Σε μια χώρα που γκρινιάζει επαγγελματικά, που κάθε επιτυχία πρέπει να περάσει από τη βάσανο της καχυποψίας και κάθε άνθρωπος που «ξεφεύγει» από τη στασιμότητα αντιμετωπίζεται σαν προδότης της κοινής μιζέριας, η Άντζελα τόλμησε να κάνει κάτι απλό: να ανοίξει ένα καφέ αξιοποιώντας ένα πρόγραμμα της ΔΥΠΑ για ανέργους και να χαρεί με τον κόπο της.
Αλλά όχι, αυτό δεν συγχωρείται.
Από άνεργη, βρέθηκε να έχει δική της επιχείρηση, να προσλαμβάνει προσωπικό, να δουλεύει με τον αδερφό της, να χαμογελάει. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ήρθε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης να πιει έναν καφέ και να τη συγχαρεί. Το τέλειο καύσιμο για τον εγχώριο στρατό του «δεν υπάρχει τίποτα αυθεντικό, όλα είναι στημένα».
Ξαφνικά η Άντζελα δεν είναι πια μια νέα γυναίκα που αξιοποίησε ένα πρόγραμμα της ΔΥΠΑ. Είναι «βιτρίνα», «στημένη», «βολεμένη». Λες και το καφέ το έστησε η Νέα Δημοκρατία για προεκλογικό ντεκόρ. Λες και υπάρχει κάποιο πακέτο ΔΥΠΑ με τίτλο «συν τον πρωθυπουργό, δώρο».
Σε όλη αυτή την παράκρουση η γυναίκα απάντησε με χιούμορ, με TikTok, με τραγούδι και μια δόση ειρωνείας. «Get your shit and go», είπε, και έσπειρε πανικό. Όχι γιατί είναι αγενής, αλλά γιατί δεν απολογείται. Γιατί δεν ζητάει συγγνώμη που δουλεύει, που προοδεύει, που φτιάχνει κάτι όμορφο σ’ ένα Περιστέρι που δεν φιλοδοξεί να γίνει instagramικό, αλλά ανθρώπινο.
Το πρόβλημα δεν είναι η επίσκεψη του Μητσοτάκη. Ούτε το TikTok. Το πρόβλημα είναι η Άντζελα η ίδια. Που δεν χωράει στο αφήγημα του μονίμως κατατρεγμένου. Που δεν χτίζει τα likes της με δάκρυα αλλά με χαμόγελο. Που αντί να καταγγείλει το κράτος, συνεργάστηκε με αυτό. Και πέτυχε.
Μια κοινωνία που βρίζει την Άντζελα επειδή δούλεψε και της έτυχε να τη δείξει η κάμερα, δεν έχει κανένα πρόβλημα με την κυβέρνηση. Έχει πρόβλημα με την ιδέα ότι κάποιος μπορεί να πετύχει χωρίς να τους ρωτήσει.
Και καλά κάνει και χορεύει. Γιατί ο καλύτερος τρόπος να απαντήσεις στη μιζέρια είναι πάντα ένας: ένας καφές, μια δουλειά, κι ένας χορός στη μάπα σας.