Iδιαίτερα ενθαρρυντικά είναι τα μηνύματα που στέλνει για τον επαναπατρισμό των νέων Ελλήνων της γενιάς του brain drain η πιο πρόσφατη έρευνα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης. 

Όπως προκύπτει από τη μελέτη, περισσότεροι από έξι στους 10 (63%) δήλωσαν ότι επέστρεψαν στην Ελλάδα από το 2019 κι έπειτα. Αυτό φανερώνει ότι η χώρα έχει γίνει πιο ελκυστική για τους Έλληνες που μετανάστευσαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και τους «πείθει» να επιστρέψουν. 

1598274d-d388-4519-a2a6-bbb4ce081360.jfif

Οι προσωπικοί και οικογενειακοί λόγοι ήταν, όπως αναμενόταν, οι κυριότεροι παράγοντες που επηρέασαν τους ερωτηθέντες. Η συντριπτική πλειοψηφία θεώρησε σημαντική την ανάγκη να βρίσκεται κοντά στην οικογένεια και τους φίλους. Ωστόσο, η θετική πορεία της χώρας λειτούργησε ως κίνητρο επαναπατρισμού για πολλούς. 

Το 38% δήλωσε πως η βελτίωση της ελληνικής οικονομίας και αγοράς τους επηρέασε πάρα πολύ ή αρκετά στην απόφασή τους να επιστρέψουν. Το 23% δήλωσε ότι η εύρεση θέσης εργασίας στην Ελλάδα με αντίστοιχες αποδοχές και προοπτικές με το εξωτερικό έπιαξε πάρα πολύ ή αρκετά σημαντικό ρόλο. Το 20% απάντησε πως η βελτιωμένη πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα είχε πάρα πολύ ή αρκετά μεγάλη επίδραση στο σκεπτικό τους. 

Όταν κλήθηκαν να επιλέξουν τον μοναδικό σημαντικότερο λόγο για τον οποίο οδηγήθηκαν στην απόφαση να επαναπατριστούν, ένας στους πέντε (20%) είπε ότι ήταν η βελτίωση της ελληνικής οικονομίας και της αγοράς. Το 10% απέδωσε την απόφασή του πρωτίστως στη βελτιωμένη πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν ένας στους τρεις (30%) αποφάσισε να γυρίσει στην πατρίδα του με κύριο γνώμονα τις θετικές οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις.

Περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες (51%) απάντησαν πως είναι είτε «σίγουρα» είτε «μάλλον» αισιόδοξοι για το μέλλον, ενώ το 55% ανέφερε ότι η Ελλάδα είναι τόπος για να ζει κάποιος.

e717aa6b-cc07-4b77-a449-efd06a337a04.jfif
68668aa2-8366-4e4a-b3a8-a3ea069c004a.jfif

Σημαντικό ποσοστό των Ελλήνων που έχουν επιστρέψει απασχολείται σε δυναμικούς κλάδους μεγάλης προστιθέμενης αξίας ή καλύπτει κενά που δημιουργήθηκαν σε σημαντικές υπηρεσίες κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Το 10% εργάζεται στις νέες τεχνολογίες και στην πληροφορική, άλλο ένα 10% απασχολείται στην εκπαίδευση, 7% στην υγεία και 5% στην ενέργεια και στις ανανεώσιμες πηγές.

Το 46% των Ελλήνων που επέστρεψαν εργάζεται πλέον σε ελληνική επιχείρηση, οργανισμό ή υπηρεσία. Το ποσοστό αυτό, αν συμπεριληφθούν οι εργαζόμενοι σε πολυεθνικές με δραστηριότητα στη χώρα και οι αυτοαπασχολούμενοι και ελεύθεροι επαγγελματίες, ανέρχεται στο 83%. Το 7% εργάζεται εξ αποστάσεως για εταιρεία ή οργανισμό του εξωτερικού, γεγονός που επίσης συνεισφέρει στην ελληνική οικονομία με έναν τρόπο που δεν είχε συνηθίσει η χώρα στο παρελθόν.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, ο μέσος μισθός όσων επέστρεψαν είναι 2.370 ευρώ τον μήνα. 

55a25009-417b-49ab-b4b2-faca93592e5c.jfif
921d73cb-0a97-49b2-8db7-9a7320441b65.jfif
3f8ce313-6a04-4ea7-9fb5-64165c4cd227.jfif
93aa5b21-3784-4c59-8ae7-15a6d463e473.jfif

Με βάση τα στοιχεία της Eurostat που ανακοίνωσε το Υπουργείο Οικονομικών τον Μάρτιο του 2024, περισσότεροι από 350.000 Έλληνες της γενιάς του brain drain έχουν επιστρέψει, ενώ το κύμα φυγής έως το 2016 είχε υπολογιστεί από την Τράπεζα της Ελλάδας στους 680.000.

