Η αναφορά της Καγκελαρίου Μέρκελ στην “κοινωνική οικονομία της αγοράς” και στον Λούντβιχ Έρχαρντ (Ludwig Wilhelm), σημαίνουσα πολιτική προσωπικότητα της μεταπολεμικής Γερμανίας, επικαιροποιεί ένα οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης το οποίο δεν έχει σχέση με τον κρατισμό. Αντιθέτως η κοινωνική οικονομία, η “αλληλέγγυα οικονομία”, λειτουργεί συμπληρωματικά στην ιδιωτική οικονομία με επιχειρήσεις κοινωφελούς σκοπού σε όλους τους τομείς της αγοράς. Δημιουργεί έτσι συμπληρωματικά εναλλακτικό εισόδημα εκεί όπου, σε διαφορετική περίπτωση υπάρχει δυσπραγία, ανεργία και φτώχεια. Αυτό το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης έχει την υπογραφή του Λούνβιχ Έρχαρντ.
Ο Έρχαρντ Καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας από το 1963 έως το 1966,  σπούδασε Οικονομικά και έγινε διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης.Το 1949 εξελέγη βουλευτής και προσχώρησε στη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU). Έγινε Υπουργός Οικονομικών της Δυτικής Γερμανίας στην Κυβέρνηση Κόνραντ Αντενάουερ και το 1957 έγινε Αντικαγελάριος.
 
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1962 ο Λούντβιχ Έρχαρντ, κατευθυνόμενος για διακοπές στη Ρόδο ως φιλοξενούμενος της ελληνικής κυβέρνησης, πέρασε από την Αθήνα και στο αεροδρόμιο(φωτό) συνομίλησε με τον αντιπρόεδρο Παναγιώτη Κανελλόπουλο και τον υπουργό Συντονισμού Παναγή Παπαληγούρα, παρουσία του Γερμανού πρεσβευτή Β. Μέλχερς. Η συνάντηση αυτή ήταν το προοίμιο της ελληνογερμανικής οικονομικής συμφωνίας που υπέγραψε ένα μήνα αργότερα στη Βόννη ο Π. Παπαληγούρας.
 
Μετά την παραίτηση του Αντενάουερ, το 1963, ο Έρχαρντ εξελέγη καγκελάριος. Επανεξελέγη το 1965. Στις 23 Μαρτίου του 1966, κατάφερε να αναρριχηθεί στο ύπατο αξίωμα του κυβερνώντος Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, διαδεχόμενος τον 90χρονο, πλέον Κόνραντ Αντενάουερ. Η συνέχεια, όμως, ήταν πολύ διαφορετική. Τον Αύγουστο του 1966, η κυβέρνηση Έρχαρντ συγκλονίστηκε από το «σκάνδαλο της Αεροπορίας», καθώς τα ελαττωματικά, αμερικανικής κατασκευής, μαχητικά αεροσκάφη τύπου Σταρφάιτερ συντρίβονταν, παρασύροντας στο θάνατο μία σειρά επιτελείς του υπουργείου Άμυνας. Αλλά η μοιραία κρίση ξέσπασε τον Οκτώβριο του 1966 με αφορμή την άρνηση των συνεργαζόμενων Ελευθέρων Δημοκρατών να υποστηρίξουν την έκτακτη φορολογία που πρότεινε ο Έρχαρντ, προκειμένου να αντιμετωπίσει το δυσθεώρητο, ύψους 4 δισεκατομμυρίων μάρκων, δημόσιο έλλειμμα.
Μετά την παραίτηση των τεσσάρων υπουργών του μικρού, αλλά ρυθμιστικού αυτού κόμματος, ο Λούντβιχ Έρχαρντ κίνησε τις διαδικασίες της αποχώρησής του. Στη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος, ο Κόνραντ Αντενάουερ «πέρασε» τον υποψήφιο της επιλογής του, τον 64χρονο Κουρτ Γκέοργκ Κίζινγκερ, πρωθυπουργό του κρατιδίου της Βάδης-Βυρτεμβέργης, ως νέο, εντολοδόχο καγκελάριο. Αμέσως, ο Κίζινγκερ άρχισε μαραθώνιες διαβουλεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης με τον ηγέτη του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και δήμαρχο του Δυτικού Βερολίνου Βίλλυ Μπραντ και τον αρχηγό των Ελευθέρων Δημοκρατών Έριχ Μέντε.
Στις 26 Νοεμβρίου, οι ηγέτες των δύο μεγαλύτερων κομμάτων κατέληξαν σε κατ’ αρχήν συμφωνία για το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας, την οποία ανακοίνωσαν στους δημοσιογράφους ο Κίζινγκερ και ο Μπραντ. Μία απόφαση πρωτοφανή για τα δεδομένα της Δυτικής Γερμανίας, όπου Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες αποτελούσαν, στα μεταπολεμικά χρόνια, τους δύο ανταγωνιστικούς, κοινωνικά και ιδεολογικά, πόλους της πολιτικής ζωής. Η απόφαση επικυρώθηκε την επόμενη ημέρα χωρίς προβλήματα, με ψήφους 59 υπέρ έναντι 1 κατά, από την κοινοβουλευτική ομάδα των Χριστιανοδημοκρατών. Πολύ περισσότερες αντιδράσεις συνάντησε στο δικό του κόμμα ο Βίλλυ Μπραντ, όπου οι εξ αριστερών αντιρρησίες υπερίσχυσαν στις 7 από τις 11 περιφερειακές οργανώσεις. Οι ενστάσεις επικεντρώθηκαν στην ακολουθητέα κοινωνική πολιτική της νέας κυβέρνησης, στην προτεινόμενη υπουργοποίηση του υπερσυντηρητικού ηγέτη της Βαυαρικής Χριστιανοδημοκρατίας Φραντς Γιόζεφ Στράους, αλλά και στο πολιτικό παρελθόν του ίδιου του Κίζινγκερ, ο οποίος είχε διατελέσει μέλος του Ναζιστικού κόμματος.
 
Ωστόσο, το δέλεαρ της επιστροφής των Σοσιαλδημοκρατών στην εξουσία, 36 χρόνια μετά τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αποδείχθηκε ισχυρότερο. Στις 28 Νοεμβρίου του 1966, η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος ενέκρινε, έπειτα από δεκάωρη θυελλώδη συνεδρίαση, τον σχηματισμό συμμαχικής κυβέρνησης. Στις 29 Νοεμβρίου ενέκρινε τον «Μεγάλο Συνασπισμό» και το συμβούλιο του κόμματος των Σοσιαλδημοκρατών, οπότε ο δρόμος πλέον ήταν απολύτως ελεύθερος.
 
Την επομένη, 30 Νοεμβρίου, ο Λούντβιχ Έρχαρντ παραιτήθηκε και τυπικά από καγκελάριος και την 1η Δεκεμβρίου η ομοσπονδιακή Βουλή εξέλεξε τον Κίζινγκερ καγκελάριο με 340 ψήφους υπέρ, από τους 463 βουλευτές που ψήφισαν. Την ίδια ημέρα σχηματίστηκε η ιστορική κυβέρνηση του «Μεγάλου Συνασπισμού», με τον Βίλλυ Μπραντ αντιπρόεδρο και υπουργό Εξωτερικών. Ο Λούντβιχ Έρχαρντ συνέχισε να εκλέγεται βουλευτής μέχρι το θάνατό του, στις 5 Μαΐου 1977.