Η Γερμανία βρίσκεται μπροστά σε μια αλήθεια που για χρόνια απέφευγε να κοιτάξει κατάματα: το συνταξιοδοτικό της σύστημα είναι μια βόμβα που... τικ-τακίζει. Και το χειρότερο; Όλοι ξέρουν ότι αργά ή γρήγορα θα σκάσει, αλλά κανείς δεν θέλει να είναι εκείνος που θα κόψει το καλώδιο.
Η δημογραφική γήρανση δεν είναι απλώς στατιστική, είναι πολιτική πραγματικότητα. Λιγότεροι εργαζόμενοι καλούνται να χρηματοδοτήσουν περισσότερους συνταξιούχους, ενώ το κράτος έχει δεσμευτεί να κρατήσει ένα επίπεδο αξιοπρεπών συντάξεων. Αυτό όμως σημαίνει ολοένα και μεγαλύτερο βάρος για την παραγωγική γενιά... μια γενιά που ήδη αισθάνεται πιεσμένη από φόρους, ακρίβεια και επισφάλεια στην εργασία.
Η Γερμανία μοιάζει εγκλωβισμένη σε ένα πολιτικό ταμπού: όλοι μιλούν για «μεταρρύθμιση», αλλά η ίδια η λέξη προκαλεί ανατριχίλα. Η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης είναι αναγκαία αλλά αντιδημοφιλής. Η αύξηση εισφορών θεωρείται άδικη για τους νέους. Και η ιδέα ότι το κράτος θα συνεχίσει να φορτώνει το χρέος στις επόμενες γενιές είναι απλώς ανεύθυνη.
Όμως η ευθύνη δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι και ηθική. Μια κοινωνία που μεταφέρει το βάρος στους νεότερους χωρίς να τους δίνει προοπτική, χτίζει τη δική της δυσπιστία. Και σε μια χώρα όπως η Γερμανία, όπου το κοινωνικό συμβόλαιο ήταν για δεκαετίες το σήμα κατατεθέν της σταθερότητας, η διάρρηξή του θα έχει συνέπειες πολύ πέρα από τα συνταξιοδοτικά ταμεία.
Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν θα έρθει η αλλαγή, είναι αν θα γίνει με σχέδιο ή με κατάρρευση. Αν η Γερμανία, με την ισχύ της και την παράδοσή της στη δημοσιονομική πειθαρχία, δεν μπορέσει να βρει λύση, τότε τι μήνυμα στέλνει στην υπόλοιπη Ευρώπη; Ότι η ήπειρος ολόκληρη βαδίζει με τα μάτια κλειστά προς μια κρίση που όλοι γνωρίζουμε, αλλά κανείς δεν τολμά να αγγίξει.
Η ώρα των αποφάσεων έχει φτάσει. Και όσο περισσότερο η πολιτική ηγεσία της Γερμανίας παίζει κρυφτό με την πραγματικότητα, τόσο βαρύτερο θα είναι το τίμημα για τις γενιές που έρχονται.