Παύλος Μαρινάκης: Κερδίζεται το στοίχημα της επιστροφής νέων και παραγωγικών πολιτών 

Στο brain gain, την επιστροφή μιας γενιάς νέων και παραγωγικών πολιτών που έφυγαν από την χώρα την περίοδο της κρίσης αναφέρθηκε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών, τονίζοντας ότι ένα από τα πιο μεγάλα στοιχήματα της κυβέρνησης Μητσοτάκη δείχνει να κερδίζεται. 

«Αυτό αποτυπώνεται σε νέα έρευνα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης που διεξήχθη τον μήνα Οκτώβριο σε δείγμα πολιτών που έφυγαν στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της κρίσης και επέστρεψαν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat που ανακοίνωσε το Υπουργείο Οικονομικών τον Μάρτιο του 2024, από τους 680.000 που είχαν φύγει από την χώρα, όπως είχε υπολογίσει η Τράπεζα της Ελλάδος, έχουν επιστρέψει πάνω από 350.000, πάνω από τους μισούς δηλαδή» είπε. 

Σημείωσε ότι σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας το 46% των Ελλήνων που επέστρεψαν στην πατρίδα τους, εργάζεται πλέον σε ελληνική επιχείρηση, οργανισμό ή υπηρεσία, ενώ το ποσοστό αυτό αν συμπεριληφθούν οι εργαζόμενοι σε πολυεθνικές με δραστηριότητα στη χώρα και οι αυτοαπασχολούμενοι - ελεύθεροι επαγγελματίες, φτάνει το 83%. «Το 7% εξ αυτών μάλιστα, εργάζεται εξ αποστάσεως σε εταιρείες ή οργανισμούς του εξωτερικού, κάτι που συνεισφέρει στην ελληνική οικονομία με έναν ακόμη τρόπο, ο οποίος δεν ήταν συνήθης κατά το παρελθόν» είπε. 

«Υψηλές, όμως, είναι και οι μισθολογικές απολαβές των Ελλήνων που επέστρεψαν, καθώς ο μέσος μισθός που προκύπτει από τα αποτελέσματα της έρευνας διαμορφώνεται στα 2.370 ευρώ το μήνα, ενώ μόλις το 22% αμείβεται με έως 1.000 ευρώ το μήνα. Χρονιά-ρεκόρ για την επιστροφή των Ελλήνων ήταν το 2020, οπότε και καταγράφηκε το μεγαλύτερο "κύμα" επιστροφής της τελευταίας 15ετίας, με το 2022 να έπεται στη δεύτερη θέση» τόνισε ο κ. Μαρινάκης. 

«Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι στην ερώτηση για το αν είναι αισιόδοξοι για το μέλλον τους και για το αν θεωρούν την Ελλάδα ως "τόπο να ζεις", απαντούν κατά πλειοψηφία θετικά, στοιχείο ιδιαίτερης αξίας, αν λάβει κανείς υπόψιν τη σύγκριση που κάνουν αυτοί οι πολίτες με τις χώρες του εξωτερικού στις οποίες έζησαν τα προηγούμενα χρόνια» ανέφερε. 

Επίσης σημείωσε ότι η επιστροφή αυτού του σημαντικού κεφαλαίου για την χώρα, δεν έγινε τυχαία, αλλά είναι απότοκο των μεταρρυθμίσεων και τομών που προωθεί η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας από το 2019. 

«Ο εκσυγχρονισμός του Δημοσίου τομέα, η ψηφιοποίηση του κράτους, η αύξηση των μισθών, η μείωση πάνω από 60 φορολογικών συντελεστών, η προσέλκυση επενδύσεων, η βελτίωση του επιχειρηματικού και εργασιακού περιβάλλοντος, η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, το γεγονός ότι καταγράψαμε τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη, αλλά και μία από τις μεγαλύτερες μειώσεις χρέους παγκοσμίως. 

Και, κυρίως, η δημιουργία πάνω από 500.000 θέσεων εργασίας, κάτι που οδήγησε στην μείωση της ανεργίας σε μονοψήφιο ποσοστό, φτάνοντας στα προ κρίσης επίπεδα. Ενώ στον ευαίσθητο δείκτη της ανεργίας των νέων έως 24 ετών, έχουμε πέσει στο 20%, ενώ μόλις το 2019 ήταν 36,5%. Αλλά και κάτι ακόμη: Η εμπέδωση του κλίματος πολιτικής σταθερότητας, ίσως είναι η πιο μεγάλη συνεισφορά της κυβέρνησης στην ενίσχυση του ευνοϊκού επιχειρηματικού και εργασιακού περιβάλλοντος, που με τη σειρά του, προσμετράται στη σκέψη όσων επιστρέφουν στην χώρα μας για να συμβάλλουν στην προκοπή της. 

Η κυβέρνηση θα συνεχίσει να στηρίζει τις νέες γενιές, τόσο αυτούς που επιστρέφουν, αλλά και όσους πήραν την εξίσου δύσκολη απόφαση να παραμείνουν στην Ελλάδα τα χρόνια της κρίσης, δίνοντας ακόμη περισσότερες ευκαιρίες και προοπτικές» ανέφερε.