Για όσους έχουν χτίσει την πολιτική τους ρητορική γύρω από τις λέξεις «καθεστώς», «χούντα», «λογοκρισία» και «εκτροπή», η ετήσια Έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του 2024 ήρθε σαν ηχηρή απάντηση. Όχι από κάποια «φιλοκυβερνητική» πηγή, αλλά από το ίδιο το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, το οποίο δεν έχει λόγο να εξωραΐσει καταστάσεις ή να χαϊδέψει αυτιά. Και όμως: η έκθεση αυτή όχι μόνο δεν επιβεβαιώνει τις καταγγελίες περί φίμωσης και αυταρχισμού, αλλά αντιθέτως αναγνωρίζει θεσμική κανονικότητα και ουσιαστικό σεβασμό στην ελευθερία του Τύπου.
Όχι, δεν είμαστε «καθεστώς»
Η αντιπολίτευση –και ιδίως ορισμένες πιο θορυβώδεις φωνές της– επέμεινε τα τελευταία χρόνια να παρουσιάζει την Ελλάδα ως μια χώρα όπου η ελευθερία της έκφρασης «καταπατείται», όπου «κυβερνητικά κέντρα ελέγχουν» τα ΜΜΕ και όπου «η Δημοκρατία έχει τελειώσει». Όμως, η ίδια η έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναφέρει ξεκάθαρα:
- Το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης προστατεύεται από το Σύνταγμα και η κυβέρνηση σεβάστηκε αυτό το δικαίωμα.
- Η Ελλάδα διαθέτει αποτελεσματική δικαστική εξουσία και λειτουργικό δημοκρατικό πολιτικό σύστημα.
- Η κυβέρνηση δεν λογόκρινε τα μέσα ενημέρωσης.
Αν κάποιος έχει «λογοκρίνει» την αλήθεια, αυτός δεν είναι το κράτος – είναι όσοι επιμένουν να διαστρεβλώνουν την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό για μικροκομματικό όφελος.
Ενοχλημένοι από την πρόοδο
Πέρα από τη γενική θετική αποτύπωση, η έκθεση αναγνωρίζει και μια σειρά από συγκεκριμένες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης για τη βελτίωση του πλαισίου λειτουργίας των ΜΜΕ:
- Κατάργηση του αδικήματος της απλής δυσφήμισης.
- Θεσμοθέτηση Task Force για την ασφάλεια των δημοσιογράφων.
- Αυστηροποίηση ποινών για επιθέσεις σε λειτουργούς της ενημέρωσης.
- Θεσμοθέτηση παρατηρητηρίου για τα SLAPPs και απειλές εναντίον αθλητικογράφων.
- Υποχρεωτική εγγραφή παρόχων ΜΜΕ στα σχετικά μητρώα, με στόχο τη διαφάνεια και τη λογοδοσία.
Και όλα αυτά, με ταυτόχρονη υιοθέτηση της Οδηγίας για την Ελευθερία των ΜΜΕ, που στοχεύει στην προστασία της πολυφωνίας και της συντακτικής ανεξαρτησίας. Αυτά δεν είναι στοιχεία «καθεστώτος». Είναι θεσμική πρόοδος.
Αξιωματική αντιπολίτευση χωρίς εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη
Και σαν να μην έφτανε η διαρκής καταστροφολογία για τα ΜΜΕ, ο πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του ΠΑΣΟΚ, Νίκος Ανδρουλάκης, είχε δηλώσει δημόσια ότι δεν εμπιστεύεται τη Δικαιοσύνη. Ήταν μια δήλωση με σαφές πολιτικό βάρος – και με ακόμα σαφέστερη στόχευση: την απαξίωση των θεσμών.
Όμως, η φετινή έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, με τη ρητή αναφορά στην αποτελεσματικότητα και την ανεξαρτησία της ελληνικής Δικαιοσύνης, τον εκθέτει ανεπανόρθωτα. Διότι όταν η κορυφαία θεσμική πηγή της αμερικανικής κυβέρνησης αναγνωρίζει τη σταθερότητα και τη θεσμική λειτουργία της χώρας, η δήλωση Ανδρουλάκη αποκαλύπτεται ως μέρος μιας πολιτικής στρατηγικής απαξίωσης και όχι μιας τεκμηριωμένης ανησυχίας.
Οι «Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα» και η επιλεκτική ευαισθησία
Φυσικά, η αντιπολίτευση συνεχίζει να επικαλείται τον περίφημο δείκτη των «Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα», ο οποίος έχει δεχθεί σοβαρή διεθνή κριτική για την έλλειψη μεθοδολογικής διαφάνειας, τις πολιτικά φορτισμένες αξιολογήσεις και τις ασαφείς πηγές δεδομένων.
Πλέον όμως, μετά και την τεκμηριωμένη αποτύπωση της πραγματικότητας από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η επίκληση τέτοιων αμφιλεγόμενων δεικτών δεν μπορεί να σταθεί ως σοβαρό πολιτικό επιχείρημα. Είναι απλώς ένα φύλλο συκής που δεν καλύπτει τίποτα.
Ώρα να σοβαρευτούν
Η ελευθερία του Τύπου είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να χρησιμοποιείται ως πολιτικό εργαλείο φθηνής αντιπολίτευσης. Οι θεσμοί δεν είναι παιχνίδι – είναι το θεμέλιο κάθε δημοκρατικής κοινωνίας. Και όσοι υποστηρίζουν πως «δεν έχουμε Δημοκρατία», θα πρέπει κάποια στιγμή να εξηγήσουν πώς γίνεται μια τόσο «ανελεύθερη» χώρα να απολαμβάνει τη θετική αξιολόγηση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και πλήθους διεθνών φορέων.
Η πραγματικότητα δεν αλλάζει με συνθήματα. Η Ελλάδα προχωρά, και όσοι θέλουν να την κρατήσουν στάσιμη, μένουν μόνοι με τις κραυγές τους.