Η Κεντροδεξιά είχε διαχρονικά μια ενοχική αντίληψη τόσο για τη λήθη όσο και για τον πολιτικό πολιτισμό. Μια αντίληψη που βασιζόταν στη λογική ότι ο καλός κεντροδεξιός δεν πρέπει να τσακώνεται, δεν πρέπει να διεκδικεί το δίκιο του, δεν πρέπει να είναι προκλητικός, αλλά να είναι… σεμνός, ταπεινός και ανεκτικός σε όλα όσα λένε οι πολιτικοί του αντίπαλοι.

Κυρίαρχη ιδεολογία και ταυτοτικό στοιχείο του ψηφοφόρου της ΝΔ ήταν το comme il faut. Που καλό όταν ψάχνεις νύφη ή γαμπρό, αλλά όχι όταν είσαι στα «αλώνια» της πολιτικής ή στα… σαλόνια της ζωής.

Και επειδή κάποιοι θα περιμένουν στη γωνία για να επιτεθούν σε όσα γράφω, ξεκαθαρίζω ότι άλλο είναι να τραμπουκίζεις και να ανέχεσαι τραμπούκους και άλλο να σιωπάς, με την ελπίδα ότι η πλειοψηφία είναι με το μέρος σου γιατί, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, δεν υιοθετεί τις ακρότητες.

Αυτός είναι και ο λόγος που εφευρέθηκε ο όρος «σιωπηλή πλειοψηφία», όταν μιλούσαμε για ανθρώπους που δεν έπαιρναν θέση παρά μόνο κάθε τέσσερα χρόνια στην κάλπη. Αλλά η πολιτική δεν γίνεται μια φορά στην τετραετία. Είναι καθημερινή μάχη με νοοτροπίες, πρακτικές και πολιτικές συμπεριφορές. Και αν κάποιοι θεωρούν ότι δεν αξίζει να «λερώσουν τα χέρια τους» ή ότι «χάνουν τον χρόνο τους», καλό είναι να το ξανασκεφθούν, με βάση τα όσα παίζονται, με αφορμή την τραγωδία των Τεμπών.

Το ότι τόσο καιρό η κυβέρνηση και ο Μητσοτάκης δεχόντουσαν το ένα κτύπημα μετά το άλλο και περίμεναν την αντιπολίτευση να ιδρώσει, να κουραστεί και να σταματήσει, είναι τακτική που μοιάζει με πολιτικό ανέκδοτο. Και πολύ καλά έκαναν κάποια κυβερνητικά στελέχη και είπαν το «ως εδώ» σε όσους θεωρούν ότι στην πολιτική τα πάντα επιτρέπονται.