Διαχρονικά όλοι όσοι ελέω θεού έχουμε το ιστορικό προνόμιο να αποκαλούμεθα Έλληνες, μια και το καλό του χέρι μας έριξε σ’ αυτό το γεωγραφικό μήκος και πλάτος του πλανήτη, πορευόμαστε μεταβιβάζοντας από γενιά σε γενιά την πλάνην του «λογικού σφάλματος». Ξεκινώντας από τα ad hominem επιχειρήματα όπου η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός θεωρούνται «υπεύθυνοι» όχι για την πολιτική που εφαρμόζουν  αλλά γι αυτό που ιδεολογικά και πολιτικά εκφράζουν, για να καταλήξουμε στην πιο ακραία εκδοχή του «λογικού σφάλματος» με αφορμή την παρουσία του Αρχιεπισκόπου Ελπιδοφόρου στα εγκαίνια του Σπιτιού της Τουρκίας στη Νέα Υόρκη.

του Χάρη Παυλίδη

Στην πρώτη περίπτωση ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δέχεται κριτική ενίοτε προσβλητική γιατί η πολιτική που εφαρμόζει δεν είναι «συμβατή» κατά τη γνώμη της αντιπολίτευσης με τις πολιτικές του ιδεολογικού χώρου που εκπροσωπεί. Η επίθεση έχει στόχο τα κίνητρα όχι τα μέτρα και έχει στόχο το πρόσωπο και όχι την πολιτική του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος κατηγοριών που έχουν στόχο το πρόσωπο και τις προθέσεις του. Σε συνέχεια αυτού του φαύλου κύκλους του «λογικού σφάλματος»  έρχεται το «εκ συσχετισμού» επιχείρημα όπου ο Πρωθυπουργός επικρίνεται γιατί κάποιος άλλος στη θέση του, ή το κόμμα του, για ένα συγκεκριμένο θέμα είχαν μια άλλη πολιτική.

Σε απλά ελληνικά το πολιτικό σύστημα της χώρας κινείται εντός μιας λογικής πλάνης η οποία καθιστά το επιχείρημα αντιπαραγωγικό μια και στη δομή του πολιτικού διαλόγου ακυρώνεται. Σε πιο απλά ελληνικά αυτό σημαίνει ότι η έλλειψη σοβαρότητας εκ μέρους της αντιπολίτευσης διαμορφώνει συνθήκες στις οποίες η κυβέρνηση καλείται  προκειμένου να ανταποκριθεί στο ρόλο της να συσχετίσει το έργο της με το έργο της αντιπολίτευσης όταν εκείνη ήταν στην κυβέρνηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συζήτηση για το ποιος εκφράζει καλύτερα τα συμφέροντα της «μεσαίας τάξης», ή σε ιδεολογικό πεδίο η προσπάθεια του κ. Τσίπρα να εμφανισθεί ως περισσότερο «κεντρώος» και «προοδευτικός» από τον κεντρώο και φιλελεύθερο κ. Μητσοτάκη.

Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε μια προσπάθεια αντιπερισπασμού του κ. Τσίπρα με σκοπό να αλλάζει την ατζέντα μ’ ένα «άσχετο» θέμα (ιδεολογικό) ώστε να αναγκάσει τον κ. Μητσοτάκη να μπει σε μια διαδικασία σύγκρισης των δικών του μέτρων με εκείνα που ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ θα εφαρμόσει εφόσον η μεσαία τάξη επικεντρωθεί στο «κίνητρα» του Πρωθυπουργού αντί στην ουσία των μέτρων. Προφανώς ο κ. Τσίπρας με τη συμβολή και μερίδας του Τύπου που συνεργεί στην εξαπάτηση, αλλά και ΜΜΕ που για διαφορετικούς λόγους θέλουν τον Πρωθυπουργό «ελεγχόμενο», παίζει το «κυνήγι της αλεπούς». Ρίχνει το δόλωμα μακριά απ’ την αλεπού ώστε τα σκυλιά να οδηγηθούν σε άλλη κατεύθυνση από τα ίχνη που αφήνει η αλεπού. Το παιχνίδι της παραπλάνησης, γνωστό και ως Red herring.

