Τις ημέρες που «Μένουμε Σπίτι», ένα βιβλίο ανοικτής πρόσβασης για την υποθαλάσσια αρχαιολογική κληρονομιά στην υφαλοκρηπίδα της Ευρώπης και της Μεσογείου έκανε χιλιάδες «λήψεις».
«Τουλάχιστον 48.000 ανακτήσεις έγιναν τις πρώτες έξι ημέρες κυκλοφορίας του, δικαιώνοντας την επιλογή μας για μία ανοιχτή διαδικτυακή δημοσίευση, η οποία διευρύνει την κοινωνία της γνώσης», αναφέρει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Νένα Γαλανίδου, μία εκ των επιμελητών-συγγραφέων του βιβλίου «The Archaeology of Europe’s Drowned Landscapes» («Η Αρχαιολογία των Καταποντισμένων Τοπίων της Ευρώπης»).
Το βιβλίο είναι αποτέλεσμα του διεθνούς και διεπιστημονικού ερευνητικού δικτύου SPLASHCOS Action TD0902, το οποίο υποστηρίχθηκε από τον χρηματοδοτούμενο -από την Ευρωπαϊκή Ένωση- οργανισμό COST (Ευρωπαϊκή Συνεργασία στον Τομέα της Επιστήμης και της Τεχνολογίας). Από την Ελλάδα συμμετείχαν το Πανεπιστήμιο Κρήτης, το υπουργείο Πολιτισμού και το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών. Το βιβλίο απευθύνεται σε αρχαιολόγους, επιστήμονες της θάλασσας, γεωεπιστήμονες, διαχειριστές πολιτιστικής κληρονομιάς, εμπορικές και κυβερνητικές οργανώσεις, υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, καθώς και σε όλους εκείνους που ενδιαφέρονται για την προϊστορία, τη θάλασσα και τις επιπτώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας στην κλιματική αλλαγή, την παράκτια γεωμορφολογία και τη μεταβολή στη στάθμη της θάλασσας. Ο εκδοτικός οίκος Springer το περιέλαβε στη σειρά Coastal Research Library.
«Ο τόμος συγκεντρώνει και αξιολογεί -για πρώτη φορά- τα υποθαλάσσια αρχαιολογικά ευρήματα στην υφαλοκρηπίδα της Ευρώπης και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Η ξεχωριστή αυτή κληρονομιά συνδέεται με παράκτια δραστηριότητα ή κατοίκηση σε περιόδους της προϊστορίας, κατά τις οποίες η θαλάσσια στάθμη ήταν χαμηλότερη από τη σημερινή και είναι το αντικείμενο ενός αναδυόμενου πεδίου της αρχαιολογίας», πληροφορεί το ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Γαλανίδου. «Πρόκειται για το μεγαλύτερο τέτοιο σύνολο ευρημάτων παγκοσμίως, από μεμονωμένα λίθινα εργαλεία μέχρι σπήλαια και ποντισμένα χωριά, διατηρημένα υπό μοναδικές συνθήκες, σε περισσότερα από 2.500 σημεία εύρεσης. Το υλικό, αρχαιολογικό και παλαιοντολογικό, χρονολογείται από την Κατώτερη Παλαιολιθική Εποχή έως την Εποχή του Χαλκού και προέρχεται από 20 χώρες που εκτείνονται από τις ακτές του Ατλαντικού της Ιρλανδίας και της Νορβηγίας έως τη Μαύρη Θάλασσα και από τη δυτική Βαλτική έως την ανατολική Μεσόγειο», μας εξηγεί η ίδια.
Και η «βυθισμένη» αρχαιολογία της Ελλάδας; «Αυτού του είδους η κληρονομιά στη χώρα μας διατρέχει το χρονικό φάσμα από την Παλαιολιθική έως την πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Η συγκεκριμένη επισκόπηση περιλαμβάνει μόνο τα προϊστορικά κατάλοιπα. Πρόκειται για κινητά ευρήματα και αρχαιολογικές θέσεις που δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για ορισμένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα της Eυρασιατικής προϊστορίας, όπως οι μετακινήσεις των προγονικών του ανθρώπου ειδών αλλά και των πρώτων γεωργών και κτηνοτρόφων, τα είδη των παρακτίων οικισμών, οι στρατηγικές επιβίωσης, τα θαλάσσια ταξίδια, το εμπόριο και οι φυσικές καταστροφές. Ο προϊστορικός αυτός κόσμος βρίσκεται σήμερα στον βυθό εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Όταν πριν από πέντε περίπου χιλιάδες χρόνια η στάθμη της θάλασσας, που είχε ξεκινήσει να ανεβαίνει πολύ νωρίτερα καθώς υποχωρούσε η Εποχή των Παγετώνων, έφθασε στο σημερινό της ύψος, όλα εκείνα τα κατάλοιπα του προϊστορικού κόσμου στις ακτές βρέθηκαν στα ρηχά ή τα βαθύτερα νερά των ελληνικών θαλασσών», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Γαλανίδου. Στον τόμο, η αναφορά στην Ελλάδα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, παλαιοντολογικούς και αρχαιολογικούς χώρους, μερικώς ή πλήρως βυθισμένους. Όπως, για παράδειγμα, το Παυλοπέτρι Λακωνίας, ίσως τον πιο εντυπωσιακό και γνωστό βυθισμένο προϊστορικό οικισμό στη λεκάνη του Αιγαίου εξαιτίας του μεγέθους, των ευρημάτων και της καλής διατήρησής του ή τον εξίσου σημαντικό Νεολιθικό οικισμό στη νησίδα Άγιος Πέτρος στις Βόρειες Σποράδες.
Αναφορά γίνεται -μεταξύ άλλων- και στο σπήλαιο Γλυφάδα στον Διρό της Μάνης με παλαιοντολογικά κατάλοιπα χερσαίων και θαλάσσιων θηλαστικών του Ανωτέρου Πλειστοκαίνου, όπως ελάφια, ύαινες, πάνθηρες, λιοντάρια, ιπποπόταμους και φώκιες, καθώς και πουλιά, που συλλέχθηκαν από βάθη μεταξύ 0,5 και 2,5 μέτρων κάτω από τη στάθμη της θάλασσας. Αυτό το γεγονός δείχνει ότι στη σπηλιά, που κάποτε βρισκόταν κοντά στην ακτή, σύχναζαν αυτά τα θηλαστικά είτε ως θηράματα είτε ως θηρευτές.
Στο βιβλίο, τα τεκμήρια από κάθε χώρα συνοδεύονται από πληροφορίες για το ιστορικό της ανακάλυψης, τις συνθήκες διατήρησης και ορατότητας, τη σχέση τους με τις τοπικές αλλαγές στη θαλάσσια στάθμη και την παράκτια γεωμορφολογία, καθώς και το θεσμικό πλαίσιο για την έρευνα και προστασία τους. Τα εισαγωγικά κεφάλαια των επιμελητών του τόμου συνοψίζουν τα πορίσματα για τις μεγάλες θαλάσσιες λεκάνες αναφοράς: Βαλτική και Σκανδιναβία, Περιθώριο του Ατλαντικού και Βόρεια Θάλασσα, Μεσόγειος και Μαύρη Θάλασσα. Η τελευταία ενότητα του βιβλίου πραγματεύεται το ιστορικό υπόβαθρο και τα νομικά και ρυθμιστικά πλαίσια που διέπουν τη διαχείριση της ενάλιας πολιτιστικής κληρονομιάς και τη συνεργασία μεταξύ υπεράκτιων βιομηχανιών, αρχαιολόγων και κυβερνητικών φορέων.