συντηρητικά, είτε φιλελεύθερα. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που ασκεί σφοδρή κριτική στην κυβέρνηση Ερντογάν –το λεγόμενο Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, το οποίο ιδρύθηκε από τον Κεμάλ Ατατούρκ και ανήκει στη Σοσιαλιστική Διεθνή– κάθε άλλο παρά σοσιαλδημοκρατικό θεωρείται.

Ενας από τους λόγους που ο Ερντογάν εμφανίζεται να ξιφουλκεί κατά της Ελλάδας, πέραν της στήριξης που του παρέχει ο ακροδεξιός-εθνικιστής Μπαχτσελί, είναι ότι κάνει την ανάγκη φιλότιμο προκειμένου να εμφανίζεται ως αυθεντικότερος εκφραστής της «Γαλάζιας Πατρίδας». Ως εκ τούτου και κεμαλικότερος των κεμαλιστών.

Το πρόβλημα με τους γείτονες, και μάλιστα στην προεκλογική περίοδο που ακολουθεί, είναι ότι τα δύο μεγάλα πολιτικά ρεύματα της κεμαλικής Κεντροαριστεράς και της ισλαμιστικής Κεντροδεξιάς συναγωνίζονται σε εθνικισμό. Και οι μεν και οι δε «χρησιμοποιούν» την Ελλάδα απευθυνόμενοι στο εσωτερικό της Τουρκίας, κυρίως σε μια μεγάλη πλειοψηφία που έχει γαλουχηθεί με την αντίληψη ότι η Ελλάδα αποτελεί εχθρό που πρέπει να υποταχθεί στην κυριαρχία της Τουρκίας.

 

Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας “Τo Μanifesto”