Το θέμα με τον κ. Τσίπρα, το ζητούμενο εν προκειμένω, είναι αν η εμφάνιση του στο πολιτικό σκηνικό οφείλεται στις ικανότητές του να αξιοποιεί τη «λογική πλάνη» προς ίδιον όφελος, ή ο ίδιος αγνοεί τα κίνητρα εκείνων που τον χρησιμοποιούν ώστε παίζει το παιχνίδι της εξαπάτησης για δικό τους όφελος. Οι δημοσκοπήσεις και κυρίως τα ευρήματα που τον αφορούν προσωπικά, δηλαδή ότι τα ποσοστά του «άλλου» είναι περισσότερα από τα δικά του, μάλλον δείχνουν ότι η «χρησιμότητα» του εξαντλείται στην «εξάντληση» της σταθερότητας του πολιτικού συστήματος.

Όσον αφορά τώρα την πλάνη του «λογικού σφάλματος» περί τα ελληνοτουρκικά και την απαράδεκτη σπέκουλα ώστε να κορυφωθεί η ένταση στο Αιγαίο,  μέχρι του σημείου να επικρίνεται με βαρύτατους χαρακτηρισμούς ο Αρχιεπίσκοπος Ελπιδοφόρος, η «συσχέτιση» εκτός από ανιστόρητη είναι και επικίνδυνη. Το πρώτο έχει να κάνει με την οικουμενικότητα του Πατριαρχείου και μια μεγάλη συζήτηση που φθάνει μέχρι τις επιδιώξεις κάποιων δήθεν «πατριωτικών» κύκλων στην Ελλάδα που εργαλειοποιούν προκειμένου να επιτύχουν τους στόχους τους. Φθάνοντας γι αυτό μέχρι… τη Μόσχα για να τους πετύχουν.

Το δεύτερο έχει να κάνει με την καλλιέργεια κλίματος εθνικού διχασμού μέσω της δημιουργίας ενός «αντιπαραγωγικού» επιχειρήματος ότι όσοι συνομιλούν με την Τουρκία είναι «μειοδότες» ενώ όσοι «απαγορεύουν» σ’ έναν Ιεράρχη να παραστεί στα εγκαίνια λόγω της παρουσίας του Τατάρ (γιατί έτσι νομιμοποιεί το ψευδοκράτος!) είναι «πατριώτες». Τόσο «πατριώτες» ώστε να παρεμβαίνουν και στην… κυκλοφορία των ψαριών απ’ τη μια μεριά του Αιγαίου στην άλλη. Δηλαδή, πόσο σοβαρό μπορεί να είναι το επιχείρημα ότι η παρουσία του Αρχιεπισκόπου αποτελεί αναγνώριση ενός μη αναγνωρισμένου «προέδρου» ενός ανύπαρκτου κράτους, όταν μάλιστα στην ίδια εκδήλωση παρίστατο και ο ΓΓ του ΟΗΕ; Μήπως και ο Γκουτέρες πρέπει να «απομονωθεί»;

Αστεία πράγματα από υποτίθεται σοβαρά κόμματα και σοβαρούς πολιτικούς αναλυτές. Κι αυτό γιατί σ’ αυτή τη χώρα η πλάνη του «λογικού σφάλματος» είτε από άγνοια είτε από σκοπιμότητα είναι παρούσα σε όλα τα πεδία του δημόσιου βίου. Κι αυτό μπορεί να αποτελεί «προνόμιο» για όσους γράφουν την ιστορία κατά το δοκούν, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνεται στη ρεαλιστική απεικόνιση του γεωγραφικού χάρτη. Έχουν κάθε δικαίωμα να πιστεύουν κάτι τέτοιο όσοι θέλουν να είναι αιχμάλωτοι της ιστορίας. Εμείς, όμως, που δεν θέλουμε να είμαστε αιχμάλωτοι της ιστορίας πρέπει κάποτε να απαλλαγούμε και από το στερεότυπο της αιχμαλωσίας από τη γεωγραφία.